Τα οικονομικά μεγέθη του 2022 των ελληνικών συστημικών τραπεζών σχολιάζει η DBRS, κάνοντας λόγο για βελτιωμένα επίπεδα καθαρής κερδοφορίας μετά από πολλά έτη που προσδιορίστηκαν από την ελαχιστοποίηση κινδύνων, την αναδιάρθρωση και την covid-19.
Οι μεγάλες τράπεζες (Alpha Bank, Eurobank, Εθνική Τράπεζα και Τρ. Πειραιώς) συσσώρευσαν αθροιστικά καθαρά κέρδη 3,7 δισ. ευρώ το 2022, έναντι ζημιών 4,7 δισ. ευρώ το 2021.
Η DBRS σημειώνει πως τα έσοδα του 2022 (+59% σε ετήσια βάση) αντικατοπτρίζουν τη βελτίωση στα καθαρά έσοδα τόκων, στις καθαρές προμήθειες και σε άλλες κατηγορίες εσόδων. Στο μεταξύ, η διαχείριση του κόστους παρέμεινε σταθερή, παρά τις πληθωριστικές πιέσεις.
Πιο καθαροί ισολογισμοί
Στους θετικούς καταλύτες, ο οίκος συμπεριλαμβάνει την αξιοσημείωτη μείωση των προβλέψεων για επισφαλή δάνεια και του κόστους κινδύνου, ενώ κάνει ειδική αναφορά στην περαιτέρω βελτίωση της ποιότητας των παγίων χάρη στο de-risking, την χαμηλή έκθεση σε νέα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα αλλά και την πιστωτική επέκταση.
Αναφερόμενη στις καταθέσεις, η DBRS σημειώνει ότι «η άφθονη, ολοένα και αυξανόμενη και ως επί το πλείστον διαμοιρασμένη καταθετική βάση παρέχει στις ελληνικές τράπεζες ένα μάλλον σταθερό, αν και μέτρια διαφοροποιημένο, μείγμα χρηματοδότησης. Η ρευστότητα ήταν υγιής και η κεφαλαιοποίηση βελτιώθηκε μετά τον αντίκτυπο της μείωσης του κινδύνου».
Επηρεάζονται οι ελληνικές τράπεζες από την κατάρρευση της SVB;
«Τα αποτελέσματα της χρήσης 2022 επωφελήθηκαν από τα υψηλότερα έσοδα, τα χαμηλότερα λειτουργικά έξοδα και το μειωμένο πιστωτικό κόστος. Η ταχύτερη ανατιμολόγηση των δανείων σε σχέση με τις καταθέσεις έχει συμβάλει στην αύξηση των καθαρών εσόδων από τόκους μέχρι σήμερα, ωστόσο αναμένουμε ότι αυτό θα επιβραδυνθεί λόγω του υψηλότερου κόστους χρηματοδότησης», επισημαίνει ο Andrea Costanzo, αντιπρόεδρος της ομάδας DBRS Morningstar Global Financial Institutions. «Τα κεφαλαιακά μαξιλάρια επαρκούν για να απορροφήσουν τις μη πραγματοποιηθείσες ζημίες επί των τίτλων σταθερού εισοδήματος στο αποσβεσμένο κόστος, σε περίπτωση που αυτές υλοποιηθούν λόγω τυχόν πιέσεων χρηματοδότησης και ρευστότητας μετά την κατάρρευση των SVB και της Signature Bank στις ΗΠΑ»
Ο οίκος σημειώνει πως οι μεγάλες ελληνικές τράπεζες έχουν σημαντικές επενδύσεις σε τίτλους σταθερού εισοδήματος που αντιπροσώπευαν περίπου το 16% των συνολικών assets στα τέλη του 2022 κατά μέσο όρο και περίπου το διπλάσιο των συνολικών ιδίων κεφαλαίων τους. Η συντριπτική πλειοψηφία των τίτλων αυτών είναι ελληνικά κρατικά ομόλογα και άλλα κρατικά χρεόγραφα, ενώ περίπου το 80% των τίτλων σταθερού εισοδήματος αποτιμώνται στο αποσβεσμένο κόστος. Αυτό σημαίνει ότι οι συνολικοί τίτλοι σταθερού εισοδήματος στο αποσβεσμένο κόστος αντιστοιχούν στο 16% των συνολικών assets ή 1,6 φορές το σύνολο των ιδίων κεφαλαίων κατά μέσο όρο. Στο τρέχον περιβάλλον, που χαρακτηρίζεται από ταχεία αύξηση των επιτοκίων, η DBRS αναμένει πως οι τίτλοι αυτοί θα φέρουν μη πραγματοποιηθείσες ζημιές που δεν θα συνυπολογίζονται λογιστικά στους λογαριασμούς των τραπεζών δεδομένου ότι δεν αποτιμώνται καθημερινά σε τιμές αγοράς (mark-to-market).
Σε μια υποθετική περίπτωση που θα οδηγούσε στην πώληση ολόκληρου του χαρτοφυλακίου σταθερού εισοδήματος σε αποσβεσμένο κόστος με προ φόρων ζημιά 5-10% (εάν για παράδειγμα οι ελληνικές τράπεζες βρίσκονταν αντιμέτωπες με σημαντικές πιέσεις στη χρηματοδότηση ή τη ρευστότητα στον απόηχο της κατάρρευσης των SVB και Signature Bank στις ΗΠΑ), ο οίκος εκτιμά πως ο αντίκτυπος στα κεφάλαια θα είναι της τάξης των 150-300 μονάδων βάσης, δηλαδή κατώ από τα κεφαλαιακά αποθέματα έκτακτης ανάγκης στα τέλη του 2022. Η DBRS σημειώνει, ωστόσο, πως η υπόθεση αυτή δεν λαμβάνει υπόψιν τη διάρκεια και τις στρατηγικές αντιστάθμισης κινδύνου (hedging) των τραπεζών που μπορεί να επηρεάσουν σημαντικά το ποσό των μη πραγματοποιηθεισών ζημιών. Επιπλέον, σημειώνει, αυτοί οι τίτλοι συμβάλλουν στην αύξηση των καθαρών εσόδων τόκων λόγω των υψηλότερων αποδόσεων τους. Επιπλέον, ο οίκος θεωρεί ότι είναι απίθανο οι ελληνικές τράπεζες να αντιμετωπίσουν σημαντική πίεση όσον αφορά τη χρηματοδότηση και τη ρευστότητα, δεδομένων των καταθέσεων λιανικής και των επαρκών επιπέδων ρευστότητας.