Νέος εμπορικός πόλεμος αναμένεται να ξεσπάσει το επόμενο διάστημα στην εγχώρια αγορά τηλεπικοινωνιών, την ώρα που ο κλάδος αναδιαμορφώνει την ταυτότητά του, εμπλουτίζοντας τόσο τις υποδομές όσο και τις υπηρεσίες που προσφέρει.
Πρόδρομος των επικείμενων αλλαγών θα μπορούσε να θεωρηθεί η συγχώνευση των δύο εκ των τεσσάρων παικτών της ελληνικής αγοράς. Ο λόγος για την Nova και την Wind οι οποίες πλέον, υπό την σκέπη της United, ολοκλήρωσαν την συγχώνευσή τους και εγκαινιάζουν τις συνδυαστικές υπηρεσίες που προσφέρει η νέα εταιρεία με μια επιθετική εμπορική πολιτική. Στόχος, όπως διευκρίνισαν τα στελέχη της εταιρείας σε πρόσφατη εκδήλωση, να κερδίσουν ξένους υφιστάμενους πελάτες και να διευρύνουν το μερίδιο αγοράς τους, το οποίο έχει ήδη διογκωθεί λόγω και της ενοποίησης της πελατειακής βάσης των δύο εταιρειών.
Νέες ισορροπίες στην αγορά
Να υπενθυμίσουμε ότι παρότι το νέο σχήμα που δημιουργείται δεν απειλεί την πρωτοκαθεδρία της Cosmote, Νova και Vodafone Ελλάδος συναγωνίζονται πλέον για την δεύτερη θέση. Κι αυτό γιατί ενώ η Vodafone εξακολουθεί να είναι μπροστά στην κινητή τηλεφωνία - δεδομένου ότι μόνο η Wind είχε επεκταθεί στην κινητή άρα δεν διαταράσσονται οι ισχύουσες ισορροπίες - στην σταθερή και στην τηλεόραση η συνθήκη αλλάζει. Στην περίπτωση της σταθερής, οι συνδυασμένοι πελάτες των δύο εταιρειών τοποθετούν την Nova στην δεύτερη θέση της αγοράς ενώ στην περίπτωση της τηλεόρασης η βάση της Nova, που τα τελευταία χρόνια έβαινε μειούμενη (στα τέλη του 2021 το σύνολο των συνδρομητών έφτανε τις 393.736), ενισχύεται με περίπου 80.000 πελάτες, σύμφωνα τουλάχιστον με τις εκτιμήσεις της αγοράς. Με τον τρόπο αυτό αποκτά μεγάλο προβάδισμα έναντι της Vodafone (160.000) και προσεγγίζει περισσότερο την Cosmote (624.195).
Εξαιτίας αυτού και δεδομένου ότι είχε ήδη ανακοινώσει την πλατφόρμα της EON νωρίτερα, κατά την ενοποίηση των δύο εταιρειών οι προσφορές που ανακοινώθηκαν επικεντρώθηκαν στην κινητή και την σταθερή. Με πολύ ανταγωνιστικά πακέτα και με αρωγό τις επενδύσεις ύψους 2 δισ. ευρώ που έχει εξαγγείλει, η Nova φιλοδοξεί να προσελκύσει πελάτες στην κινητή και στο δικό της δίκτυο σταθερής.
Ενδεικτικά να αναφέρουμε ότι οι προσφορές που ανακοινώθηκαν περιλάμβαναν συνδέσεις 1 Gbps με 33 ευρώ ενώ το ποσό για τα 500 Mbps φτάνει τα 26 ευρώ το μήνα, αν βέβαια η σύνδεση καλύπτεται από το ιδιόκτητο δίκτυο FTTH της Nova. Παρότι η κάλυψη του εν λόγω δικτύου δεν είναι μεγάλη, η συνθήκη θα μπορούσε να αλλάξει με την εταιρεία να αναμένεται να προβεί σε σχετικές ανακοινώσεις σύντομα. Όπως έχει άλλωστε αναφέρει και στο παρελθόν, στόχος είναι με επενδύσεις ύψους 500 εκατ. ευρώ να φτάσει το δίκτυο οπτικών ινών της στα 22.000 χλμ μέσα στην επόμενη πενταετία.
Σε κάθε περίπτωση όμως, το γεγονός ότι η Nova επιδιώκει να κερδίσει πελάτες μέσα από το δικό της δίκτυο προοικονομεί ότι θα υπάρξουν και περιοχές με «διπλοκάλυψη» στο μέλλον όσον αφορά στην διαθεσιμότητα του FTTH.
