Σε ένα πολυετές σημείο καμπής βρίσκονται οι ελληνικές τράπεζες, όπως αναφέρει σε νέα ανάλυσή της η Goldman Sachs, που προχωρά σε νέα αναβάθμιση των εκτιμήσεων για τα μεγέθη των τεσσάρων συστημικών αλλά και των τιμών στόχων.
Τα βασικά κέρδη προ φόρων των ελληνικών τραπεζών για το πρώτο τρίμηνο, διέψευσαν θετικά κατά 24%, κατά μέσο όρο τις εκτιμήσεις του consensus, υποστηριζόμενα από: (α) την πιο ισχυρή, από το αναμενόμενο, μετακύλιση των υψηλότερων επιτοκίων στα καθαρά επιτοκιακά περιθώρια (NIMs) και (β) τις τάσεις ανθεκτικότητας στην ποιότητα του ενεργητικού τους, με καθαρό μηδενικό σχηματισμό νέων NPEs στο τρίμηνο.
Η Goldman Sachs διατηρεί την εποικοδομητική της στάση σχετικά με τις προοπτικές ανάπτυξης των ελληνικών τραπεζών, αναμένοντας πως o μέσος δείκτης αποδοτικότητας ενσώματων κεφαλαίων, ROTE, θα αυξηθεί στο 13% - 10% το 2023 - 2024 (από 8% το 2022), οδεύοντας προς ένα μεσοπρόθεσμο μέσο επίπεδο της τάξεως του 12% (στο 13% στην Ευρώπη), με το μέσο δείκτη CET1 να ενισχύεται στα επίπεδα του 14,9% - 15,9% το 2023 - 2024, με δυνατότητα διανομής μερισμάτων από το 2024 (από τη χρήση του 2023). Παράλληλα, με το μέσο δείκτη NPE να οδεύει προς το 5% - 4% - 3% για τη χρονική περίοδο 2023 - 2025 (σε «τροχιά» προς τα μέσα ευρωπαϊκά επίπεδα του 2% - 3%), οι αναλυτές τους αμερικανικού οίκου αναμένουν μια επιτάχυνση της πιστωτικής επέκτασης και των εξυπηρετούμενων δανείων, με μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης (CAGR) στο 4% περίπου, για το 2022 - 2027, που υποστηρίζεται περαιτέρω από τις «υγιείς» μακροοικονομικές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, την εκταμίευση των πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF) και την αποκατάσταση των «capital buffers».
Πέραν αυτών, οι αναλυτές αναμένουν πως τα σταδιακά υψηλότερα επιτόκια και η πιο αργή μετάβαση και στροφή από τις καταθέσεις όψεως προς τις προθεσμιακές να υποστηρίξουν κατά 90 μονάδες βάσης περίπου, την περαιτέρω διεύρυνση του καθαρού επιτοκιακού περιθωρίου (NIM) για τις ελληνικές τράπεζες έως το 2023. Σύμφωνα με τις προσδοκίες των οικονομολόγων του ισχυρού επενδυτικού οίκου, μια πρώτη μείωση των επιτοκίων αναμένεται το 2024 από την ΕΚΤ, κάτι που θα επιφέρει μια πίεση κατά 35 μονάδες βάσης περίπου στο καθαρό επιτοκιακό περιθώριο το 2024. Στο μοντέλο τους, οι αναλυτές που καλύπτουν τις ελληνικές τράπεζες, αναμένουν μια αύξηση του κόστους κινδύνου (CoR) στις 90 - 100 μονάδες βάσης το 2023, προτού υπάρξει μια αποκλιμάκωση στις 80 - 65 μονάδες βάσης το 2024 - 2025, με τους δείκτες κάλυψης να πλησιάζουν το 100%.
Παράλληλα, στο νέο πλαίσιο που θέτουν, αυξάνουν τις εκτιμήσεις τους και για τα EPS (κέρδη ανά μετοχή) κατά περίπου 10% - 8% - 4% την περίοδο 2023 - 2025 (κατά μέσο όρο) στη βάση των ισχυρών αποτελεσμάτων του πρώτου τριμήνου του τρέχοντος έτους και τις προοπτικές στα επιτόκια, με το επιτόκιο της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων της ΕΚΤ να φτάνει προς το υψηλό του 3,75% (ευθυγράμμιση των αγορών με την εκτίμηση των οικονομολόγων της Goldman Sachs) το 2023.
