Μπορεί τελικά να μην έρθει στην Αθήνα, όπως αναμενόταν μεθαύριο Δευτέρα, για συναντήσεις με τις Διοικήσεις των τραπεζών και της Τράπεζας της Ελλάδος, όμως ο επικεφαλής του SSM, Αντρέα Ένρια, έδωσε από τη Φρανκφούρτη και το προχθεσινό Διοικητικό Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Ομοσπονδίας, το στίγμα όσων θα συζητούσε με τις ελληνικές τράπεζες και τον εθνικό επόπτη. Πρόκειται για το πλαίσιο στο οποίο εστιάζει πλέον η ευρωπαϊκή εποπτική Αρχή, με τις τράπεζες σε καιρό πολέμου, αντιμέτωπες με νέες προκλήσεις και μπροστά σε αύξηση των επιτοκίων.
Η εξομάλυνση της χαλαρής νομισματικής πολιτικής και η επικείμενη άνοδος των επιτοκίων είναι, όπως φαίνεται από όσα είπε ο Α. Ένρια, το κεντρικό σημείο προσοχής για τράπεζες και εποπτική Αρχή που επισημαίνει τη σημασία της παραμονής σε εγρήγορση για τους κινδύνους μιας πιθανής απότομης εξόδου από το περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων που θα επηρέαζε την ποιότητα του ενεργητικού των τραπεζών και εν τέλει την κερδοφορία τους. Παράλληλα, ο επικεφαλής του SSM τονίζει την ανάγκη οι τράπεζες να χτίσουν σε σταθερή βάση την κερδοφορία τους και να δώσουν έμφαση σε δύο σημαντικές προκλήσεις: την πράσινη μετάβαση και την ψηφιοποίηση.
Τα επιτόκια και η θετική πλευρά της ανόδου τους
Ενώ τα υψηλότερα επιτόκια υπόσχονται μεγαλύτερα περιθώρια (spreads) δανεισμού, δεν μπορούν να αποκλειστούν κίνδυνοι μετάδοσης από μια άτακτη άνοδο των επιτοκίων της αγοράς. Και οι τράπεζες δεν μπορούν να βασίζονται αποκλειστικά στην εξομάλυνση της νομισματικής πολιτικής για τη βελτίωση της κερδοφορίας τους, πρέπει να αντιμετωπίσουν τα διαρθρωτικά τους ζητήματα, επισημαίνει ο Α. Ένρια.
«Η δυναμική του πληθωρισμού, η νομισματική πολιτική και οι προσδοκίες της αγοράς είναι στο μυαλό όλων αυτές τις μέρες. Οι τράπεζες βρίσκονται επίσης στο επίκεντρο, για πολύ καλούς λόγους. Τα επιτόκια αποτελούν πρωταρχικό μοχλό εσόδων και κερδών για τις τράπεζες, αλλά μπορεί να επηρεάσουν ή να επηρεαστούν από υπάρχουσες και νέες ευπάθειες στην πορεία προσαρμογής. Η διαδικασία ομαλοποίησης των επιτοκίων απαιτεί εποπτική προσοχή», λέει ο Α. Ένρια.
Στο βασικό σενάριο (με θετική ανάπτυξη) του SSM για τον εξορθολογισμό των επιτοκίων, μια σταδιακή αύξηση των επιτοκίων θα είναι επωφελής για τις τράπεζες, ενισχύοντας την κερδοφορία μέσω των επιτοκιακών περιθωρίων. Το κόστος κεφαλαίου που σχετίζεται με τον πιστωτικό κίνδυνο και τις αποτιμήσεις περιουσιακών στοιχείων θα πρέπει να παραμείνει πολύ συγκρατημένο.
Η αύξηση των επιτοκίων επηρεάζει κυρίως τους ισολογισμούς των τραπεζών μέσω των κερδών και της κεφαλαιακής επάρκειας. Οι τράπεζες θα πρέπει να επικεντρωθούν σε αυτά τα κανάλια επιπτώσεων κατά την αξιολόγηση των βραχυπρόθεσμων συνεπειών των μεταβολών των επιτοκίων, όπως επισημαίνει ο Α. Ένρια. Ειδικότερα, οι μεταβολές των επιτοκίων επηρεάζουν (i) τα καθαρά έσοδα από τόκους, (ii) τις ζημίες ανατιμολόγησης σε τίτλους και τα έσοδα πελατών κατά τις συναλλαγές και (iii) την ποιότητα του ενεργητικού και τον πιστωτικό κίνδυνο, κυρίως μέσω προβλέψεων και μεταβολών στα σταθμισμένα στοιχεία ενεργητικού.
