Ένα ακόμη ισχυρό τρίμηνο οικονομικών επιδόσεων (μεσαία μονοψήφια αύξηση σε έσοδα και EBITDA) για τον ΟΤΕ αναμένει η JP Morgan, διατηρώντας έτσι τη σύσταση «overweight» για τη μετοχή και αυξάνοντας την τιμή στόχο στα 19,80 ευρώ από 19,40 ευρώ προηγουμένως (μέχρι το 2023)
Ειδικότερα για την Ελλάδα, ο αμερικανικός οίκος αναμένει ότι τα έσοδα θα αυξηθούν με έναν αντίστοιχο ρυθμό με αυτόν του τετάρτου τριμήνου του 2021 κατά 4,2%, (τέταρτο τρίμηνο, 4,5%). Η λιανική σταθερή αναμένεται να αυξηθεί κατά 2,5%, υποστηριζόμενη από εκπτώσεις που δόθηκαν σε πελάτες B2B κατά τη διάρκεια των lockdown πέρυσι. Επιπλέον, η JP Morgan μοντελοποιεί μια επιτάχυνση σε τριμηνιαία βάση στην αύξηση των εσόδων από υπηρεσίες κινητής τηλεφωνίας στο +3,5% (τέταρτο τρίμηνο +2%), καθώς τον Ιανουάριο εισήχθησαν χαμηλότεροι φόροι στα προγράμματα κινητής τηλεφωνίας που αναμένεται να ενισχύσουν τις πωλήσεις καρτοκινητής και μεταπληρωμής. Αυτό αντισταθμίζεται από μια τριμηνιαία επιβράδυνση των εσόδων χονδρικής, κυρίως λόγω της χρονικής επίδρασης των εσόδων από τη φωνητική κίνηση που εμφανίστηκαν κατά το τέταρτο τρίμηνο. Η σταθερή αύξηση των άλλων «πηγών» εσόδων αναμένεται να συνεχιστεί χάρη στα έργα πληροφορικής και επικοινωνιών, ICT.
Επίσης, ο ΟΤΕ είναι πιθανό να επωφεληθεί από το ισχυρότερο roaming σε σύγκριση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές εταιρείες τηλεπικοινωνιών εξαιτίας του υψηλού εισερχόμενου roaming και της μεγάλης έκθεσης της ελληνικής οικονομίας στον τουριστικό κλάδο. Αυτό που βοηθά και αποτελεί στήριγμα για τον ΟΤΕ είναι η χαμηλή μόχλευση, με 0,7x καθαρό χρέος προς EBITDA, χωρίς την ύπαρξη προβλημάτων ρευστότητας και σε ένα ευνοϊκό ανταγωνιστικό περιβάλλον. Τα σχέδια μείωσης κόστους και οι συνεχείς μακροπρόθεσμες επενδύσεις του ΟΤΕ διασφαλίζουν μια βιώσιμη ανάπτυξη ως προς τις ταμειακές ροές και τις αποδόσεις των μετόχων. Η εκτίμηση της JP Morgan ως προς τη διανομή μερισμάτων και τα buybacks για 100% payout (ποσοστό απόδοσης και διανομής κερδών) παραμένει αμετάβλητη. Επιπλέον, όπως επισημαίνει, ο ΟΤΕ διαπραγματεύεται με discount ως προς την απόδοση των προσαρμοσμένων (χωρίς μόχλευση) ελεύθερων ταμειακών ροών έναντι των ευρωπαϊκών αντίστοιχων εταιρειών και των εταιρειών της περιοχής CEEMEA.
Επίσης η JP Morgan μοντελοποιεί μια αύξηση στα EBITDA κατά 5% στην Ελλάδα (+7% στο τέταρτο τρίμηνο) με γνώμονα την ανάπτυξη στην πάνω γραμμή, με τον πληθωρισμό να αποτελεί ακόμη ένα σημαντικό αρνητικό παράγοντα. Ο οίκος σημειώνει ότι το τέταρτο τρίμηνο επηρεάστηκε θετικά από τις αντισταθμίσεις από τα one off κόστη προσωπικού το προηγούμενο έτος, εξ ου και η ιδιαίτερα ισχυρή αύξηση των EBITDA.
Οι αναλυτές του οίκου προχωρούν σε αύξηση των εκτιμήσεων τους για τα έσοδα κατά +0,5% για το 2022 - 2024 λόγω των υψηλότερων εσόδων από κινητές συσκευές, καθώς λαμβάνει υπόψη τα οφέλη από του χαμηλότερους φόρους στα προπληρωμένα προγράμματα (12% έως 10%) και στα προγράμματα συμβολαίου (14% έως 10%) το 2022. Αυτό μεταφράζεται σε οριακή αύξηση των EBITDA.
Προσαρμόζει επίσης τη σταδιακή αλλαγή των κεφαλαιουχικών δαπανών στην Ελλάδα μεταξύ τριμήνων μειώνοντας τα για το πρώτο τρίμηνο και αυξάνοντας στο δεύτερο εξαιτίας της πιο αργής έναρξης της κυκλοφορίας Fiber Οπτικής Ίνας μέχρι το Σπίτι (FTTH) στο πρώτο τρίμηνο. Επιπλέον, διατηρεί τα έσοδα, τα EBITDaL και τις κεφαλαιουχικές δαπάνες (capex) σε μεγάλο βαθμό αμετάβλητα στη Ρουμανία. Η αύξηση EBITDA οδηγεί σε μέτρια υψηλότερα EFCF το 2022 - 2024.
Σε επίπεδο δεικτών αποτίμησης, ο ΟΤΕ διαπραγματεύεται με δείκτη αξίας επιχείρησης προς κέρδη προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων (EV/EBITDA) στο 5,6x για το 2022, με discount περίπου 11% έναντι του κλάδου, στο 6,3x και απόδοση UFCF 8,7%, με discount περίπου 38% έναντι του κλάδου στο 5,2%.