Υπό αυτό το πρίσμα, η Goldman Sachs επαναλαμβάνει τη σύσταση «buy» για τη μετοχή της Alpha Bank, της Εθνικής Τράπεζας και της Τράπεζας Πειραιώς αυξάνοντας περαιτέρω τις τιμές στόχους στα 1,95 (από 1,70 ευρώ) στα 6,90 ευρώ (από 6,20 ευρώ) και στα 3,35 ευρώ (από 2,75 ευρώ) αντίστοιχα. Από την άλλη, διατηρεί την «ουδέτερη» σύσταση για τη μετοχή της Eurobank με τιμή στόχο στα 1,70 ευρώ πλέον, από 1,55 ευρώ προηγουμένως. Να σημειωθεί πως οι αναλυτές του οίκου διατηρούν σταθερό το κόστος ιδίων κεφαλαίων (COE) στο 16% και για τις τέσσερις.
Όπως επισημαίνει, η συνεχής πρόοδος στην οργανική παραγωγή κεφαλαίων και η αποκατάσταση των «capital buffers» θα στηρίξει περαιτέρω τις μετοχές των ελληνικών τραπεζών και γι' αυτό αναμένει περιθώρια ανόδου της τάξεως του 25% κατά μέσο όρο. Οι θετικοί «καταλύτες» ενόψει συνέχειας είναι: (1) μια πιθανή αναβάθμιση του ελληνικού αξιόχρεου και το πέρασμα στο καθεστώς της επενδυτικής βαθμίδας στο δεύτερο εξάμηνο του 2023, (2) τα περιθώρια που υπάρχουν για μια θετική αναθεώρηση των εκτιμήσεων του consensus (η Goldman Sachs κινείται κατά 12% περίπου υψηλότερα από τους αναλυτές που συμμετέχουν σε έρευνα του Reuters ως προς τα EPS για το 2024) και (3) περαιτέρω λεπτομέρειες σχετικά με τα σχέδια των ελληνικών τραπεζών για επαναφορά της διανομής μερισμάτων.
Επτά ερωτήματα προς τις διοικήσεις των ελληνικών τραπεζών ενόψει του European Financials Conference της Goldman Sachs στο Παρίσι
Παράλληλα, στις 13 - 15 πραγματοποιείται το European Financials Conference της Goldman Sachs στο Παρίσι, με τους αναλυτές να παραθέτουν επτά ερωτήματα που απορρέουν κυρίως από τις συναντήσεις τους με επενδυτές, που «βολιδοσκοπούν» τις ελληνικές τράπεζες.
- Ποιες είναι οι βασικές ομοιότητες και διαφορές στον οικονομικό κύκλο της Ελλάδας σε σύγκριση με της Ευρώπης;
- Ποιος θα είναι ο αντίκτυπος (που βλέπουν οι διοικήσεις) από το RRF στο δανεισμό και τη ρευστότητα;
- Ποιος θα είναι ο αντίκτυπος (που βλέπουν και αναμένουν οι διοικήσεις) βραχυπρόθεσμα έως μεσοπρόθεσμα από τα υψηλότερα επιτόκια στα καθαρά επιτοκιακά περιθώρια και την ποιότητα του ενεργητικού;
- Τι επίπεδο κανονικοποιημένης μεσοπρόθεσμης απόδοσης ενσώματων ιδίων κεφαλαίων (ROTE) αναμένουν οι ελληνικές τράπεζες;
- Ποιες είναι οι βασικές προτεραιότητες ως προς την κατανομή κεφαλαίων σε μεσοπρόθεσμη βάση, υπό το πρίσμα της βελτίωσης των «capital buffers» (CET1) μέσω της ισχυρότερης εσωτερικής δημιουργίας κεφαλαίων (ROTE); Ποια ήταν η αντίδραση από τη ρυθμιστική - εποπτική αρχή σχετικά με τις πιθανές διανομές μερισμάτων, τις επαναγορές ιδίων μετοχών και άλλες κινήσεις που απαιτούν την έγκρισή της (συγχωνεύσεις και εξαγορές) και ποια ορόσημα - KPIs είναι σχετικά από αυτή την άποψη; Ποιο είναι το χρονοδιάγραμμα για την απόσβεση του DTC και πώς αυτό επηρεάζει τα κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας;
- Ποιοι μοχλοί υπάρχουν γύρω από τη συμμόρφωση με τις βραχυπρόθεσμες και μεσοπρόθεσμες απαιτήσεις MREL (δείκτης Ελαχίστων Απαιτήσεων Ιδίων Κεφαλαίων και Επιλέξιμων Υποχρεώσεων); Ποιος είναι ο αντίκτυπος από μια πιθανή αναβάθμιση σε «investment grade;
- Ποια είναι η άμεση - έμμεση έκθεση στον κλάδο των εμπορικών ακινήτων, CRE (τοπικά, ευρωπαϊκά, ΗΠΑ και αλλού);