Σε αναβάθμιση των αξιολογήσεων των μακροπρόθεσμων καταθέσεων της Εθνικής Τράπεζας και της Eurobank σε «Ba3» από «B2», της Alpha Bank σε «B1» από «B2» και της Τράπεζας Πειραιώς σε «B2» από «B3», προχώρησε η Moody's, με τις προοπτικές των τεσσάρων συστημικών να παραμένουν θετικές.
Ο οίκος αξιολόγησης αναβάθμισε επίσης τις αξιολογήσεις μακροπρόθεσμων καταθέσεων της Attica Bank σε «Caa2» από «Caa3», αλλάζοντας παράλληλα το outlook σε θετικό από σταθερό. Επιπλέον, επιβεβαιώθηκε η αξιολόγηση της Παγκρήτιας Τράπεζας στο «Caa2», ενώ το outlook της τράπεζας άλλαξε επίσης σε θετικό από σταθερό.
Όπως επισημαίνει η Moody's, η σημερινή μεταβολή των αξιολογήσεων οφείλεται:
1) Στην ενίσχυση σε ότι αφορά το θεσμικό πλαίσιο και τη διακυβέρνηση της χώρας η οποία βελτιώνει το μακροοικονομικό προφίλ, σε «Weak +» από «Weak». Σύμφωνα με τη Moody's τα δημοσιονομικά μεγέθη έχουν τεθεί σε μια πολύ πιο σταθερή βάση τα τελευταία χρόνια, με σταθερά και αυξανόμενα πλεονάσματα του κρατικού Προϋπολογισμού μεταξύ 2016 και 2019 και πρωτογενή πλεονάσματα που υπερέβησαν των στόχων που έχουν θέσει οι πιστωτές στην Ευρωζώνη. Επιπλέον αναφορά γίνεται και στην προοδευτική μείωση της ανεργίας τα τελευταία χρόνια, που ήταν στο 12,8 % τον Ιανουάριο του 2022 από το ανώτατο όριο του 28% τον Ιούλιο του 2013, κάτι που συνέβαλε επίσης στη μείωση του χρέους των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων. Το χρέος του ιδιωτικού τομέα προς το ΑΕΠ μειώθηκε σε περίπου 60% στο τέλος του 2021, από 117% το 2014, αντανακλώντας τη συνεχιζόμενη απομόχλευση από τα NPEs και την ενίσχυση της αναπτυξιακής δυναμικής καθώς οι οικονομικές συνθήκες σταδιακά ομαλοποιούνται.
2) Στην βελτιωμένη ποιότητα του ενεργητικού και την επαναλαμβανόμενη κερδοφορία όπως αυτή καταγράφηκε με βάση το 2021 από τις τέσσερις μεγαλύτερες ελληνικές τράπεζες, εξαιτίας των καλύτερων συνθηκών λειτουργίας και πίστωσης και της συνεχούς εφαρμογής των σχεδίων μετασχηματισμού.
3) Στην αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Attica Bank που οφείλεται κυρίως στην πρόσφατη αύξηση μετοχικού κεφαλαίου της, η οποία οδήγησε σε υψηλότερη βαθμίδα.
Οι θετικές προοπτικές αντικατοπτρίζουν την προσδοκία του οίκου αξιολόγησης ότι οι ελληνικές τράπεζες θα συνεχίσουν να βελτιώνουν τα πιστωτικά τους προφίλ κατά τους επόμενους 12 - 18 μήνες και θα είναι σε θέση να διαχειριστούν τυχόν νέα προβληματικά δάνεια που μπορεί να προκύψουν ως συνέπεια της πανδημίας του κορονοϊού και των πρόσφατων πληθωριστικών πιέσεων.
Όπως αναφέρει ο αμερικανικός οίκος, οι αξιολογήσεις δύναται να κινηθούν υψηλότερα (κατά τους επόμενους 12 - 18 μήνες), εάν οι τράπεζες διατηρήσουν υγιή κεφάλαια και ρευστότητα, ενώ υλοποιούν πλήρως τα σχέδια μετασχηματισμού τους, μειώνοντας περαιτέρω τα προβληματικά τους δάνεια και αξιοποιώντας τις δυνατότητες οικονομικής και πιστωτικής ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας κατά τα επόμενα 2 - 3 χρόνια. Το RRF της ΕΕ πιθανότατα θα ωφελήσει σημαντικά την αναπτυξιακή δυναμική της χώρας, κατά 3% - 4% κατά μέσο όρο την περίοδο 2022 - 2025, παρέχοντας στις τράπεζες σημαντικές ευκαιρίες δανεισμού που θα στηρίξουν τα έσοδά τους.