Η ΕΚΤ εστίασε πρόσφατα στην διάσταση των κερδών και της κεφαλαιακής επάρκειας αυτού του προβλήματος, εξετάζοντας τον αντίκτυπο δύο υποθετικών σεναρίων αύξησης των επιτοκίων σε περίοδο τριετίας.
Το πρώτο σενάριο προβλέπει μία απότομη αύξηση της καμπύλης απόδοσης με άνοδο επιτοκίων κατά περίπου 200 μονάδες βάσης μεταξύ πενταετούς και 15ετούς λήξης. Το δεύτερο σενάριο είναι μια παράλληλη προς τα πάνω μετατόπιση της καμπύλης αποδόσεων κατά περίπου 200 μονάδες βάσης (μεταξύ 150 και 250 ανάλογα με τη λήξη).
Και στις δύο περιπτώσεις, και ανεξάρτητα από το αν ο ισολογισμός εκλαμβάνεται ως στατικός ή δυναμικός, η αύξηση των επιτοκίων έχει θετικό αντίκτυπο στα κέρδη και την κερδοφορία των τραπεζών, διαπιστώνει η ΕΚΤ, με την απόδοση των στοιχείων ενεργητικού (ένα από τα στοιχεία κερδοφορίας των τραπεζών) να αυξάνεται σημαντικά πάνω από βασικές τιμές καθ' όλη τη διάρκεια του τριετούς ορίζοντα της άσκησης προσομοίωσης. Τα καθαρά έσοδα από τόκους είναι ο κύριος θετικός μοχλός ενός τέτοιου αποτελέσματος. Όμως, από την άλλη πλευρά, τα έσοδα από συναλλαγές και η επιδείνωση του πιστωτικού κινδύνου συμβάλλουν αρνητικά στο αποτέλεσμα των τραπεζών. Όσο για την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών, αυτή θα παρέμενε ανθεκτική και στα δύο σοκ, καθώς οι δείκτες CET1 θα υποχωρούσαν πολύ οριακά.
Τα παραπάνω αποτελέσματα δεν αλλάζουν αν το σενάριο ισχυρής μακροοικονομικής ανάπτυξης που ανέμενε η ΕΚΤ στις αρχές του έτους, αντικατασταθεί με οικονομική επιβράδυνση, όπως προβλέφθηκε πρόσφατα για την Ευρωζώνη, ακόμη και αν οι διαταραχές των επιτοκίων της άσκησης προσομοίωσης της ΕΚΤ εφαρμοστούν επιπλέον των αυξήσεων των επιτοκίων που ενσωματώνονται επί του παρόντος στις προσδοκίες της αγοράς.
«Σε ένα θετικό περιβάλλον ανάπτυξης, αναμένουμε μια ομαλή έξοδο από τα χαμηλά επιτόκια που θα αντιστρέψει επιτέλους τη μακροπρόθεσμη τάση μείωσης των τραπεζικών περιθωρίων που χρονολογείται τουλάχιστον από το 2014. Μέχρι τώρα, οι τράπεζες της ζώνης του ευρώ αντιμετώπιζαν αυτήν την τάση κυρίως με την επέκταση των όγκων δανείων και, γενικότερα, την κατοχή τους σε έντοκα περιουσιακά στοιχεία. Τα αποτελέσματα του πρώτου τριμήνου που δημοσιεύθηκαν από ένα υπόδειγμα εισηγμένων σημαντικών τραπεζών μας δείχνουν για πρώτη φορά από το ξέσπασμα της πανδημίας ότι τα επιτοκιακά περιθώρια συνέβαλαν θετικά στα καθαρά έσοδα από τόκους», λέει ο Α. Ένρια.
Η άνοδος των επιτοκίων και η αρνητική πλευρά
«Ωστόσο, εάν τα επιτόκια αυξάνονταν στο ευρύτερο πλαίσιο μιας οικονομικής ύφεσης, τα κέρδη των τραπεζών θα επιδεινωθούν όχι μόνο ως αποτέλεσμα μιας πολύ πιο έντονης επιδείνωσης της ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων, αλλά και λόγω της μείωσης των καθαρών εσόδων από τόκους», λέει ο Α. Ένρια, επισημαίνοντας ότι η πίεση για το κόστος χρηματοδότησης των τραπεζών θα κυριαρχούσε, καθώς οι στοχευμένες δανειοδοτικές πράξεις και άλλα έκτακτα μέτρα νομισματικής πολιτικής θα αποσύρονταν σταδιακά.
