Σε κατάσταση συναγερμού βρίσκονται οι φαρμακευτικές εταιρείες, εξαιτίας των υπέρογκων επιστροφών που υποχρεούνται να καταβάλουν στο κράτος. Μάλιστα, όπως εκτιμά σύσσωμος ο κλάδος, η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί, θέτει σε κίνδυνο την επάρκεια υπαρχόντων και νέων φαρμάκων στην ελληνική αγορά αλλά και τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων.
Σύμφωνα με πληροφορίες του Insider, την ανησυχία τους μετάφεραν στον Υπουργό Υγείας, Μιχάλη Χρυσοχοΐδη, οι επικεφαλής των τριών θεσμικών φορέων, του Συνδέσμου Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδας (ΣΦΕΕ), της Πανελλήνιας Ένωσης Φαρμακοβιομηχανίας (ΠΕΦ) και του Pharma Innovation Forum (PIF), με κοινή επιστολή που απέστειλαν εντός του καλοκαιριού.
Αφορμή στάθηκαν τα σημειώματα clawback για τα Νοσοκομεία για το Α’ εξάμηνο του 2022 και για τα φάρμακα υψηλού κόστους (ΦΥΚ) όσον αφορά στον ΕΟΠΥΥ για το Β’ εξάμηνο του 2022, τα οποία έλαβαν οι επιχειρήσεις τον Ιούλιο.
Υπενθυμίζεται ότι οι φαρμακευτικές εταιρείες υποχρεούνται να επιστρέφουν στο κράτος το ποσό της υπέρβασης της προϋπολογισθείσας φαρμακευτικής δαπάνης (clawback). Στις επιστροφές συνυπολογίζονται και οι εκπτώσεις (rebates), καθώς όπως δηλώνουν εκπρόσωποι του κλάδου, μεγάλα ποσά της υπέρβασης «συγκαλύπτονται» μέσω των διαπραγματεύσεων.
Αρνητικό ρεκόρ το 2022
Σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στην επιστολή, οι συνολικές επιστροφές της δαπάνης στη λιανική φθάνουν το 41,6% (από 41% έως 54% σε τιμές ex-factory) και φθάνουν το 58.9% στα ΦΥΚ και το 60.9% στα νοσοκομεία. Ειδικά στα νοσοκομεία, τα φάρμακα άνω των 30 ευρώ επιστρέφουν το 69.3% της δαπάνης. Το αποτέλεσμα είναι ότι το 2022, για πρώτη φορά στα χρονικά, οι επιστροφές από τη βιομηχανία υπερέβησαν τη συμμετοχή του κράτους. Συγκεκριμένα, η βιομηχανία κάλυψε το 46% της συνολικής δαπάνης, ενώ η Πολιτεία συνέβαλε με το 43%.
Οι επικεφαλής των ΣΦΕΕ, ΠΕΦ και PIF, Ολύμπιος Παπαδημητρίου, Θεόδωρος Τρύφων και Λαμπρίνα Μπαρμπετάκη, επισημαίνουν ότι η Ελλάδα εμφανίζει τις υψηλότερες επιστροφές μεταξύ των υπόλοιπων χωρών της Ε.Ε., τονίζοντας ότι «η υποχρηματοδότηση, σε συνδυασμό με την επιλεκτική αλλαγή του τρόπου υπολογισμού του clawback, δημιουργεί μία μη βιώσιμη κατάσταση για πολλά φάρμακα και εταιρείες».
Οι προτάσεις
Οι θεσμικοί φορείς του κλάδου κατέθεσαν, επιπλέον, τις κοινές προτάσεις τους, με στόχο τη βιωσιμότητα της φαρμακευτικής αγοράς. Οι προτάσεις, αφορούν τόσο στο έτος 2022 όσο και στο 2023.
