Διπλάσιους τόκους σε δάνεια που σύναψαν τον Μάρτιο και μέχρι τον Ιούνιο του 2022, πριν ξεκινήσει η άνοδος των επιτοκίων της ΕΚΤ, πληρώνουν όσες επιχειρήσεις δεν έκαναν εγκαίρως αντιστάθμιση του επιτοκιακού κινδύνου.
Σε αντίθεση με μια μερίδα επιχειρήσεων που βρέθηκε με υπερεπάρκεια ρευστότητας και μέσα στο α' τρίμηνο του 2023 μπόρεσε να αποπληρώσει δανεισμό που είχε συνάψει με χαμηλότερα επιτόκια, η πλειοψηφία των επιχειρήσεων βιώνει επώδυνα την άνοδο των επιτοκίων, παραμένοντας εγκλωβισμένες σε τόκους που αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο. Έτσι, ο μέχρι σήμερα απολογισμός της επιτοκιακής ανόδου φέρνει κερδισμένες μόνο τις επιχειρήσεις που είχαν την άνεση ρευστότητας για να αποπληρώσουν τα δάνειά τους και όσες είχαν προβεί σε hedging, αγοράζοντας εγκαίρως προϊόντα από τις τράπεζες για την κάλυψη του επιτοκιακού κινδύνου. Μάλιστα, όσες επιχειρήσεις μπόρεσαν και «κλείδωσαν» τα προϊόντα αυτά όταν τα επιτόκια ήταν χαμηλά, κοντά στο μηδέν, τώρα τα πουλάνε πίσω στις τράπεζες, αποκομίζοντας και κέρδος.
Χαμένες της υπόθεσης είναι επιχειρήσεις, και δη μικρομεσαίες ή μικρότερες, που δεν πείστηκαν από τις προτροπές των τραπεζών πέρυσι να προαγοράσουν προϊόντα που θα τις εξασφάλιζαν από την άνοδο των επιτοκίων. Και το πλήγμα που δέχονται είναι τεράστιο, όπως αποδεικνύει και το κάτωθι παράδειγμα ενός συνήθους επιχειρηματικού δανείου.
Ειδικότερα:
Για ένα δάνειο 10 εκατ. ευρώ που συνάφθηκε στις 31/12/2021 με λήξη στις 31/12/2026, με επιτόκιο Euribor τριμήνου (τότε αρνητικό, στο -0,571%) και περιθώριο 2,50%, συν την εισφορά 0,60% του Ν.128, το σύνολο των τόκων του ανερχόταν σε 77.500 ευρώ.
Στις 31/3/2022, το επιτόκιο Euribor τριμήνου παρέμενε αρνητικό, στο -0,473%, με αποτέλεσμα η μεταβολή της τοκοχρεωλυτικής δόσης έναντι της αρχικής, να περιορίζεται μόλις στο 1% (τόκοι δανείου 78.361,11 ευρώ).
Το ίδιο ισχύει και για την περίοδο μέχρι 30/6/2022, αφού το Euribor τριμήνου παρέμενε αρνητικό, στο -0,211% και η αύξηση στη δόση έναντι της αρχικής περιοριζόταν στο 2% (τόκοι δανείου 79.222,22 ευρώ).
Με την ΕΚΤ να προχωρά στην πρώτη αύξηση επιτοκίων τον Ιούλιο του 2022, αρχίζει ο ανήφορος για το κόστος δανεισμού των επιχειρήσεων. Στις 30/9/2022, το Euribor τριμήνου είναι πλέον θετικό, στο 1,193% και το τελικό επιτόκιο δανεισμού διαμορφώνεται σε 4,293% (από 2,50%). Έτσι, προκύπτουν τόκοι 30.156,39 ευρώ από την άνοδο του Euribor τριμήνου (σ.σ. με floor 0%) και σύνολο τόκων δανείου 108.517,50 ευρώ. Δηλαδή, αύξηση της δόσης έναντι της αρχικής κατά 40%.
Στις 30/12/2022 η μεταβολή έναντι της αρχικής δόσης είχε φτάσει στο 73%, καθώς το Euribor τριμήνου είχε ανέβει στο 2,202% και το τελικό επιτόκιο στο 5,302%, διαμορφώνοντας τους τόκους από την άνοδο του Euribor σε 55.661,67 ευρώ και το σύνολο των τόκων του δανείου σε 134.022,78 ευρώ.