Εθνική Τράπεζα
Η αναβάθμιση των μακροπρόθεσμων καταθέσεων, της αξιολόγησης του κινδύνου και της αξιολόγησης κινδύνου αντισυμβαλλομένου (αναβαθμίστηκε σε «Ba1» από «Ba3») της Εθνικής Τράπεζας οφείλεται κυρίως στην αναβάθμιση της βασικής πιστωτικής αξιολόγησης (BCA) της τράπεζας σε «b1» από «b3».
Η αναβάθμιση κατά δύο βαθμίδες προκλήθηκε από το βελτιωμένο μακροοικονομικό προφίλ της Ελλάδας, καθώς και από τη συνεχείς βελτιώσεις της ποιότητας του ενεργητικού και της κερδοφορίας της τράπεζας, σε συνδυασμό με τη σχετικά σταθερή κεφαλαιοποίηση και τις συνθήκες χρηματοδότησης. Η αναβάθμιση λαμβάνει υπόψη την εκπλήρωση του στόχου της για επίτευξη μονοψήφιου δείκτη NPE, μέσω της δραστικής μείωσης των προβληματικών δανείων της. Μετά την ολοκλήρωση της μεγάλης τιτλοποίησης NPEs ύψους 5,7 δισ. ευρώ (project «Frontier») μέσω του «Ηρακλή» (HAPS), η τράπεζα κατάφερε να επιτύχει δείκτη NPEs 7% τον Δεκέμβριο του 2021 έναντι 31,3% τον Δεκέμβριο του 2019. Αυτός είναι ο δεύτερος χαμηλότερος δείκτης μεταξύ των ελληνικών τραπεζών και τοποθετεί την τράπεζα σε μια καλή θέση ώστε να αντιμετωπίσει ενδεχόμενους καθοδικούς κινδύνους από τυχόν νέες εισροές απομειωμένων δανείων, ιδίως από δανειολήπτες που επλήγησαν από την πανδημία και έλαβαν κρατική στήριξη ή μέτρα αναστολής. Η αναβάθμιση της αξιολόγησης της τράπεζας λαμβάνει επίσης υπόψη την κάλυψη προβλέψεων NPEs 77,2% τον Δεκέμβριο του 2021, η οποία είναι η υψηλότερη μεταξύ όλων των ελληνικών τραπεζών. Η Moody's εκτιμά ότι η Εθνική έχει τη δυνατότητα να ενισχύσει περαιτέρω τα βασικά της έσοδα, μέσω της συνεχούς νέου δανεισμού το 2022, των υψηλότερων εσόδων από προμήθειες και της μεγαλύτερης συγκράτησης των προβλέψεων για ζημίες από «κόκκινα» δάνεια και των λειτουργικών εξόδων της, ώστε να επιτύχει το στόχο για δείκτη ROTE περίπου 10% τα επόμενα χρόνια από το 8,1% που επιτεύχθηκε το 2021. Το CAR της τράπεζας βελτιώνεται περαιτέρω στο 19% ενσωματώνοντας την πώληση της «Εθνική Ασφαλιστική» και των δραστηριοτήτων merchant acquiring (τομέας αποδοχής καρτών και εκκαθάρισης συναλλαγών). Ο οίκος αξιολόγησης αναμένει ότι ο δείκτης CET1 fully loaded της τράπεζας θα παραμείνει περίπου στο 15% μέχρι το τέλος του 2022, το οποίο είναι άνετα πάνω από τις ρυθμιστικές απαιτήσεις, επωφελούμενη από τη βελτιωμένη οργανική παραγωγή κεφαλαίων με βάση την αύξηση των κερδών. Ωστόσο, η Εθνική Τράπεζα (όπως και οι άλλες τράπεζες) έχει να διαχειριστούν και τις αναβαλλόμενες φορολογικές πιστώσεις (DTC) στην κεφαλαιακή της διάρθρωση, γεγονός που παραμένει μια πιστωτική αδυναμία καθώς θα χρειαστούν πολλά χρόνια για την πλήρη απόσβεσή τους. Οι θετικές προοπτικές αξιολόγησης των καταθέσεων αντανακλούν το ενδεχόμενο περαιτέρω βελτίωσης των υποκείμενων χρηματοοικονομικών θεμελιωδών μεγεθών της, ιδίως των βασικών εσόδων της, κατά τους επόμενους 12-18 μήνες.
