Στο επίκεντρο των ισχυρών επενδυτικών οίκων έχουν επιστρέψει για τα καλά πλέον οι τέσσερις συστημικές τράπεζες, στη βάση των μακροοικονομικών δεδομένων που απορρέουν από την υπεραπόδοση της ελληνικής οικονομίας έναντι της Ευρωζώνης, στο ότι έχουν αφήσει πίσω τους το μεγαλύτερο μέρος των δυσκολιών της εξυγίανσης, στη σταδιακή μετατόπιση προς μια διατηρήσιμη διψήφια παραγωγή ενσώματων ιδίων κεφαλαίων, στην επιστροφή προς το δρόμο της διανομής μερισμάτων και στην επερχόμενη διαδικασία αποεπένδυσης του ΤΧΣ.
Την ίδια στιγμή, ενδιαφέρον παρουσιάζει και η σταδιακή εγκαθίδρυση των μετοχών των ελληνικών τραπεζών στις επιλογές των χαρτοφυλακίων που διαθέτουν έναν πιο μακροπρόθεσμο ορίζοντα τοποθετήσεων, κάτι που θα ενισχύεται ακόμη περισσότερο με την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, ενώ αξίζει να επισημάνουμε πως όσοι πίεζαν την αγορά στις τελευταίες συνεδρίασεις και δη τις τράπεζες μέσω short θέσεων στα παράγωγα και όταν όλο το τρίμηνο είχε cash and carry arbitrage, φάνηκε στην τελευταία συνεδρίαση της Παρασκευής (με την επιστροφή από τις 1.234,02 μονάδες στις 1.259,50 μονάδες), να κλείνουν άμεσα θέσεις υπό το φόβο της αναβάθμισης, που μένει να φανεί (;) αν θα κυριαρχήσει στην επενδυτική κοινότητα, ενεργοποιώντας ένα ουσιαστικό αγοραστικό ενδιαφέρον και έλευση νέου χρήματος, υπό το σκηνικό καταστροφής - και μάλιστα με έναν πιο μεσομακροπρόθεσμο αντίκτυπο - στη Θεσσαλία. Να σημειωθεί, πως το rebalancing των δεικτών FTSE / Russell θα λάβει χώρα την Παρασκευή 15 Σεπτεμβρίου και συμπίπτει χρονικά με το τρίτο triple witching (δηλαδή η τριπλή λήξη στα παράγωγα, με τη λήξη των συμβολαίων και των δικαιωμάτων σε δείκτες και μετοχές) της χρονιάς, οπότε η μεταβλητότητα θα είναι αυξημένη.
Σύμφωνα με πληροφορίες του insider.gr στις διορθωτικές κινήσεις των τελευταίων ημερών, σε περαιτέρω ενίσχυση της θέση της στην Alpha Bank προχώρησε η Credit Agricole Group, η Dimensional Fund Advisors και η Charles Schwab, με ήπιες πωλήσεις από τη Fiera Capital (εκ των κορυφαίων διαχειριστών στον Καναδά).
Για τη Eurobank, πωλητές φαίνεται πως ήταν τα funds της BlackRock (3,384 εκατ. μετοχές), ενώ πάνω από 20 εκατ. τεμάχια φαίνεται πως αγόρασε η Allianz SE. Σε περαιτέρω αγορές προχώρησε και τα funds της Dimensional Fund Advisors, με χαμηλές σχετικά ρευστοποιήσεις από την Credit Agricole Group.
Στην Εθνική Τράπεζα, αγορές πραγματοποίησαν τις τελευταίες ημέρες η Goldman Sachs Trust Co of Delaware (κοντά στα 4,974 εκατ. τεμάχια - ποσοστό 1,81%) αλλά και η Fidelity International (ποσοστό 0,57%), με ήπιες ρευστοποιήσεις από funds της BlackRock (ποσοστό 1,94%) και της Dimensional Fund Advisors (ποσοστό 0,43%). Να σημειωθεί πως στα τέλη Ιουλίου, σε περαιτέρω ενίσχυση της θέση της στην Εθνική Τράπεζα προχώρησε η FMR LLC (Fidelity Investments) φτάνοντας το ποσοστό της στο 8,02%, με την Capital Group στο 3,79% και υψηλές ρευστοποιήσεις στα τέλη Ιουνίου.
