Οι επιπτώσεις της τρέχουσας ενεργειακής κρίσης και των υψηλών τιμών ενέργειας είναι ιδιαίτερα δυσμενείς για τις επιχειρήσεις της εγχώριας χημικής βιομηχανίας, σύμφωνα με την εξειδικευμένη μελέτη που διεξήγαγε το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Μελετών (ΙΟΒΕ), με τίτλο «Επιπτώσεις του υψηλού ενεργειακού κόστους στη χημική βιομηχανία και προτάσεις αντιμετώπισης».
Συγκεκριμένα, τα συμπεράσματα της μελέτης που παρουσιάστηκε στην Ετήσια Γενική Συνέλευση του Συνδέσμου Ελληνικών Χημικών Βιομηχανιών, με γνώμονα την ανάγκη διασφάλισης της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής χημικής βιομηχανίας σε ένα περιβάλλον πολλαπλών προκλήσεων που προκύπτουν από την πολιτική μετάβασης προς την κλιματική ουδετερότητα και την αναγκαία προσαρμογή του κλάδου στη νέα στρατηγική της Ε.Ε. για τα βιώσιμα χημικά προϊόντα αναφέρουν:
1. Η δυναμική της χημικής βιομηχανίας
- Στη χημική βιομηχανία στην Ελλάδα δραστηριοποιούνται (Eurostat, 2020), 961 επιχειρήσεις στις οποίες απασχολούνται 12.300 εργαζόμενοι – περιλαμβανομένων των αυτοαπασχολούμενων και των πολύ μικρών επιχειρήσεων. Στην πλειονότητά τους έχουν αντικείμενο δραστηριότητας που σχετίζεται με την παραγωγή καταναλωτικών (45%) και ειδικών χημικών προϊόντων (34%), ενώ αρκετά λιγότερες είναι οι επιχειρήσεις που ασχολούνται με την παραγωγή βασικών χημικών ουσιών – κυρίως βασικών ανόργανων ουσιών και πολυμερών.
- Ο κύκλος εργασιών των επιχειρήσεων του κλάδου εκτιμάται ότι πλησίασε το 2021 τα 3,1 δισ. ευρώ, σημειώνοντας σημαντική άνοδο κατά 24% έναντι του 2020. Το μεγαλύτερο τμήμα του κύκλου εργασιών της χημικής βιομηχανίας στην Ελλάδα συγκεντρώνουν τα ειδικά χημικά (1,1 δισ. ευρώ ή 36% του συνόλου), ενώ μεγάλη βαρύτητα, με 858 εκατ. ευρώ ή 28% του συνόλου έχει και ο τομέας παραγωγής καταναλωτικών χημικών. Τα βασικά χημικά αντιπροσωπεύουν τα υπόλοιπα 1,06 δισ. ευρώ ή 36% του συνολικού κύκλου εργασιών, έναντι περίπου 60% στην Ε.Ε.-27, γεγονός που υποδηλώνει την υψηλή εξάρτηση της χημικής βιομηχανίας στην Ελλάδα από τις εισαγωγές χημικών πρώτων υλών.
- Ο δείκτης του όγκου της εγχώριας παραγωγής χημικών ουσιών και προϊόντων ενισχύθηκε το 2021 κατά 3,8%, συνεχίζοντας την ανοδική πορεία που παρουσιάζει ο κλάδος τα τελευταία χρόνια. Συνολικά η παραγωγή χημικών ήταν το 2021 υψηλότερη κατά 29,4% συγκριτικά με το 2015, με την επίδοση της χημικής βιομηχανίας να είναι καλύτερη σε σχέση με την εγχώρια Μεταποίηση. Σε συνολικό επίπεδο, η κρίση της πανδημίας του COVID-19 δεν επηρέασε σημαντικά την εγχώρια χημική βιομηχανία, η οποία το 2020 είχε οριακές απώλειες παρά την τεράστια ύφεση της ελληνικής οικονομίας, καθώς η υγειονομική κρίση ανέδειξε σε μεγάλο βαθμό τη σημασία της χημικής βιομηχανίας στις σύγχρονες οικονομίες και στα συστήματα υγείας1.