Eurobank
Η αξιολόγηση των καταθέσεων της Eurobank και η αναβάθμιση της αξιολόγησης οφείλεται κυρίως στην αναβάθμιση κατά δύο βαθμίδες σε «b1» από «b3», λαμβάνοντας υπόψη τις ισχυρές οικονομικές επιδόσεις και την κερδοφορία της το 2021, αλλά και τη σημαντική βελτίωση της ποιότητας του ενεργητικού της, με δείκτη NPE στο 6,8% τον Δεκέμβριο του 2021 (29% τον Δεκέμβριο του 2019) και προοπτικές περαιτέρω μείωσής του μέχρι το τέλος του 2022. Η μεγάλη πρόοδος στη μείωση του αποθέματος των απομειωμένων δανείων κατά την τελευταία διετία οφείλεται στην ολοκλήρωση στις 20 Δεκεμβρίου του 2021 της τιτλοποίησης ύψους 5,2 δισ. ευρώ (project «Mexico») μέσω του «Ηρακλή». Η Moody's ανέφερε ότι ο αρνητικός σχηματισμός NPE της τράπεζας το 2021 σε συνδυασμό με το μειωμένο κόστος κινδύνου σε ετήσια βάση και την κάλυψη των προβλέψεων NPEs στο 69,2% αποτελούν επίσης θετικούς πιστωτικούς παράγοντες. Η Eurobank έχει σχεδόν ολοκληρώσει την εξυγίανση του ισολογισμού της και συνεχίζει στο δρόμο της πιστωτικής επέκτασης (εκταμιεύσεις δανείων στην Ελλάδα στα 7,8 δισ. ευρώ το 2021), στηρίζοντας τα κέρδη της. Τυχόν νέες εισροές «κόκκινων» δανείων, ειδικά από δανειολήπτες που επωφελήθηκαν από προγράμματα κρατικής στήριξης λόγω της πανδημίας που θα τελειώσει, θα μετριαστούν πιθανότατα από τις συνεχείς προσπάθειες της τράπεζας να προβεί σε περισσότερες πωλήσεις NPEs και ρυθμίσεις δανείων. Ο δείκτης CET1 της τράπεζας ήταν σε ικανοποιητικά επίπεδα στο 14,5% τον Δεκέμβριο του 2021 και το CAR στο 16,8%, ενώ ο δείκτης CET1 fully loaded αυξήθηκε στο 13,6% τον Δεκέμβριο του 2021 από 12% τον Δεκέμβριο του 2020, υποδηλώνοντας ότι η τράπεζα άρχισε να συσσωρεύει κεφάλαια μετά από πολλά χρόνια που «έκαιγε» κεφάλαια. Η Moody's σημειώνει επίσης, όπως και για τις άλλες ελληνικές τράπεζες, το υψηλό ποσοστό DTC της Eurobank, το οποίο αποδυναμώνει κάπως την ικανότητα απορρόφησης ζημιών λόγω του μεγάλου χρόνου που θα χρειαστεί για την πλήρη απόσβεσή του. Η θετική προοπτική αντανακλά τη δυνατότητα περαιτέρω βελτίωσης των κερδών και του πιστωτικού προφίλ της τράπεζας, καθώς και το ανοδικό δυναμικό για τις συνολικές οικονομικές επιδόσεις της που απορρέει από τις δυνατότητες οικονομικής και πιστωτικής ανάπτυξης στην Ελλάδα τα επόμενα χρόνια. Ως αποτέλεσμα, η Moody's αναμένει ότι οι παράγοντες αυτοί θα ασκήσουν θετικές πιέσεις στις αξιολογήσεις καταθέσεων και χρέους της, κατά τους επόμενους 12 - 18 μήνες.