Ως προς την Τράπεζα Πειραιώς, επίμονος πωλητής φαίνεται πως ήταν το Teachers Insurance & Annuity Association of America (κοντά 3,38 εκατ. τεμάχια), με υπό διαχείριση κεφάλαια 1,3 τρισ. δολάρια, με αγορές από τη Fidelity International (επιπλέον 891 χιλ. τεμάχια) και τα funds της BlackRock (1,42 εκατ. τεμάχια). Αξίζει να επισημάνουμε πως σε αγορές που ξεπέρασαν τα 13,7 εκατ. τεμάχια προχώρησε η Schroders στα τέλη Ιουλίου (ποσοστό 1,46%), αλλά και η Vanguard Group (επιπλέον αγορές 3,79 εκατ. τεμαχίων - ποσοστό 1,98%). Επιπλέον, το ποσοστό του ιταλικού fund Helikon Investments φτάνει στο 4,35% πλέον (είχε φτάσει μέχρι και το 9,38%), κατέχοντας περίπου 54,36 εκατ. μετοχές της Τράπεζας Πειραιώς.
Σημαντική κρίνεται λοιπόν και η συμβολή των ξένων επενδυτικών οίκων στη διαδικασία προβολής και ενίσχυσης του εγχώριου επενδυτικού «story», με το αμερικανικό γκρουπ των Morgan Stanley, Goldman Sachs, JP Morgan και Citi να κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον των ξενών θεσμικών και των χαρτοφυλακίων για τις ελληνικές τράπεζες, αυξάνοντας συνεχώς τις τιμές στόχους.
Έτσι, στις κορυφαίες θέσεις μεταξύ των αναδυόμενων αγορών EEMEA (Ανατολική Ευρώπη, Μέση Ανατολή και Αφρική) που καλύπτει και έχει έκθεση η Morgan Stanley - μέσω του Eaton Vance EM Fund - τοποθετείται η εγχώρια αγορά. Ο αμερικανικός οίκος προτείνει αύξηση των θέσεων των χαρτοφυλακίων που τοποθετούνται στις αναδυόμενες αγορές, κατά 20 μονάδες βάσης στο δείκτη MSCI Greece (σύσταση «overweight» για τις ελληνικές μετοχές), με στάθμιση 0,45% στη βάση του δείκτη MSCI των αναδυόμενων αγορών.
Κορυφαία επιλογή των αναλυτών του οίκου αποτελούν σαφώς οι τέσσερις συστημικές, που όπως επισημαίνουν αναμένεται να επωφεληθούν από την ενίσχυση της πιστωτικής επέκτασης αλλά από τις συνεχείς επενδύσεις στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF), με ρεκόρ εισροής άμεσων ξένων επενδύσεων, οδηγώντας σε ένα μέσο ετήσιο ρυθμό καθαρής αύξησης των δανειοδοτήσεων της τάξεως του 6% κατά μέσο όρο. Τα περιθώρια επωφελούνται από τα υψηλότερα επιτόκια, με τα beta καταθέσεων να παραμένουν χαμηλά, ενώ την ίδια στιγμή, η ποιότητα του ενεργητικού παραμένει ανθεκτική και οι μειούμενοι δείκτες NPEs υποστηρίζουν τις προοπτικές για χαμηλότερο κόστος κινδύνου στο μέλλον. Παράλληλα, σύμφωνα με τη Morgan Stanley, οι ελληνικές τράπεζες προσφέρουν το καλύτερο «risk - reward» μεταξύ των τραπεζών που καλύπτει στη περιοχή.
Η Morgan Stanley θέτει σύσταση «overweight» για τον τίτλο της Τράπεζας Πειραιώς με τιμή στόχο τα 4,40 ευρώ και για της Εθνικής Τράπεζας με τιμή στόχο τα 8,33 ευρώ. Από την άλλη, θέτει σύσταση «equal - weight» για τη μετοχή της Alpha Bank με τιμή στόχο τα 2,11 ευρώ και για τη Eurobank με τιμή στόχο τα 2,10 ευρώ.