- Η χημική βιομηχανία αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους κλάδους της εγχώριας Μεταποίησης. Η ακαθάριστη προστιθέμενη αξία (ΑΠΑ) του κλάδου εκτιμάται σε 811 εκατ. ευρώ το 2021, αντιπροσωπεύοντας το 6,6% της ΑΠΑ της Μεταποίησης. Σε σύγκριση με το 2015, η ΑΠΑ της χημικής βιομηχανίας αυξήθηκε σημαντικά, αλλά και ταχύτερα από το σύνολο της Μεταποίησης, όπως υποδηλώνει η αύξηση του ποσοστού συμμετοχής της στην ΑΠΑ της Μεταποίησης.
- Το 2021 η απασχόληση στη χημική βιομηχανία στην Ελλάδα προσέγγισε τις 12.300 θέσεις εργασίας, οι οποίες αντιστοιχούν στο 3,6% της συνολικής απασχόλησης στη Μεταποίηση. Η απασχόληση στον κλάδο έχει ανακάμψει τα τελευταία χρόνια και βρίσκεται σε επίπεδο κατά 19% υψηλότερο συγκριτικά με το 2016. Στην πλειονότητά τους (~70%) οι θέσεις εργασίας στη χημική βιομηχανία είναι υψηλής εξειδίκευσης.
- Οι εξαγωγές χημικών ουσιών και προϊόντων έφτασαν τα 2,1 δισ. ευρώ το 2021, παρουσιάζοντας σημαντική άνοδο κατά 27% συγκριτικά με το προηγούμενο έτος. Από την άλλη πλευρά, οι εισαγωγές χημικών διαμορφώθηκαν το 2021 σε 5,8 δισ. ευρώ, αυξημένες κατά 21% έναντι του προηγούμενου έτους. Οι εισαγωγές χημικών αποτελούσαν το 2021, το 9% των συνολικών εισαγωγών στην Ελλάδα.
2. Οι επιπτώσεις της αύξησης του ενεργειακού κόστους στη χημική βιομηχανία
- Η χημική βιομηχανία στην Ελλάδα χρησιμοποιεί στις παραγωγικές της διαδικασίες κυρίως ηλεκτρική ενέργεια και φυσικό αέριο και λιγότερο πετρελαιοειδή, ενώ συγχρόνως είναι ο μεγαλύτερος καταναλωτής φυσικού αερίου για μη ενεργειακή χρήση. Ως αποτέλεσμα, η τρέχουσα ενεργειακή κρίση την επηρεάζει σημαντικά, τόσο άμεσα, μέσω των δαπανών ενέργειας, όσο και έμμεσα, μέσω των δαπανών για την αγορά πρώτων χημικών υλών.
- Το 2020, η κατανάλωση ενέργειας από τη χημική βιομηχανία στην Ελλάδα έφτασε τις 1.067 GWh. Αυτό το μέγεθος αντιστοιχεί περίπου στο 4% της συνολικής κατανάλωσης ενέργειας από τη βιομηχανία στην Ελλάδα το ίδιο έτος, και είναι κατά 53% χαμηλότερο συγκριτικά με το 2010. Η κατανάλωση ενέργειας στην εγχώρια χημική βιομηχανία έχει επομένως περιοριστεί σημαντικά, εν μέρει λόγω και της βελτίωσης στην ενεργειακή της αποδοτικότητα.
- Το μεγαλύτερο μέρος της συνολικής κατανάλωσης ενέργειας της χημικής βιομηχανίας (478 GWh ή 45% του συνόλου) κάλυπτε το 2020 η ηλεκτρική ενέργεια. Η χημική βιομηχανία καταναλώνει επίσης σημαντικές ποσότητες φυσικού αερίου (416 GWh το 2020 ή 39% της συνολικής κατανάλωσης ενέργειας) και προϊόντων πετρελαίου (174 GWh ή 16% της συνολικής κατανάλωσης ενέργειας). Η κατανάλωση προϊόντων πετρελαίου, περίπου κατά το ήμισυ (51%) αφορά σε υγραέριο για βιομηχανική χρήση (LPG).