Alpha Bank
Η αναβάθμιση της αξιολόγησης της Alpha Bank οφείλεται στην αναβάθμιση της αξιολόγησης του BCA (βασική πιστωτική αξιολόγηση) σε «b2» από «b3», η οποία αντικατοπτρίζει τη σημαντική πρόοδο που έχει σημειώσει στην αντιμετώπιση των προβληματικών της δανείων, με τον δείκτη NPE του ομίλου να διαμορφώνεται στο 13% τον Δεκέμβριο του 2021, από 42,5% τον Δεκέμβριο του 2020, κυρίως λόγω της τιτλοποίησης «Galaxy» (NPEs ύψους 10,8 δισ. ευρώ) που ολοκληρώθηκε στις 22 Ιουνίου 2021, αλλά και των άλλων τιτλοποιήσεων και πωλήσεων NPEs ύψους σχεδόν 7 δισ. ευρώ. Αν και η Alpha Bank σχεδιάζει να βελτιώσει σημαντικά την ποιότητα του ενεργητικού της μειώνοντας το υπόλοιπο των NPEs της σε 1,1 δισ. ευρώ έως το τέλος του 2024, δεν έχει ακόμη επιτύχει τον μονοψήφιο στόχο της για τα NPEs και επομένως υστερεί ελαφρώς σε σύγκριση με ορισμένες από τις υπόλοιπες συστημικές τράπεζες.
Η Moody's αναμένει ότι η Alpha Bank θα παρουσιάσει υψηλό μονοψήφιο δείκτη NPE μέχρι το τέλος του 2022, καθώς συνεχίζει να εφαρμόζει το σχέδιο μείωσης των NPEs. Η κάλυψη των προβλέψεων NPE της τράπεζας διαμορφώθηκε στο 47% τον Δεκέμβριο του 2021, το οποίο είναι επίσης χαμηλότερο από ορισμένες συστημικές. Παρ' όλα αυτά, η τράπεζα κατάφερε επίσης να μειώσει το υποκείμενο/κανονικό (εξαιρουμένων των one off απομειώσεων έναντι των συναλλαγών NPEs) κόστος κινδύνου επί των καθαρών δανείων σε περίπου 85 μονάδες βάσης το 2021 από 180 μονάδες βάσης το 2020. Ταυτόχρονα, η αναβάθμιση BCA της τράπεζας καταγράφει επίσης την ικανοποιητική κεφαλαιακή της θέση, μετά την αύξηση μετοχικού κεφαλαίου κατά 800 εκατ. ευρώ τον Ιούλιο του 2021. Οι δείκτες CET1 και CAR της τράπεζας ήταν στο 13,2% και 16,1% (δείκτες fully loaded στο 10,9% και στο 13,8% αντίστοιχα). Η τράπεζα σχεδιάζει να αυξήσει σταδιακά τον δείκτη CET1 fully loaded σε περίπου 15,1% έως το τέλος του 2024, κυρίως μέσω της οργανικής παραγωγής κεφαλαίων. Η Moody's σημειώνει και στην Alpha Bank το υψηλό ποσοστό (αν και χαμηλότερο από τον κλάδο) DTC, που αντιπροσώπευαν περίπου το 62% του εποπτικού κεφαλαίου CET1 της τράπεζας στα τέλη Δεκεμβρίου 2021 και θα χρειαστεί ένα μεγάλο χρονικά διάστημα για την πλήρη απόσβεσή του. Όπως σημειώνει η Moody's, η τράπεζα στοχεύει να επιτύχει δείκτη ενσώματων ιδίων κεφαλαίων της τάξης του 10% περίπου έως το τέλος του 2024, σε σύγκριση με περίπου 5% που επιτεύχθηκε το 2021 σε κανονικοποιημένη βάση και εξαλείφοντας τυχόν ζημίες από συναλλαγές και άλλα one off στοιχεία. Οι θετικές προοπτικές για τις αξιολογήσεις καταθέσεων της τράπεζας, οφείλονται κυρίως στις προοπτικές για περισσότερες ανοδικές πιέσεις στον δείκτη BCA καθώς η τράπεζα εφαρμόζει το business plan της με μονοψήφιο δείκτη NPE και ισχυρότερη επαναλαμβανόμενη κερδοφορία.