Από τη δική της μεριά, η Goldman Sachs εκτιμά, πως οι ελληνικές τράπεζες θα καταγράψουν ένα ακόμη δυναμικό τρίμηνο (Q3) περαιτέρω ενίσχυσης των καθαρών εσόδων από τόκους, το οποίο αναμένεται να υποστηριχθεί από μια σταδιακή αύξηση των επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα κατά 50 μονάδες βάσης, σύμφωνα με το μοντέλο των οικονομολόγων του οίκου. Συνεπώς, και σε βραχυπρόθεσμη βάση, οι αναλυτές αναμένουν από τις τράπεζες με μια σχετικά υψηλότερη έκθεση σε μια πιο μαζική βάση πελατών στο retail (Εθνική Τράπεζα και Πειραιώς) να καταγράψουν μια ισχυρότερη δυναμική στα καθαρά έσοδα από τόκους και στα κέρδη προ φόρων, υπό τη βάση των χαμηλότερων beta καταθέσεων.
Μετά το πέρας του τρίτου τριμήνου ωστόσο, όταν τα επιτόκια είναι πιθανό να φτάσουν στα υψηλότερα επίπεδα (όπως εκτιμούν οι οικονομολόγοι της Goldman Sachs και το consensus) οι αναλυτές αναμένουν ότι οι παράγοντες που θα διαδραματίσουν μεγαλύτερο ρόλο στη διαφοροποίηση μεταξύ των μετοχών, θα είναι: (α) η δυνατότητα βελτιστοποίησης κόστους (όπου το guidance της Alpha Bank συνεπάγεται τη μεγαλύτερη μείωση της δείκτης κόστους προς οργανικά έσοδα κατά την περίοδο 2022 - 2025 κατά περίπου 14 ποσοστιαίες μονάδες στο 40%) και (β) τα υψηλότερα επίπεδα κάλυψης (Εθνική Τράπεζα και Eurobank), τα οποία αναμένεται να τις θωρακίσουν από τους αυξητικούς σχηματισμούς NPEs και αναμένεται να επιτρέψουν ένα χαμηλότερο κόστος κινδύνου μακροπρόθεσμα.
Αντίστοιχα, η Goldman Sachs επαναλαμβάνει τη σύσταση «buy» για την Εθνική Τράπεζα, την Τράπεζα Πειραιώς και την Alpha Bank, ενώ επαναλαμβάνει την «ουδέτερη» σύσταση για τη Eurobank, δεδομένων των χαμηλότερων σχετικών ανοδικών περιθωρίων υπό το πρίσμα της τιμής στόχου που θέτει. Για την Εθνική, αυξάνει την τιμή στόχο στα 8 ευρώ πλέον από 7,10 ευρώ προηγουμένως, για την Τράπεζα Πειραιώς η τιμή στόχος διαμορφώνεται στα 4,30 ευρώ από 3,50 ευρώ προηγούμενως, για την Alpha Bank στα 2,05 ευρώ από 1,86 ευρώ και για τη Eurobank στα 1,85 ευρώ από 1,75 ευρώ.
Στο μοντέλο του, ο οίκος λαμβάνει ένα δείκτη τιμής προς λογιστική αξία P/B στο 0,96x για την Εθνική, στο 0,84x για τη Eurobank, στο 0,76x για την Πειραιώς και στο 0,67x για την Alpha Bank, με υψηλό COE (κόστος κεφαλαίου) στο 16%, ίδιο μάλιστα για όλες, με growth στο 2%.
Ευρύτερα, οι αναλυτές επισημαίνουν πως διατηρούν την εποικοδομητική τους στάση για τις ελληνικές τράπεζες, μοντελοποιώντας ένα μέσο δείκτη ROTE στο 14% - 12% - 11,5% για τη χρονική περίοδο 2023 - 2025 (από περίπου 8% το 2022), με τον δείκτη CET1 να αυξάνεται στο 15,2% - 16,2% - 16,9% το 2023 - 2025 (από περίπου 13,7% το 2022) με τον δείκτη NPE στο 5,6% - 4,6% - 4,2% το 2023 - 2025 και δείκτη κάλυψης στο 61% - 69% - 81% το 2023 - 2025.