- Η βιομηχανία χημικών και πετροχημικών στην Ελλάδα είναι μεγάλος καταναλωτής φυσικού αερίου για μη ενεργειακές χρήσεις (π.χ. παραγωγή λιπασμάτων), σε πολλαπλάσιο μάλιστα βαθμό από τις ενεργειακές χρήσεις. Το 2020 η κατανάλωση φυσικού αερίου από τη βιομηχανία χημικών και πετροχημικών για μη ενεργειακές χρήσεις έφτασε τις 4.361 GWh, ήταν δηλαδή τετραπλάσια σε ποσότητα σε σύγκριση με τις ενεργειακές χρήσεις. Αυτή είναι μια δεύτερη, εξαιρετικά σημαντική, οδός μέσω της οποίας επηρεάζεται η χημική βιομηχανία από το υψηλό κόστος ενέργειας, καθώς το φυσικό αέριο αποτελεί μια από τις βασικές πρώτες ύλες για την παραγωγή βασικών χημικών ουσιών και προϊόντων.
- Η πρωτοφανής άνοδος των τιμών φυσικού αέριου και ηλεκτρικής ενέργειας από το δεύτερο μισό του 2021, έχει περάσει στα τιμολόγια προμήθειας ενέργειας δημιουργώντας σημαντικές πιέσεις στις επιχειρήσεις του κλάδου.
- Οι επιμέρους τομείς με μεγάλη άμεση συμμετοχή του κόστους ενέργειας στο συνολικό κόστος εισροών, όπως οι τομείς παραγωγής λοιπών ανόργανων χημικών, βιομηχανικών αερίων, χρωστικών υλών, πετροχημικών, συνθετικών ινών, εκτιμάται ότι έχουν τη μεγαλύτερη επίπτωση στην ανταγωνιστικότητα και την κερδοφορία τους. Εμμέσως, όμως, επηρεάζονται σημαντικά και οι τομείς παραγωγής λιπασμάτων, πλαστικών, φυτοπροστατευτικών προϊόντων, χρωμάτων, βοηθητικών χημικών για τη βιομηχανία και καταναλωτικών χημικών, λόγω των αυξήσεων στο κόστος προμήθειας χημικών πρώτων υλών, οι οποίες συνδέονται στενά με το υψηλό ενεργειακό κόστος.
- Συνολικά, η προοπτική ισχυρής πίεσης στην κερδοφορία των επιχειρήσεων του κλάδου θα έχει συνέπειες όσον αφορά τη δυνατότητά τους να υλοποιήσουν επενδύσεις και να ανταποκριθούν στις προκλήσεις της δεκαετίας που διανύουμε. Είναι επομένως απαραίτητο βραχυπρόθεσμα να περιοριστούν οι επιπτώσεις του υψηλού ενεργειακού κόστους στην οικονομία και να διασφαλιστεί η ασφάλεια ενεργειακού εφοδιασμού και μεσοπρόθεσμα να εξασφαλιστεί η προσφορά ενέργειας σε προσιτές τιμές, χωρίς έκθεση σε διακυμάνσεις τιμών που δεν μπορούν να ελεγχθούν.
Προτάσεις αντιμετώπισης
Οι επιπτώσεις της τρέχουσας ενεργειακής κρίσης και των υψηλών τιμών ενέργειας είναι ιδιαίτερα δυσμενείς για τις επιχειρήσεις της εγχώριας χημικής βιομηχανίας, όπως και για το σύνολο της οικονομίας. Η ανταγωνιστικότητά τους πλήττεται σημαντικά και, με δεδομένη την ισχυρή τους εξωστρέφεια, οι προοπτικές τους καθίστανται περισσότερο αβέβαιες. Τα μέτρα που έχουν εφαρμοστεί είναι προφανώς απαραίτητα και μετριάζουν σε ένα βαθμό τις επιπτώσεις της ενεργειακής κρίσης στην ανταγωνιστικότητα. Ωστόσο, υφίσταται ανάγκη για την εξέταση και εφαρμογή πρόσθετων μέτρων, τα οποία θα βοηθήσουν τις επιχειρήσεις του κλάδου να αντιμετωπίσουν πιο αποτελεσματικά την υφιστάμενη κρίση, να ενισχύσουν την ανθεκτικότητά τους σε παρόμοιες κρίσεις στο μέλλον, αλλά και να ανταποκριθούν στις πολλαπλές προκλήσεις που βρίσκονται μπροστά τους. Είναι συνεπώς κρίσιμο, στο πλαίσιο και των δυνατοτήτων που απορρέουν από τις σχετικές κατευθύνσεις της Ε.Ε., να εξεταστούν παρεμβάσεις τόσο με βραχυπρόθεσμη όσο και με μεσοπρόθεσμη στόχευση. Ενδεικτικές τέτοιες παρεμβάσεις μπορεί να περιλαμβάνουν τα παρακάτω:
α) Ενίσχυση ρευστότητας επιχειρήσεων
- Αξιοποίηση του νέου προσωρινού πλαισίου κρίσης για τις κρατικές ενισχύσεις στην Ε.Ε.
