Εγκλωβισμένες στην αρνητική συγκυρία του πολέμου στην Ουκρανία για τις ευρωπαϊκές τράπεζες, βρίσκονται οι ελληνικές τράπεζες. Η «ομηρία» τους αυτή θα «σκιάσει» τις ανακοινώσεις αποτελεσμάτων α΄ τριμήνου, αγνοώντας τις θετικές επιδόσεις που αναμένεται να ανακοινωθούν και εστιάζοντας στις κατευθύνσεις (guidance) που θα δώσουν οι διοικήσεις των τραπεζών για την πορεία των μεγεθών και τις προβλέψεις για την οικονομία τα επόμενα τρίμηνα.
Τα αποτελέσματα α΄ τριμήνου 2022 θα αποτελούν θετική συνέχεια του δ΄ τριμήνου 2021, με αύξηση της οργανικής κερδοφορίας και με χαρακτηριστικά: την αύξηση των εσόδων, και από τόκους, αλλά κυρίως από προμήθειες, τη βελτίωση του λειτουργικού κόστους και τις «άμυνες» των δανειακών χαρτοφυλακίων, τα οποία θα παρουσιάσουν μικρή άνοδο σε νέες επισφάλειες, παραμένοντας, ωστόσο, σε αρνητικό σχηματισμό νέων κόκκινων δανείων.
Σε άλλη συγκυρία, οι επιδόσεις αυτές, υπό την προοπτική, μάλιστα, του μονοψήφιου δείκτη NPE και για τις τέσσερις συστημικές τράπεζες φέτος, καθώς επίσης και της δυναμικής από την αξιοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης, θα αποτελούσαν αιτία πανηγυρισμού από τράπεζες και επενδυτές. Στην παρούσα φάση, όμως, τα θετικά αποτελέσματα α΄ τριμήνου θα περάσουν σε δεύτερο πλάνο, καθώς επικρατεί μικρή ορατότητα για την εξέλιξή τους κατά τα επόμενα τρίμηνα.
Όπως αναφέρουν αναλυτές στο insider.gr, οι ελληνικές τράπεζες, αν και δεν είναι οι ίδιες εκτεθειμένες σε Ρωσία και Ουκρανία, υφίστανται το συστημικό πρόβλημα που έχει δημιουργήσει η σημαντική έκθεση άλλων ευρωπαϊκών τραπεζών, κυρίως γαλλικών και ιταλικών. Η γεωπολιτική κρίση και η αβεβαιότητα στις αγορές αποτυπώνονται στην αύξηση των αποδόσεων στην αγορά ομολόγων, με την απόδοση του γερμανικού δεκαετούς ομολόγου να έχει ενισχυθεί από το – 0,50% στο 1% και του αντίστοιχου ελληνικού από 0,80% σε 3,50%. Η άνοδος των spread δεν επιφέρει άμεσες απώλειες στα χαρτοφυλάκια ομολόγων των τραπεζών, καθώς αυτές διακρατούν τα ομόλογα στη λήξη τους. Ωστόσο, σηματοδοτεί την άνοδο του κόστους δανεισμού και προκαλεί εύλογη ανησυχία για το πώς θα συμπεριφερθούν τα δανειακά χαρτοφυλάκια και κυρίως δάνεια που βρίσκονται ήδη σε καθυστέρηση ή έχουν ρυθμιστεί.
Επιπλέον, δεδομένου ότι η Ελλάδα είναι ευάλωτη στην αύξηση του ενεργειακού κόστους και ο πληθωρισμός κινείται μια ανάσα από διψήφιο ποσοστό (σύμφωνα με τα προσωρινά στοιχεία της Eurostat για τον Απρίλιο, ο εναρμονισμένος δείκτης τιμών καταναλωτή «σκαρφάλωσε» σε νέα υψηλά, στο 9,4% από 8% τον Μάρτιο), εντείνουν τις ανησυχίες.
Αντίβαρο στις ανησυχίες, αποτελεί επί του παρόντος η αισιοδοξία από το μέτωπο του Τουρισμού, με κρατήσεις που δείχνουν ότι τα τουριστικά έσοδα για τη φετινή χρονιά μπορεί να εκπλήξουν θεαματικά. Επίσης, θετικές παράμετροι είναι οι προβλέψεις για το ΑΕΠ (το οποίο ναι μεν έχει αναθεωρηθεί πτωτικά από πρόβλεψη για 4,5% - 5% στην περιοχή του 3% για φέτος, αλλά εξακολουθεί να παραμένει ένα πολύ καλό ποσοστό) και η εξισορρόπηση των δημοσιονομικών μεγεθών, όπως και η εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος που επέφεραν τις αναβαθμίσεις του αξιόχρεου της χώρας από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης.
Για τους λόγους αυτούς, από την αρχή του έτους μέχρι χθες, και παρά τις διακυμάνσεις του στο πλαίσιο των αναταράξεων στις αγορές, το ελληνικό χρηματιστήριο έχει συγκρατήσει τις απώλειές του στο -2,98% έναντι απωλειών – 11,98% για τον ευρωπαϊκό Stoxx 600 και ο τραπεζικός δείκτης στην Ελλάδα κινείται στο +1,46% έναντι -17,61% για τον ευρωπαϊκό τραπεζικό δείκτη.
Ωστόσο, η ορατότητα για την αγορά και τις τράπεζες είναι περιορισμένη στο προσεχές μέλλον. Κύριες εστίες προβληματισμού και σημάδια ανησυχίας συνιστούν:
α) Η πρόβλεψη της Κεντρικής Τράπεζας της Αγγλίας για ύφεση το 2023
β) Το ερώτημα αν η FED θα καταφέρει με τις αυξήσεις επιτοκίων να τιθασεύσει τον πληθωρισμό που ξέφυγε και να αποφύγει την ύφεση
γ) Η τροπή της πανδημίας στην Σανγκάη και το σκληρό lockdown που εφάρμοσε η Κίνα, προκαλώντας «έμφραγμα» στις εφοδιαστικές αλυσίδες
δ) Κατά πόσο τελικά θα επιβεβαιωθούν, τους κρίσιμους για τον Τουρισμό Ιούλιο – Αύγουστο, οι αισιόδοξες προβλέψεις για την φετινή τουριστική σεζόν.