Ως προς το 2022 προτείνουν την επιπλέον χρηματοδότηση 70 εκατ. ευρώ, σημειώνοντας ότι αυτή θα πρέπει να κατευθυνθεί στα νοσοκομειακά φάρμακα που έχουν μεγάλη επιβάρυνση. Αναφορικά με το 2023 «βλέπουν» τρεις ευκαιρίες για χρηματοδότηση.
Αρχικά, τα 150 εκατ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης (RRF), που έχουν ήδη ψηφιστεί, θα πρέπει να παραμείνουν στη φαρμακευτική δαπάνη, δεδομένου ότι -όπως επισημαίνουν- ο στόχος του RRF για μείωση του clawback σε σχέση με το 2020 δεν επιτυγχάνεται στην πραγματικότητα. Αφενός επειδή με νομοθετικές ρυθμίσεις μέρος του clawback έχει μετατραπεί σε πρόσθετο rebate, αφετέρου επειδή μέσω των διαπραγματεύσεων το clawback κρύβεται ως αριθμός, αλλά οι εταιρείες το προ-καταβάλλουν και μάλιστα με το παραπάνω. Πέραν αυτού, με την ΚΥΑ (12024/2023) προβλέπεται η δυνατότητα συμψηφισμού επενδυτικών / ερευνητικών δαπανών με τις εκπτώσεις των εταιρειών στο πλαίσιο των συμφωνιών διαπραγμάτευσης – άρα οι εκπτώσεις αυτές πρακτικά αναγνωρίζονται ως clawback.
Η δεύτερη πρόταση αφορά στην κάλυψη της φαρμακευτικής δαπάνης των ανασφάλιστων / ευάλωτων πληθυσμών. Όπως επισημαίνεται, η δαπάνη αυτή έφτασε το ποσό των 320 εκατ. ευρώ το 2022 και το Α' εξάμηνο του 2023 κινείται στο ίδιο επίπεδο με το προηγούμενο έτος. Στο πλαίσιο αυτό, ο κλάδος προτείνει η φαρμακευτική δαπάνη για τις συγκεκριμένες ομάδες του πληθυσμού να χρηματοδοτηθεί από το ταμείο της Κοινωνικής Ασφάλισης και από άλλες πηγές, υπογραμμίζοντας ότι «δεν είναι ορθολογικό να καλύπτει η φαρμακοβιομηχανία το κόστος των κοινωνικών παροχών».
Η τρίτη πρόταση αφορά στις αγορές από το Ινστιτούτο Φαρμακευτικής Έρευνας και Τεχνολογίας (ΙΦΕΤ), το οποίο είναι θυγατρική του Εθνικού Οργανισμού Φαρμάκων (ΕΟΦ). Όπως αναφέρουν οι φορείς, το ΙΦΕΤ αγοράζει κατ’ εντολήν του ΕΟΦ, φάρμακα (200 εκατ. ευρώ ετησίως) που δεν είναι διαθέσιμα στην Ελλάδα για πολλούς λόγους από την ελεύθερη αγορά, χωρίς να καταβάλλει clawback και rebate. Αν και αναγνωρίζουν ότι είναι σημαντικό να προσφέρονται λύσεις στους ασθενείς, προτείνουν αφενός να εξεταστεί η ανάγκη για όλες αυτές τις αγορές, αφετέρου αυτές να χρηματοδοτούνται από διαφορετικό πρόσθετο κονδύλι, επιπλέον της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης για ΕΟΠΥΥ και νοσοκομεία.
Ο κλάδος εκτιμά ότι με τη διαμόρφωση των νέων συνθηκών, τίθεται σε κίνδυνο η επάρκεια υπαρχόντων και νέων φαρμάκων στην ελληνική αγορά, δεδομένου ότι οι υποχρεωτικές επιστροφές συνολικά βρίσκονται σε «εξωπραγματικά» επίπεδα. Στο πλαίσιο αυτό, ζητά την στήριξη του Υπουργού στο θέμα της χρηματοδότησης για το 2023 καθώς και συνάντηση εντός του φθινοπώρου, προκειμένου να καταγραφούν οι ανάγκες για το 2024.