Στις 31/3/2023 το Euribor τριμήνου είχε φτάσει στο 3,015%, το τελικό επιτόκιο για την επιχείρηση στο 6,115%, οι τόκοι από την άνοδο του Euribor σε 76.212,50 ευρώ και το σύνολο των τόκων του δανείου σε 154.573,61 ευρώ. Δηλαδή, αύξηση των τόκων από την αρχική ημερομηνία σύναψης του δανείου κατά 99%.
Προστασία μέσω Interest Rate Swap
Πέραν της «φυλής» των χαμένων από την άνοδο των επιτοκίων και της «φυλής» αυτών που αποπλήρωσαν πρόωρα τα δάνειά τους για να γλυτώσουν από την άνοδο των επιτοκίων, μια τρίτη «φυλή» επιχειρήσεων προνόησε έναντι του επιτοκιακού κινδύνου είτε προβαίνοντας σε αγορά Interest Rate Swap (IRS) με το οποίο μετέτρεψε το ρίσκο του Euribor σε σταθερό επιτόκιο είτε σε αγορά Interest Rate Cap (IRC), αγοράζοντας προστασία από την τράπεζα (δηλ. η τράπεζα θα αποζημίωνε την επιχείρηση) για την άνοδο του Euribor πάνω από κάποιο επίπεδο.
Στην περίπτωση συμφωνίας Interest Rate Swap κατά την λήψη του δανείου του παραδείγματος στις 31/12/2021, η επιχείρηση κατέβαλε σταθερό επιτόκιο 0,540% (όταν το Euribor τριμήνου ήταν αρνητικό) και εισέπραττε επιτόκιο κυμαινόμενο Euribor τριμήνου (με floor 0%).
Κατόπιν αυτού, στις 31/12/2021, 31/3/2022 και 30/6/2022, ενώ το Euribor ήταν ακόμη αρνητικό, η επιχείρηση κατέβαλε στην τράπεζα 13.500, 13.650 και 13.800 ευρώ αντιστοίχως. Με το που το Euribor γύρισε όμως θετικό, η επιχείρηση σταμάτησε να πληρώνει και άρχισε να εισπράττει, αφού ο καταβαλλόμενος τόκος σε σταθερό επιτόκιο διαμορφώθηκε και παρέμεινε σε 13.650 ευρώ. Ειδικότερα: Στις 30/9/2022, έναντι καταβαλλόμενου τόκου σταθερού επιτοκίου 13.650 ευρώ, η επιχείρηση εισέπραξε σε κυμαινόμενο επιτόκιο 30.156,39 ευρώ, στις 30/12/2022 εισέπραξε 55.661,67 ευρώ και στις 31/3/2023 εισέπραξε 76.212,50 ευρώ. Το σύνολο της συναλλαγής για την επιχείρηση ήταν θετικό κατά 16.506,39 ευρώ την πρώτη περίοδο, 42.011,67 ευρώ την δεύτερη και 62.562,50 ευρώ την τρίτη.
Με το IRS η επιχείρηση κατάφερε τελικά να σταθεροποιήσει το κόστος δανεισμού της σε λίγο υψηλότερα επίπεδα σε σχέση με τους τόκους που θα πλήρωνε στο πρώτο διάστημα του δανείου, όταν το Euribor δεν είχε ακόμη γίνει θετικό, αλλά στη συνέχεια το σταθερό αυτό κόστος προέκυπτε χαμηλότερο από την τροπή που πήραν οι μηνιαίες δόσεις με την άνοδο του Euribor. Συγκεκριμένα:
Όταν οι δόσεις του δανείου διαμορφώνονταν σε 77.500 ευρώ (30/12/21), 78.361,11 ευρώ (31/3/22) και 79.222,22 ευρώ (30/6/22), η επιχείρηση πλήρωνε αντίστοιχα 91.000, 92.011,11 και 93,022 ευρώ. Όταν όμως ξεκίνησε η άνοδος των επιτοκίων, από 30/9/22 μέχρι και 31/3/23 η επιχείρηση πλήρωνε σταθερά 92.011,11 ευρώ (το ποσό προκύπτει από το σύνολο τόκων του δανείου μείον το όφελος της συναλλαγής του IRS) αντί τόκων 108.517,50 ευρώ, 134.022,07 ευρώ και 154.573,61 ευρώ). Έτσι, ενώ στην αρχική περίοδο του αρνητικού Euribor, το IRS επιβάρυνε τη δόση του δανείου κατά 17%, μετά τις 30/9/22, με θετικό και αυξανόμενο Euribor, η μεταβολή στη δόση ανά τρίμηνο ήταν θετική υπέρ της επιχείρησης κατά – 15%, -31% και -40% αντίστοιχα.