Τράπεζα Πειραιώς
Η αναβάθμιση των καταθέσεων της Τράπεζας Πειραιώς (CRA/CRR) υποστηρίζεται κυρίως από την αναβάθμιση της σε «b3» από «caa1», η οποία λαμβάνει υπόψη την εξυγίανση του ισολογισμού της και του de-risking, σε συνδυασμό με τη λειτουργική της αποτελεσματικότητα και τις νέες δανειοδοτήσεις που θα στηρίξουν τη βασική της κερδοφορία. Με τη συνεχιζόμενη εκτέλεση του σχεδίου «Sunrise», η τράπεζα έχει μειώσει τα NPEs της σε απόλυτο μέγεθος, στα 4,9 δισ. ευρώ τον Δεκέμβριο του 2021 από 22,5 δισ. ευρώ τον Δεκέμβριο του 2020, γεγονός που μεταφράζεται σε μείωση του δείκτη NPE στο 13% από 45%. Η κάλυψη της τράπεζας με προβλέψεις ήταν 41% τον Δεκέμβριο του 2021, η οποία είναι χαμηλότερη από τον μέσο όρο του κλάδου. Η αναβάθμιση της BCA εξετάζει επίσης τη δυνατότητα περαιτέρω βελτίωσης της ποιότητας του ενεργητικού κατά τη διάρκεια του 2022, μέσω μιας σειράς συναλλαγών με στόχο ένα υπόλοιπο NPEs περίπου 3,4 δισ. ευρώ και έναν δείκτη NPE μικρότερο του 8%. Σύμφωνα με τη Moody's, η μέχρι στιγμής πορεία της τράπεζας παρέχει εμπιστοσύνη ότι τα σχέδια αυτά θα πρέπει να εκτελεστούν με επιτυχία, ασκώντας πρόσθετες ανοδικές πιέσεις στην αξιολόγηση. Παράλληλα, η αναβάθμιση BCA της τράπεζας λαμβάνει επίσης υπόψη τις ενέργειες κεφαλαιακής ενίσχυσης του 2021 που ανέρχονται συνολικά σε περίπου 3 δισ. ευρώ, συμπεριλαμβανομένων 1,4 δισ. μέσω της αύξησης μετοχικού κεφαλαίου και 600 εκατ. ευρώ από AT1. Η Moody's ανέφερε ότι αν και ένα μεγάλο μέρος αυτών των κεφαλαίων έχουν «καεί» για την απορρόφηση ζημιών από τις τιτλοποιήσεις NPE, οι κεφαλαιακές μετρήσεις της Τράπεζας Πειραιώς ήταν υψηλότερα από τις ρυθμιστικές απαιτήσεις της αλλά χαμηλότερες από τις υπόλοιπες συστημικές. Ο δείκτης CET1 της τράπεζας ήταν στο 11,1% και το CAR στο 15,8% τον Δεκέμβριο του 2021, σε σύγκριση με τις ρυθμιστικές απαιτήσεις του 2021 στο 6,2% και στο 11% αντίστοιχα που είναι πιθανό να αυξηθούν στο 9,4% και 14,3% από το 2023 και έπειτα. Επιπλέον, η Moody's σημειώνει την επαναλαμβανόμενη συγκράτηση του λειτουργικού κόστους, τη σημαντική αύξηση των καθαρών εσόδων από προμήθειες, και ένα κανονικοποιημένο κόστος κινδύνου που θέτε τα θεμέλια για απόδοση ενσώματων ιδίων κεφαλαίων άνω του 10% έως το τέλος του 2024, από κανονικοποιημένο 7,1% το 2021. Αντίστοιχη αναφορά γίνεται και στην Πειραιώς για το ζήτημα του DTC. Παράλληλα, οι θετικές προοπτικές αξιολόγησης της τράπεζας αποτυπώνουν τις πιθανές περαιτέρω βελτιώσεις στα θεμελιώδη χρηματοοικονομικά της μεγέθη, ιδίως όσον αφορά την ποιότητα του ενεργητικού της και το προφίλ κερδοφορίας της, επωφελούμενες από τις ευνοϊκές οικονομικές προοπτικές της χώρας και τις ευκαιρίες δανειοδότησης που απορρέουν από το πρόγραμμα RRF.