- Έκπτωση φόρου για επιχειρήσεις εντάσεως ενέργειας
- Πρόγραμμα κρατικών εγγυήσεων για την παροχή δανείων κεφαλαίου κίνησης με μηδενικό επιτόκιο
- Κρατικές εγγυήσεις για την παροχή δανείων-γέφυρα σε πληττόμενες επιχειρήσεις
- Επιστροφή του ΕΦΚ σε ηλεκτρική ενέργεια και φυσικό αέριο για τις εξαγωγικές επιχειρήσεις
β) Μείωση του κόστους ενέργειας
- Διαφοροποιημένη επιδότηση επιχειρήσεων υψηλής έντασης ενέργειας
- Μείωση χρεώσεων δικτύων και λοιπών τελών στο ελάχιστο δυνατό επίπεδο
- Άμεση εφαρμογή της αντιστάθμισης του κόστους έμμεσων εκπομπών
- Επιδότηση και άλλων πηγών ενέργειας όπως το υγραέριο για βιομηχανική χρήση (LPG)
- Απαλλαγή από τον ΕΦΚ στο φυσικό αέριο όταν χρησιμοποιείται ως πρώτη ύλη
γ) Συμμετοχή επιχειρήσεων στα οφέλη από την πράσινη μετάβαση
- Ενθάρρυνση μέσω θεσμικών παρεμβάσεων απευθείας εταιρικών συμφωνιών αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ μέσω διμερών συμβάσεων (PPA’s)
- Ενίσχυση/προώθηση των επιχειρηματικών επενδύσεων αυτοπαραγωγής ενέργειας από ΑΠΕ σε συνδυασμό με την εφαρμογή του συστήματος συμψηφισμού (net metering)
- Διευκόλυνση σύστασης ενεργειακών κοινοτήτων από επιχειρήσεις
- Θεσμοθέτηση προγραμμάτων εξοικονόμησης ενέργειας για τη βιομηχανία
- Ενίσχυση/αναβάθμιση δικτύων ηλεκτρισμού
- Ενίσχυση/προώθηση επενδύσεων που συνδέονται με την κυκλική οικονομία (π.χ. χημική ανακύκλωση πλαστικών)
- Ενίσχυση βιομηχανικών επενδύσεων, στο πλαίσιο του Σχεδίου Ανάκαμψης για την ενσωμάτωση των στόχων του REPowerEU
δ) Λοιπές παρεμβάσεις
- Συστηματική παρακολούθηση των τιμών σε δημόσια έργα και προγράμματα εξοικονόμησης ενέργειας και, στις περιπτώσεις που εντοπίζονται μεγάλες αποκλίσεις από τον αρχικό προϋπολογισμό, τουλάχιστον μερική αναπροσαρμογή των τιμών και κάλυψη των επιπλέον δαπανών
- Ένταξη και των υλικών στις δαπάνες αναβάθμισης κτιρίων που εκπίπτουν από το φορολογητέο εισόδημα φυσικών προσώπων που δεν εντάσσονται στο Πρόγραμμα Εξοικονομώ
Καλωσορίζοντας τον Υπουργό Ενέργειας και Περιβάλλοντος κ. Κώστα Σκρέκα κατά την παρουσίαση της μελέτης, ο κ. Βασίλης Γούναρης, Α’ Αντιπρόεδρος του ΣΕΧΒ, ανέφερε μεταξύ άλλων: «Η χημική βιομηχανία έχει σημαντική συμβολή στην προστιθέμενη αξία της εγχώριας Μεταποίησης, αφού είναι ο κλάδος που υποστηρίζει σχεδόν όλους τους βιομηχανικούς κλάδους. Οι εξαγωγές χημικών, το 2021, σημείωσαν 27,1% αύξηση έναντι του 2020, ένδειξη της ισχυρής εξωστρέφειας του κλάδου. Η παραγωγικότητα εργασίας στον κλάδο είναι υψηλότερη έναντι της μέσης παραγωγικότητας στη Μεταποίηση, γεγονός που αντανακλάται στις καλύτερα αμειβόμενες θέσεις εργασίας».