Περαιτέρω, ανεξάρτητα από το εάν θα συμβεί ύφεση ή όχι, η αλληλεπίδραση μεταξύ των προσαρμογών της νομισματικής πολιτικής, της δυναμικής του πληθωρισμού και των προσδοκιών της αγοράς θα μπορούσε να οδηγήσει σε πολύ έντονες ή άτακτες αυξήσεις στα επιτόκια της αγοράς πέραν των διαταραχών των επιτοκίων που έχει χρησιμοποιήσει στην αξιολόγησή της η ΕΚΤ/SSM.
Τα περιθώρια πιστωτικού κινδύνου θα μπορούσαν επίσης να διευρυνθούν ώστε να αντανακλούν την αυξημένη αποστροφή στην ανάληψη κινδύνου. Τέτοια σενάρια θα μπορούσαν στο σύνολό τους να είναι επιζήμια για τους ισολογισμούς των τραπεζών και να μειώσουν την κερδοφορία τους μέσω καναλιών μετάδοσης παρόμοια με εκείνα που διαδραματίζονται κατά τη διάρκεια μιας ύφεσης. «Αλλά θα μπορούσαν επίσης να έχουν ιδιαίτερα επιβλαβείς δευτερογενείς επιπτώσεις σε συγκεκριμένους θύλακες ευπάθειας που έχουμε ήδη εντοπίσει στον απόηχο της πανδημίας», λέει ο Α. Ένρια, αναδεικνύοντας τη συνεχιζόμενη έμφαση του επόπτη στον πιστωτικό κίνδυνο, στη χρηματοδότηση με μόχλευση και τους κινδύνους αντισυμβαλλομένου.
Η πρώτη εποπτική προτεραιότητα που ήταν να βγουν οι τράπεζες υγιείς από την πανδημία, με συνεχή και αυστηρή παρακολούθηση του πιστωτικού κινδύνου παραμένει και υπό τις τρέχουσες συνθήκες. Ωστόσο, υπάρχει ελαφρά μετατόπιση στους τομείς που εστιάζει ο SSM, καθώς ορισμένοι τομείς που επλήγησαν σκληρά από την πανδημία, όπως π.χ. ο τομέας της φιλοξενίας, ανακάμπτουν χάρη στην ισχυρή ανάκαμψη του τουρισμού, ενώ άλλοι τομείς, ιδιαίτερα εκείνοι που συνδέονται με τις αλυσίδες εφοδιασμού και είναι πιο εκτεθειμένοι στις τιμές των εμπορευμάτων, των τροφίμων και της ενέργειας, απαιτούν προληπτική διαχείριση πιστωτικού κινδύνου.
Επιπλέον, η αύξηση του κόστους χρηματοδότησης για τα νοικοκυριά σε συνδυασμό με το σενάριο μιας πιθανής ύφεσης θα μπορούσε να απειλήσει τον τομέα των οικιστικών ακινήτων, όπου ο κίνδυνος έχει αυξηθεί σημαντικά κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Οι τράπεζες θα πρέπει επίσης να παρακολουθούν πολύ στενά τις εξελίξεις σε αυτόν τον τομέα και να κάνουν τους κατάλληλους ελέγχους κινδύνου, επισημαίνει ο Α. Ένρια.
Ο επικεφαλής του SSM επισημαίνει ακόμη ότι τα τελευταία χρόνια, ορισμένες τράπεζες ακολούθησαν στρατηγικές απόδοσης, ακόμη και κατά τη διάρκεια της πανδημίας. «Ο δανεισμός σε αντισυμβαλλομένους με διαρθρωτικό κίνδυνο αυξήθηκε προοδευτικά στο χρηματοοικονομικό τομέα με μόχλευση, με τα όρια μόχλευσης να αίρονται σταδιακά και να μειώνονται σταδιακά ή να αγνοούνται οι συμφωνίες προστασίας των επενδυτών παρά τις ειδικές εποπτικές οδηγίες και τις σχετικές προειδοποιήσεις. Η αύξηση του χρέους που σχετίζεται με την πανδημία μπορεί επίσης να έχει τοποθετήσει ορισμένους εταιρικούς πελάτες στην κατηγορία υψηλής μόχλευσης που δεν είχαν μπει ποτέ πριν, αυξάνοντας έτσι τη δυνατότητα ανατροπής του χαρτοφυλακίου», λέει ο Α. Ένρια, τονίζοντας ότι απροσδόκητες αυξήσεις των επιτοκίων της αγοράς έχουν τη δυνατότητα να προκαλέσουν σοβαρές ζημίες σε αυτούς τους αντισυμβαλλομένους.
