Πέντε τάσεις «κλειδιά» που θα απασχολήσουν ή θα χαρακτηρίσουν τις ελληνικές τράπεζες το 2023, βλέπει η Ελληνική Ένωση Τραπεζών στην Επισκόπησή της του Ελληνικού Τραπεζικού Συστήματος που δημοσίευσε χθες. Πρόκειται για:
- Τις πληθωριστικές πιέσεις και τη σημαντική άνοδο των επιτοκίων που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε βελτίωση των καθαρών εσόδων από τόκους των τραπεζών, αλλά από την άλλη πλευρά, και σε επιδείνωση των συνθηκών χρηματοδότησης των τραπεζών.
- Τα υψηλά επιτόκια που θα μπορούσαν επίσης να οδηγήσουν σε αύξηση του πιστωτικού κινδύνου και με πιθανή εμφάνιση νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων το 2023
- Την «κληρονομιά» του 2022 σε αυξημένο απόθεμα καταθέσεων του εγχώριου ιδιωτικού τομέα, τα κέρδη που ανέφεραν οι τράπεζες και τις χαμηλότερες προβλέψεις πιστωτικού κινδύνου
- Την επίτευξη του επιχειρησιακού στόχου των τεσσάρων συστημικών τραπεζών για μονοψήφιο δείκτη Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων, ο οποίος, όμως, εξακολουθεί να παραμένει πάνω από τον μέσο όρο της ζώνης του ευρώ
- Την αναμενόμενη αύξηση των εξόδων για τόκους των τραπεζών μετά τη λήξη των έκτακτων μέτρων πολιτικής της ΕΚΤ για τον Covid-19, καθώς και από την ανάγκη έκδοσης ομολόγων για την κάλυψη των απαιτήσεων MREL.
Η ΕΕΤ στην Έκθεσή της επισημαίνει τη σημαντική μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, αλλά και τις προκλήσεις που οι τράπεζες έχουν ακόμη μπροστά τους. Ειδικότερα:
- Ο δείκτης ΜΕΔ των τραπεζών εξακολουθεί να είναι ο υψηλότερος στην ΕΕ27, με πάνω από 70 δισ. ευρώ μη εξυπηρετούμενων δανείων εκτός τραπεζικών ισολογισμών στο τέλος του πρώτου τριμήνου 2023, ενώ η εξυγίανση προχωρά με αργό ρυθμό.
- Το αυξημένο κόστος διαβίωσης και τα υψηλότερα επιτόκια ενδέχεται να περιορίσουν τη ζήτηση για νέα δάνεια και να δοκιμάσουν την ικανότητα των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων να εξυπηρετήσουν το χρέος τους.
- Οι τράπεζες στοχεύουν στην επέκταση του δανεισμού, στη διατήρηση της κερδοφορίας και στην τόνωση της κεφαλαιακής επάρκειας εν μέσω αβεβαιότητας που αντιμετωπίζει ο διεθνής τραπεζικός τομέας.
Σημειώνεται ότι ο δείκτης ΜΕΔ διαμορφώθηκε τον Μάρτιο του 2023 στο 8,8% (ΤτΕ), κοντά στα χαμηλά 12 ετών, κατόπιν πωλήσεων, διαγραφών και τιτλοποιήσεων μέσω του του Σχήματος Προστασίας Στοιχείων Ενεργητικού «Ηρακλής» Hercules. Τα ΜΕΔ στο τέλος Μαρτίου 2023 ανέρχονταν σε 9,4 δισ. ευρώ, 9 δισ. χαμηλότερα από τα τέλη Δεκεμβρίου 2021 και 99,3 δισ. ευρώ χαμηλότερα από τα τέλη Μαρτίου 2016 (σ.σ. κορύφωση ΜΕΔ). Προ πανδημίας, στο τέλος του 2019, ο δείκτης ΜΕΔ ανερχόταν σε 40%. Τα νέα ΜΕΔ λόγω της πανδημίας και κατόπιν της ενεργειακής κρίση είναι περιορισμένα.
Η ΕΕΤ επισημαίνει την υψηλή ρευστότητα και κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών, με δείκτη κύριων βασικών εποπτικών κεφαλαίων CET1 στο 13,8%, δείκτη δανείων προς καταθέσεις LDR στο 61% και δείκτη κάλυψης από ρευστότητα LCR στο 205% στο τέλος Μαρτίου 2023, καθώς και υγιή κερδοφορία που συνεχίστηκε από το 2022 και μετά το πρώτο τρίμηνο του 2023.
- ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Τράπεζες: Εξάγουν τεχνογνωσία και στελέχη στο εξωτερικό – Ύστατο δείγμα για την επιτυχή έξοδο από την κρίση
Σημειώνει επίσης τη μεγάλη αύξηση των καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα και την επιτάχυνση της πιστωτικής επέκτασης. Σε ό,τι αφορά τις καταθέσεις του ιδιωτικού τομέα, από τον Δεκέμβριο του 2019 μέχρι τον Ιανουάριο του 2023 αυξήθηκαν κατά 41 δισ. ευρώ (+ 28,7%), εκ των οποίων 23,2 δισ. ευρώ (+19,8%) από νοικοκυριά και 17,9 δισ. ευρώ (+67,6%) από επιχειρήσεις. Όσο για την καθαρή πιστωτική επέκταση προς επιχειρήσεις, την περίοδο Δεκεμβρίου 2019 – Ιανουαρίου 2023 «έτρεξε» με ρυθμό 10,6%, με νέες καθαρές εκταμιεύσεις 14,6 δισ. ευρώ. Η πιστωτική επέκταση προς νοικοκυριά ήταν αρνητική κατά – 4,4 δισ. ευρώ ή ποσοστό - 2,4%.
Όσο για την δομή του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, η Επισκόπηση της ΕΕΤ αναφέρει ότι ο αριθμός των εγχώριων τραπεζών μειώθηκε δραστικά από 35 το 2009 σε 14 σήμερα, εκ των οποίων 9 εμπορικές και 5 συνεταιριστικές. Οι πέντε μεγαλύτερες τράπεζες (Πειραιώς, Εθνική, Alpha, Eurobank – οι αποκαλούμενες σημαντικές – και η Attica Bank) ελέγχουν το 95,7% του συνολικού τραπεζικού ενεργητικού. Στην Ελλάδα έχουν παρουσία και 21 υποκαταστήματα ξένων τραπεζών, με αμελητέο μερίδιο αγοράς, ωστόσο. Στο τέλος του 2022 ο αριθμός των τραπεζοϋπαλλήλων ανερχόταν σε 29.341 από 39.383 το 2018, ο αριθμός των τραπεζικών καταστημάτων σε 1.483 από 1.981 αντίστοιχα και ο αριθμός των ΑΤΜ σε 5.927 από 5.594 το 2018.