Αναφερόμενος μάλιστα στις προκλήσεις της χημικής βιομηχανίας ο κ. Γούναρης επισήμανε ότι η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία (ΕΠΣ) και οι στρατηγικές που την πλαισιώνουν, όπως η στρατηγική για τα βιώσιμα χημικά, θέτουν σημαντικές προκλήσεις στη χημική βιομηχανία. «Τα χημικά είναι παρόντα σχεδόν σε κάθε στρατηγική αλυσίδα αξίας, ενώ ο ρόλος της βιομηχανίας χημικών για την ανάπτυξη καινοτόμων τεχνολογιών, ώστε να επιτευχθούν οι κλιματικοί στόχοι, είναι κομβικός. Οι νομοθετικές αλλαγές που προβλέπονται στη στρατηγική για τα βιώσιμα χημικά εκτιμάται ότι θα έχουν σημαντική επίπτωση στη δραστηριότητα της χημικής βιομηχανίας».
Στον χαιρετισμό του, ο Υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας κ. Κώστας Σκρέκας αναφέρθηκε στις προτεραιότητες της κυβέρνησης για τη μείωση του ενεργειακού κόστους: «Θετικό είναι το γεγονός ότι ως χώρα οδεύουμε πολύ πιο γρήγορα στην πράσινη μετάβαση, η οποία αποτελεί τη μόνιμη λύση για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και της ενεργειακής κρίσης» υπογράμμισε, για να συνεχίσει: «Η Ελλάδα δεν είναι παραγωγός χώρα φυσικού αερίου και πετρελαίου, αλλά λιγνίτη χαμηλής ενεργειακής αξίας, με αποτέλεσμα να μην είναι ανταγωνιστική στον κλάδο της ενέργειας, λόγω της εξάρτησης από τις εισαγωγές ορυκτών καυσίμων. Σήμερα, μας δίνεται η ευκαιρία η χώρα μας να πρωταγωνιστήσει και να είναι ανταγωνιστική με την αξιοποίηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ηλιακή ενέργεια και άνεμος) οι οποίες αποτελούν προτεραιότητά μας ως κυβέρνηση. Στο τέλος του 2022, το 50% της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας θα προέλθει από τις ΑΠΕ (8% από τα υδροηλεκτρικά και 42% από τις υπόλοιπες μορφές). Η χώρα μας έχει κάνει άλματα και συνεχίζει» τόνισε ο κ. Σκρέκας, επισημαίνοντας ότι: «Προχωράμε πολύ πιο γρήγορα από το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια, το οποίο και αναθεωρούμε ώστε το 2030 να εντάξουμε πάνω από 12 GW AΠΕ, αυξάνοντας τη διείσδυσή τους στο ενεργειακό μείγμα της χώρας μας. Παράλληλα, έχουμε εστιάσει στην εξοικονόμηση ενέργειας, είτε αφορά τους οικιακούς χρήστες με την ενεργειακή αναβάθμιση των κατοικιών τους είτε τις επιχειρήσεις, με την εξοικονόμηση ενέργειας για τα κτιριακά των εμπορικών, βιομηχανικών επιχειρήσεων, την επιδότηση της εγκατάστασης φωτοβολταϊκών, καθώς και συστημάτων παραγωγής και αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας και υδρογόνου. Στην ίδια κατεύθυνση κινείται το πρόγραμμα Ηλέκτρα για την ενεργειακή αναβάθμιση των κτιρίων του Δημοσίου, καθώς και η ηλεκτροκίνηση στις μεταφορές. Ο ρόλος της χημικής βιομηχανίας στην Ελλάδα είναι σημαντικός, η χώρα μας έχει χημική βιομηχανία η οποία και χρειάζεται μεγαλύτερη στήριξη. Η χώρα μας, με τις νέες δυνατότητες που δημιουργούνται, μπορεί να προσελκύσει περισσότερες επενδύσεις στη χημική βιομηχανία».