«Τον Μάρτιο δώσαμε οδηγίες στις τράπεζες να καθορίσουν ισχυρά πλαίσια ανάληψης κινδύνου και να μειώσουν την έναρξη συναλλαγών με υψηλή μόχλευση, προκειμένου να τηρούν τις εποπτικές οδηγίες που ισχύουν από το 2017. Οι τράπεζες που αποκλίνουν επίμονα από τις οδηγίες μας θα αντιμετωπίσουν συγκεκριμένες κεφαλαιακές επιβαρύνσεις του Πυλώνα 2 ως μέρος της εποπτικής διαδικασίας επανεξέτασης και αξιολόγησης (SREP)», αναφέρει.
Επίσης, θέτει και την παράμετρο αρνητικού αντίκτυπου της αύξησης των επιτοκίων και στον μη τραπεζικό χρηματοοικονομικό τομέα (με γνωστές και λιγότερο γνωστές διασυνδέσεις με τον τραπεζικό τομέα), ο οποίος έχει αυξήσει το μερίδιό του από 25% το 1999 σε 40% το 2020. Ο τομέας αυτός, μέσω παραγώγων, έχει μεγάλη έκθεση σε μόχλευση, συμπεριλαμβάνοντας και τράπεζες που είναι αντισυμβαλλόμενοι. «Σε περιόδους έντονης μεταβλητότητας, όπως αυτές με το ξέσπασμα της πανδημίας, μπορεί να οδηγήσουν σε σημαντικά επίπεδα κινδύνου για τους αντισυμβαλλόμενους (τράπεζες), όπως είδαμε με την περίπτωση της Archegos», αναφέρει ο Α. Ένρια.
Κρίσιμες η πράσινη μετάβαση και η ψηφιοποίηση
Γενικά, η εξομάλυνση της νομισματικής πολιτικής θα αποδειχτεί ευνοϊκή για την κερδοφορία των τραπεζών. Ωστόσο, ο Α. Ένρια προειδοποιεί πως οι τράπεζες γελιούνται αν νομίζουν ότι από μόνη της θα είναι αρκετή για να αυξήσει την απόδοση των ιδίων κεφαλαίων τους πάνω από το κόστος αυτών. Αντιθέτως, οι τράπεζες πρέπει να εστιάσουν σε πολύ ευρύτερο φάσμα δράσεων που θα βάλει την κερδοφορία και το επιχειρησιακό τους μοντέλο σε ένα διατηρήσιμο μονοπάτι το προσεχές μέλλον.
Όπως αναφέρει, η ΕΚΤ έχει ζητήσει από τις τράπεζες να επαναξιολογήσουν τη στρατηγική και το μείγμα εργασιών τους, να αυξήσουν την αποτελεσματικότητά τους σε επίπεδο κόστους και να εξερευνήσουν τις ενοποιήσεις ως πιθανό συστατικό της ατζέντας μετασχηματισμού τους.
Όλες οι τράπεζες πρέπει να εξετάσουν τις διαρθρωτικές προκλήσεις που θέτει η πράσινη μετάβαση και η ψηφιοποίηση, λέει ο Α. Ένρια.
Όπως αναφέρει, οι πρόσθετες ευκαιρίες χρηματοδότησης για τις παγκόσμιες τράπεζες ως αποτέλεσμα της πράσινης μετάβασης υπολογίζονται σε 2,3 τρις. δολάρια ετησίως. Οι τράπεζες που πρωτοστατούν στους κινδύνους που σχετίζονται με το κλίμα και το περιβάλλον θα ενισχύσουν τη βιωσιμότητα τόσο του περιβάλλοντος όσο και του επιχειρηματικού τους μοντέλου. Οι ευρωπαϊκές τράπεζες είναι σε καλή θέση για να το κεφαλαιοποιήσουν αυτό.
Η ψηφιοποίηση έχει επίσης μεγάλες δυνατότητες για τη διαρθρωτική βελτίωση της κερδοφορίας των τραπεζών, καθώς μπορεί να ξεκλειδώσει τη δημιουργία αξίας και τη μείωση του κόστους.