Σε βασική υποδομή για τη λειτουργία του συστήματος τηλεθέρμανσης της Δυτικής Μακεδονίας, αλλά και σε έναν σημαντικό «κρίκο» των έργων που θα διασφαλίσουν τόσο την ευστάθεια του ενεργειακού συστήματος, όσο και την ασφάλεια τροφοδοσίας, σχεδιάζει να μετατρέψει η ΔΕΗ τον ανενεργό Ατμοηλεκτρικό Σταθμό (ΑΗΣ) Καρδιάς στην Κοζάνη.
Υπενθυμίζεται ότι στον ΑΗΣ Καρδιάς βρίσκονταν εγκατεστημένες τέσσερις λιγνιτικές μονάδες, που έχουν πλέον «σβήσει». Η τελευταία, η μονάδα IV, αποσύρθηκε τον Μάιο του 2021, σηματοδοτώντας το τέλος «ζωής» του Ατμοηλεκτρικού Σταθμού, έπειτα από 47 χρόνια λειτουργίας.
Όπως δείχνει πάντως το «πράσινο φως» την περασμένη εβδομάδα από την αρμόδια διεύθυνση του ΥΠΕΝ της τροποποίησης, ανανέωσης και κωδικοποίησης της παλαιότερης απόφασης του 2011, που αφορά στην έγκριση περιβαλλοντικών όρων λειτουργίας του ΑΗΣ Καρδιάς, η ΔΕΗ σκοπεύει να χρησιμοποιήσει τις εγκαταστάσεις για την κάλυψη τοπικών αλλά και ευρύτερων αναγκών, που δημιουργεί η ενεργειακή μετάβαση.
Στην εγκριτική απόφαση περιλαμβάνεται κατʼ αρχάς το σχέδιο για την κατασκευή στον ΑΗΣ του Σταθμού Συμπαραγωγής Ηλεκτρισμού και Θερμότητας Υψηλής Απόδοσης (ΣΗΘΥΑ), ο οποίος θα υποστηρίξει τη λειτουργία του συστήματος τηλεθέρμανσης της ευρύτερης περιοχής (Αμύνταιο, Πτολεμαΐδα, Κοζάνη), μετά και την παύση λειτουργίας των τοπικών λιγνιτικών μονάδων. Η μονάδα θα λειτουργεί με βασικό καύσιμο αέριο, ενώ θα έχει εγκατεστημένη ισχύ 105,34 MWe και θερμική ισχύ τουλάχιστον 65 MWth.
«Ασπίδα» στην ευστάθεια του συστήματος
Μάλιστα, σε πρόσφατη διαβούλευση, η ΔΕΗ είχε χαρακτηρίσει τη μονάδα «ίσως το πιο κρίσιμο έργο από τα νέα μέσα παραγωγής θερμικής ενέργειας, καθώς συμβάλλει καθοριστικά στη μείωση της τελικής τιμής θερμικής ενέργειας την οποία θα προμηθεύονται οι δημοτικές επιχειρήσεις τηλεθέρμανσης από το διασυνδεδεμένο σύστημα». Στην ίδια διαβούλευση, η επιχείρηση σημείωνε πως το κόστος του έργου θα ανέλθει στα 80 εκατ. ευρώ, ενώ θα ολοκληρωθεί σε 22 μήνες από τη στιγμή συμβασιοποίησής του.
Την ίδια ώρα, με βάση την εγκριτική απόφαση των περιβαλλοντικών όρων, η ΔΕΗ σκοπεύει να εγκαταστήσει στον ΑΗΣ υποδομές οι οποίες είναι κρίσιμες για την ευστάθεια του συστήματος, όσο αυξάνεται η διείσδυση των ΑΠΕ. Πιο συγκεκριμένα, το σχέδιο της επιχείρησης προβλέπει να μετατραπούν οι γεννήτριες των μονάδων ΙΙΙ και IV σε σύγχρονους πυκνωτές.
Διεθνώς, στόχος της εγκατάστασης πυκνωτών είναι να αντιμετωπιστούν προβλήματα (άεργος ισχύς) που δημιουργούνται στο ηλεκτρικό σύστημα, με την αντικατάσταση συμβατικών μονάδων παραγωγής από ορυκτά καύσιμα, με «πράσινες» μονάδες οι οποίες συνοδεύονται από ηλεκτρονικά (inverters) τα οποία λειτουργούν με διαφορετικό τρόπο. Μάλιστα, τα προβλήματα οξύνονται το καλοκαίρι, με τη λειτουργία των air condition, ενώ τα επόμενα χρόνια θα γίνουν πιο έντονα και τον χειμώνα – όταν οι αντλίες θερμότητας θα εκτοπίσουν σημαντικό μέρος των συστημάτων θέρμανσης με λέβητες πετρελαίου ή φυσικού αερίου.
Σχέδιο και για «φυσική μπαταρία»
Την ίδια στιγμή, η ΔΕΗ εξετάζει την προοπτική δημιουργίας μίας μονάδας αντλησιοταμίευσης ισχύος 148 MW στο Ορυχείο Καρδιάς. Προς αυτή την κατεύθυνση, έχει ήδη κάνει το πρώτο βήμα «ωρίμανσης» του έργου, λαμβάνοντας άδεια από τη ΡΑΑΕΥ στις αρχές Φεβρουαρίου – έπειτα από σχετική αίτηση που είχε υποβάλει στη Ρυθμιστική Αρχή.
Υπενθυμίζεται ότι οι μονάδες αντλησιοταμίευσης λειτουργούν σαν «φυσικές μπαταρίες» για τη μαζική αποθήκευση ηλεκτρικής ενέργειας, συμβάλλοντας έτσι στην ακόμη μεγαλύτερη διείσδυση των ΑΠΕ, χωρίς να αναδυθούν προβλήματα ασφάλειας τροφοδοσίας. Το έργο στο Ορυχείο Καρδιάς βρίσκεται στο στάδιο μελετών, με τη ΔΕΗ να διαθέτει ήδη δύο αντλησιοταμιευτικές μονάδες – το έργο της Σφηκιάς στον Αλιάκμονα (συνολικής ισχύος 315 MW) και του Θησαυρού στον Νέστο (381 MW). Υπό κατασκευή βρίσκεται η τρίτη «φυσική μπαταρία» στη χώρα μας, στην Αμφιλοχία από την ΤΕΡΝΑ Ενεργειακή, ισχύος 680 MW.