Η συναλλαγή Interest Rate Swap αποτιμάται αρκετά κερδοφόρα σήμερα λόγω αναμενόμενων σημαντικών μελλοντικών ροών υπέρ του πελάτη.
Προστασία μέσω Interest Rate Cap (IRC)
Η προστασία των επιχειρήσεων από την άνοδο των επιτοκίων κατέστη επίσης εφικτή μέσω των Interest Rate Cap (IRC), προϊόν με το οποίο η επιχείρηση αγόρασε προστασία έναντι της ανόδου του Euribor 3 μηνών π.χ. στο 1%, καταβάλλοντας περιοδικά στην τράπεζα ασφάλιστρο 0,370% και εισπράττοντας τη θετική διαφορά του εκάστοτε Euribor από το επίπεδο προστασίας.
Στο αρχικό παράδειγμα του δανείου των 10 εκατ. ευρώ, μέχρι και τις 30/6/22 που το Euribor ήταν αρνητικό, η επιχείρηση δεν εισέπραττε τίποτα και πλήρωνε ασφάλιστρο 9.250 ευρώ (31/12/21), 9.352,78 ευρώ (31/3/22) και 9.455,56 ευρώ (30/6/22).
Στις 30/9/22, με το Euribor 3μήνου να έχει ανέβει στο 1,193%, ο πελάτης αρχίζει να καταβάλει σταθερό ασφάλιστρο 9.352,78 ευρώ και εισπράττει από τη διαφορά επιτοκίου Euribor από το επίπεδο προστασίας (1%) 4.878,61 ευρώ. Πληρώνοντας το ίδιο ασφάλιστρο και στις 30/12/22, η θετική διαφορά επιτοκίου Euribor από το επίπεδο προστασίας που εισπράττει η επιχείρηση ανεβαίνει σε 30.383,89 ευρώ (μείον το ασφάλιστρο, απομένει κέρδος για την επιχείρηση 21.031,11 ευρώ), ενώ στις 31/3/22 η θετική διαφορά επιτοκίου ανεβαίνει σε 50.934,72 ευρώ (μείον το ασφάλιστρο, απομένει κέρδος για την επιχείρηση 41.581,94 ευρώ).
Σε σχέση με τους τόκους που θα πλήρωνε η επιχείρηση αν δεν είχε κάνει hedging μέσω IRC, αυτή πλήρωσε περισσότερους τόκους τις τρεις πρώτες περιόδους που το Euribor ήταν ακόμη αρνητικό (συγκεκριμένα πλήρωσε 86.750 ευρώ στις 31/12/21, 87.813,89 ευρώ στις 31/3/22 και 88.677,78 ευρώ στις 30/6/22), αλλά μετά πλήρωσε σταθερά για τόκους το ποσό των 112.991,67 ευρώ. Η μεταβολή της δόσης έναντι του δανείου ήταν θετική κατά 12% στις τρεις πρώτες περιόδους με αρνητικό Euribor, μειώθηκε στο 4% όταν το Euribor ενισχύθηκε ελαφρά άνω του 1% και έγινε αρνητική υπέρ της επιχείρησης κατά -16% και -27% όσο ενισχυόταν η άνοδος του Euribor.
Συμπερασματικά, η επιχείρηση προστάτευσε το κόστος δανεισμού της μέχρι μέγιστου ποσού περίπου 113.000 ευρώ. Η συναλλαγή Interest Rate Cap αποτιμάται αρκετά κερδοφόρα σήμερα λόγω αναμενόμενων σημαντικών μελλοντικών ροών υπέρ του πελάτη.