Από την πλευρά του ο κ. Νίκος Βέττας, καθηγητής Οικονομικών, Γενικός Διευθυντής ΙΟΒΕ, τόνισε κατά την ομιλία του ότι η επίδραση της αύξησης του ενεργειακού κόστους δεν είναι μόνο άμεση, είναι και έμμεση μέσω των πρώτων υλών και δεν επηρεάζει μόνο τον κλάδο της χημικής βιομηχανίας αλλά κατ’ επέκταση και τους άλλους κλάδους, μέρος της εφοδιαστικής αλυσίδας των οποίων είναι η χημική βιομηχανία. Ο κ. Βέττας σημείωσε ότι αν και η οικονομία της Ελλάδας είναι μικρή σε μέγεθος, είναι εν τούτοις μια οικονομία με σφυγμό που πρέπει να περάσει κατεπειγόντως σε αύξηση ρυθμών μεγέθυνσης. «Μετά το πέρας της πανδημίας έχουμε την έλευση του πληθωρισμού, καθώς και την ουκρανική κρίση που είχε ως συνέπεια τη μεγάλη αύξηση του ενεργειακού κόστους. Η χώρα μας βρίσκεται πάλι σε σταυροδρόμι. Η Ελλάδα αναπτύχθηκε το 2021 ταχύτερα από τον μ.ο. της Ε.Ε. (8,3% έναντι 5,7%), σχεδόν αντισταθμίζοντας τη βαθιά συρρίκνωση του 2020, αλλά με μεγάλο δημοσιονομικό κόστος».
Στην πολυεπίπεδη πρόκληση ενώπιον της οποίας βρίσκεται η χημική βιομηχανία, αναφέρθηκε ο κ. Γιώργος Μανιάτης, Υπεύθυνος τμήματος Κλαδικών Μελετών ΙΟΒΕ: «Η χημική βιομηχανία αντιμετωπίζει μια πολλαπλή πρόκληση: την επίτευξη κλιματικής ουδετερότητας στις παραγωγικές της διαδικασίες, τη συνεισφορά υλών και προϊόντων που θα επιτρέψουν τη μείωση του ανθρακικού αποτυπώματος σε άλλους τομείς, την ενίσχυση της κυκλικότητας των προϊόντων με τη χημική ανακύκλωση, την επίτευξη του στόχου για ένα περιβάλλον χωρίς τοξικές ουσίες, ενώ παράλληλα θα πραγματοποιήσει την ψηφιακή μετάβαση. Για να ανταποκριθεί, απαιτούνται κατάλληλος σχεδιασμός και σημαντικές επενδύσεις που θα οδηγούν στην εξασφάλιση της ανθεκτικότητας και της ανταγωνιστικότητας της χημικής βιομηχανίας στην Ελλάδα και την Ε.Ε.». Αναφορικά με τις επιπτώσεις από την αύξηση του ενεργειακού κόστους, ο κ. Μανιάτης επισήμανε ότι η αύξηση των τιμών ενέργειας εκτιμάται ότι προκάλεσε τον διπλασιασμό των ενεργειακών δαπανών της χημικής βιομηχανίας το 2021, τονίζοντας ότι αν οι τιμές ενέργειας δεν αποκλιμακωθούν κατά το τρέχον έτος, οι δαπάνες ενέργειας της χημικής βιομηχανίας εκτιμάται ότι θα ανέλθουν περαιτέρω στα 275 εκατ. ευρώ το 2022 ή στο 10,6% του συνολικού κόστους παραγωγής. Με τις επιδοτήσεις, η συνολική δαπάνη για αγορά ενέργειας περιορίζεται στα 200 εκατ. ευρώ ή στο 7,9% του συνολικού κόστους εισροών. Συγκριτικά δε με το 2020, εκτιμάται ότι θα είναι κατά 184% υψηλότερη.