Να υπενθυμίσουμε ωστόσο ότι η Nova δεν είναι η μόνη που προχωρά σε μεγάλες επενδύσεις για την ενίσχυση των υποδομών της. Η Cosmote έχει εξαγγείλει και υλοποιεί ένα επενδυτικό πλάνο 3 δισ. ευρώ μέχρι το 2027 προκειμένου να καλύψει 3 εκατ. νοικοκυριά, ενώ η Vodafone έχει σκοπό να επενδύσει συνολικά 600 εκατ. ευρώ προκειμένου να φθάσει τα 850 χιλιάδες νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Με τις προαναφερθείσες επενδύσεις σε τροχιά, το ενδιαφέρον επικεντρώνεται πλέον στο πώς θα απαντήσουν οι άλλοι δύο πάροχοι στην επιθετική εμπορική πολιτική της Nova, αλλά και στο αν αυτές οι κινήσεις θα επιτύχουν τελικά να ρίξουν τις τιμές για τον τελικό καταναλωτή. Ειδικά αυτή την περίοδο, όπου οι πληθωριστικές πιέσεις και η αύξηση των λειτουργικών εξόδων των παρόχων, έχει ήδη στρέψει την συζήτηση σε ενδεχόμενες δυνητικές αυξήσεις. Σημειωτέον ότι σύμφωνα με τα όσα είχε αναφέρει πρόσφατα ο επικεφαλής της Vodafone Ελλάδος, κ. Χάρης Μπρουμίδης, τα υλικά των οπτικών ινών που φτάνουν στα σπίτια και τα οποία είναι ζωτικής σημασίας στα επενδυτικά προγράμματα των τηλεπικοινωνιακών εταιρειών έχουν ανατιμηθεί τον τελευταίο χρόνο κατά 70% ενώ το ενεργειακό κόστος και οι πληθωριστικές πιέσεις έχουν κοστίσει στη Vodafone Ελλάδος πάνω από 60 εκατ. ευρώ μέσα στο 2022
Σε πίεση ο κλάδος
Αντίστοιχα, πρόσφατες έρευνες και μελέτες επισημαίνουν πως, παρότι ο κλάδος των τηλεπικοινωνιών την τελευταία δεκαετία έχει συνεχή πτωτική τάση στα κόστη που επιβαρύνονται οι καταναλωτές, αρχίζει πλέον να εξαντλεί τις δυνατότητες απορρόφησης των έντονων πληθωριστικών πιέσεων.
Μάλιστα η αύξηση του κόστους ενέργειας, του κόστους των πρώτων υλών αλλά και του κόστους συντήρησης των εγκαταστάσεων έρχεται σε μια στιγμή που οι καταναλωτές περιορίζουν κατά το δυνατόν τα έξοδά τους, συμπιέζοντας δραματικά την κερδοφορία τους.
Δεδομένου δε, ότι δεν θα μπορούσαν στην παρούσα συγκυρία να εκτροχιαστούν τα επενδυτικά τους πλάνα σε οπτικές ίνες και 5G, στελέχη της παγκόσμιας αγοράς ήδη μιλούν για αυξήσεις στις τιμές των υπηρεσιών.
Αναλυτές της αγοράς μάλιστα εκτιμούν ότι ακόμη και αν οι πάροχοι εξαντλήσουν τα περιθώρια αυξήσεων των τιμών στις υπηρεσίες τους, το μέσο έσοδο ανά χρήστη δεν μπορεί να αυξηθεί περισσότερο από 10%, ποσοστό που δεν είναι ικανό να ανακουφίσει τις ανατιμήσεις του κόστους λειτουργίας. Σε αυτή την περίπτωση μάλιστα ελλοχεύει και ο κίνδυνος οι καταναλωτές να αντιδράσουν με περαιτέρω μείωση στη χρήση υπηρεσιών, η οποία θα οδηγήσει και πάλι σε μείωση των εσόδων.
Από Telco σε Techco
Διέξοδο στο παραπάνω θα μπορούσε να αποτελέσει ο εμπλουτισμός του χαρτοφυλακίου των παρόχων και η στροφή σε νέες κατηγορίες δραστηριότητας. Κάτι που γίνεται ήδη αισθητό, με τους αναλυτές της αγοράς να σημειώνουν ότι οι telcos μετασχηματίζονται πλέον σε techcos, με στόχο την δημιουργία νέων revenue streams. Η μετατροπή των τηλεπικοινωνιακών παρόχων σε εταιρείες τεχνολογίας έχει γίνει εμφανής και στη χώρα μας, με τους τρεις τηλεπικοινωνιακούς παρόχους να δραστηριοποιούνται όλο και πιο ενεργά στην υλοποίηση έργων πληροφορικής, που υλοποιούνται σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα.
Πέρα από την στενή έννοια της ανάληψης και υλοποίησης έργων πληροφορικής μάλιστα η εν λόγω στροφή αυξάνει και τις παραδοσιακές τους υπηρεσίες. Ενδεικτικά είναι τα πρόσφατα στοιχεία της ΕΕΤΤ. Σύμφωνα με αυτά, το πρώτο μισό του 2022, ο συνολικός αριθμός των εγγεγραμμένων συνδέσεων των τριών δικτύων κινητής τηλεφωνίας της χώρας έφθασε στα 15.319.942 όταν το αντίστοιχο νούμερο στο τέλος του 2021 ήταν στα 15.046.566. Παρότι απέχει μακράν από τον ζενίθ της αγοράς κινητής το 2009 όπου οι εν λόγω συνδέσεις αριθμούσαν περί τα 20,3 εκατ. η αύξηση δεν είναι διόλου ευκαταφρόνητη. Από το τέλος του 2020 όπου ο αριθμός των συνδέσεων κινητής ήταν στα 14.719.810 η κινητή καταγράφει αύξηση της τάξης του 4,1%.
Σημαντικό μερίδιο στην εν λόγω ανοδική τάση εδράζεται στην υψηλή τεχνολογία και συγκεκριμένα στο IoT. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο αριθμός των machine to machine (M2M) συνδέσεων (σ.σ. πρόκειται για τις συνδέσεις εκείνες που χρησιμοποιούνται για τη διασύνδεση μηχανών, αισθητήρων και εξειδικευμένων συσκευών) έφθασε στο α’ εξάμηνο του 2022 στις 811.139 από 726.666 που ήταν στο τέλος του 2021, μια αύξηση δηλαδή του 11,6%.