Ευκαιρίες περαιτέρω ανάπτυξης και δυναμικής αλλά και προκλήσεις εξαιτίας της πολεμικής σύρραξης στην Ουκρανία, εντοπίζει ο καναδέζικος οίκος DBRS, για τον εγχώριο τραπεζικό κλάδο, μετά και από την αναβάθμιση του ελληνικού αξιόχρεου σε «BB high», ήτοι ένα «σκαλοπάτι» μακριά από την επενδυτική βαθμίδα.
Οι τέσσερις συστημικές τράπεζες ανακοίνωσαν ζημιές 4,7 δισ. ευρώ το 2021 έναντι 1,7 δισ. ευρώ το 2020 και καθαρών κερδών 0,2 δισ. ευρώ το 2019. Όπως σημειώνει η DBRS, οι πρόσφατες επιδόσεις επηρεάστηκαν κυρίως από τα χαμηλότερα έσοδα και τις σημαντικές προβλέψεις (εξαιτίας της αναμενόμενης επιδείνωσης της ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων λόγω της πανδημίας και του de-risking), καθώς και από τα κόστη αναδιάρθρωσης και τις απομειώσεις.
Τα έσοδα επηρεάστηκαν από διάφορους παράγοντες, όπως οι αυξανόμενοι, αν και ακόμη υποτονικοί, νέοι όγκοι δανεισμού, καθώς και από τη μείωση του κινδύνου και τη χαμηλή διαφοροποίηση. Ενώ η Ελλάδα θα ωφεληθεί περισσότερα από τα κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης σε σύγκριση με το μέγεθος της οικονομίας της, η DBRS αναμένει πως τα καθαρά έσοδα από τόκους (ΝΙΙ) των τραπεζών θα παραμείνουν υπό πίεση το 2022, καθώς ο θετικός αντίκτυπος της πιστωτικής επέκτασης είναι απίθανο να αντισταθµίσει τη μείωση των NII μετά το de-risking των χαρτοφυλακίων δανείων, την κατάργηση των ειδικών όρων που σχετίζονται με το πρόγραμμα TLTRO III από τον Ιούλιο του 2022 και το υψηλότερο κόστος έκδοσης χρέους. Επομένως, κατά την DBRS, οι ελληνικές τράπεζες θα πρέπει να επικεντρωθούν περισσότερο στη διοχέτευση των πλεονάζοντων καταθέσεων προς επιχειρήσεις που βασίζονται στα έσοδα από προμήθειες για να βελτιώσουν τη διαφοροποίηση των εσόδων.
Παράλληλα, οι προβλέψεις για ζημιές από τα «κόκκινα» δάνεια και το κόστος κινδύνου αυξήθηκαν σημαντικά το 2021 λόγω του επιταχυνόμενου de-risking. Το κόστος του κινδύνου ωστόσο θα πρέπει να υποχωρήσει στο μέλλον, λαμβάνοντας υπόψη τα βελτιωμένα προφίλ κινδύνου των τραπεζών και υπό τον όρο ότι οι εισροές νέων NPEs από την πανδημία παραμένουν υπό έλεγχο.
Όπως αναφέρει η DBRS, η κεφαλαιοποίηση τους επηρεάστηκε αρνητικά από το πρόσφατο επιταχυνόμενο de-rsiking που είχε ως αποτέλεσμα οι τράπεζες να αναφέρουν σημαντικές ζημίες, οι οποίες αντισταθμίστηκαν μόνο εν μέρει από μέτρα διαχείρισης κεφαλαίου, συμπεριλαμβανομένων νέων αυξήσεων κεφαλαίων, πώληση μη βασικών περιουσιακών στοιχείων και μέτρα ανακούφισης από τις ρυθμιστικές αρχές κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Ως εκ τούτου, τα κεφαλαιακά «μαξιλάρια» διαβρώθηκαν αλλά παρέμειναν αρκετά πάνω από τις ελάχιστες απαιτήσεις. Στο τέλος του 2021, ο μέσος δείκτης CET1 fully loaded, ήταν στο 12%, από 13,6% στο τέλος του 2019. Ωστόσο, το μέσο απόθεμα - «μαξιλάρι» στον δείκτη CET1 άνω των ελάχιστων απαιτήσεων ξεπέρασε τις 250 μονάδες βάσης στο τέλος του 2021, εξαιρουμένου του καθεστώτος ευελιξίας της ΕΚΤ σχετικά με τους δείκτες κεφαλαίου που θα λήξει από το 2023.
Σύμφωνα με τον οίκο, η άμεση έκθεση των ελληνικών τραπεζών στη Ρωσία και την Ουκρανία είναι περιορισμένη, ωστόσο οι γεωπολιτικές εντάσεις προσθέτουν έναν πιθανό κίνδυνο γύρω από την επιδείνωση της ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων και την ανάγκη για υψηλότερες προβλέψεις μεσομακροπρόθεσμα, εάν η αύξηση των τιμών ενέργειας και ο πληθωρισμός επηρεάσουν την οικονομική ανάπτυξη.
Στο πλαίσιο της σημαντικής υποχώρησης του κινδύνου που επιτεύχθηκε και της αναμενόμενης βελτίωσης της κερδοφορίας και της ποιότητας του νέου δανεισμού, ορισμένες ελληνικές τράπεζες έχουν ξεκινήσει τον διάλογο με τη ρυθμιστική αρχή (SSM) ώστε να επανεκκινήσουν τις διανομές μερισμάτων το 2023 - 2024 μετά από μια δεκαετία βαθιάς αναδιάρθρωσης. Ωστόσο, η DBRS αναμένει ότι τα προτεινόμενα ποσοστά διανεμόντων κερδών είναι πιθανό να παραμείνουν περιορισμένα σε αυτό το πρώιμο στάδιο.