Η Citi εκτιμά ότι οι ελληνικές τράπεζες έχουν επιστρέψει σε μια πορεία βιώσιμης κερδοφορίας μετά από αρκετά χρόνια ζημιών ή χαμηλών αποδόσεων, και μετά από μια υποχώρηση της κερδοφορίας φέτος βλέπει σε μεγάλο βαθμό σταθερά ή βελτιωμένα (στην περίπτωση της Πειραιώς) κέρδη, με τον δείκτη απόδοσης ιδίων κεφαλαίων ROTE να συγκλίνει προς το 10% έως το 2025 (ελαφρώς υψηλότερα για την Εθνική Τράπεζα και τη Eurobank).
Οι αναλυτές του οίκου έχουν προβεί σε αναβάθμιση της σύστασής τους για την Alpha Bank και τη Eurobank από «ουδέτερη» σε «buy» με τιμές στόχους στα 2 ευρώ, ενώ δε χαρακτηρίζει πλέον με «high risk» την Πειραιώς (σύσταση «buy»). Έτσι, ο αμερικανικός οίκος θέτει σύσταση «buy» και τις τέσσερις μετοχές των συστημικών τραπεζών, με την τιμή στόχο για την Τράπεζα Πειραιώς στα 4 ευρώ και για την Εθνική Τράπεζα στα 7,30 ευρώ.
Παράλληλα, αναμένει την επανέναρξη της διανομής μερισμάτων, από τα κέρδη της φετινής χρήσης, αλλά με διαφορετικό μέγεθος. Συγκεκριμένα, αναμένει από την Εθνική μια συνολική διανομή ύψους 316 εκατ. ευρώ, από τη Eurobank 288 εκατ. ευρώ και στα 169 εκατ. ευρώ και 108 εκατ. ευρώ για Alpha Bank και Πειραιώς αντίστοιχα. Υψηλότερα θα κινηθούν το επόμενο έτος, καθώς αναμένεται να ξεπεράσουν σωρευτικά τα 1,1 δισ. ευρώ, με τη Eurobank στα 369 εκατ. ευρώ, την Εθνική στα 351 εκατ. ευρώ, την Alpha Bank στα 218 εκατ. ευρώ και την Πειραιώς στα 181 εκατ. ευρώ.
Επιπλέον, σε επίπεδο αποτίμησης των ελληνικών τραπεζών, η Citi διατηρεί πλέον μια πιο αισιόδοξη οπτική για το κόστος ιδίων κεφαλαίων, μειώνοντάς το στο 12% για τις τράπεζες «υψηλής ποιότητας» (Εθνική Τράπεζα και Eurobank) και στο 13% για τις τράπεζες «χαμηλότερης ποιότητας» (Alpha Bank και Πειραιώς). Αυτό αντικατοπτρίζει τη θέση του οίκου ότι το προφίλ ρίσκου του εγχώριου τραπεζικού κλάδου έχει αποκλιμακωθεί σημαντικά μετά τη σημαντική πρόοδο που καταγράφηκε στην εξυγίανση των ισολογισμών και την αναδιάρθρωση των διάφορων μονάδων και τμημάτων τους ώστε να επιστρέψουν σε μια βιώσιμη πορεία κερδοφορίας.
Τέλος, η JP Morgan υποστηρίζει πως ενώ στο μέτωπο της κερδοφορίας, οι αναβαθμίσεις που βασίζονται στα καθαρά έσοδα από τόκους πιθανότατα φτάνουν στο τελικό τους στάδιο (μετά από 45% - 21% ανοδικές αναθεωρήσεις στα EPS για το 2023 - 2024 από τις αρχές του έτους), η JP Morgan εκτιμά ότι οι διαρθρωτικές βάσεις του κλάδου, συμπεριλαμβανομένων των πολύ χαμηλών δεικτών δανείων προς καταθέσεις (LDR), το μεγάλο εύρος των καταθέσεων λιανικής και του περιορισμένου ανταγωνισμού, μπορούν να διατηρήσουν σε ένα πιο συγκρατημένο επίπεδο τις μεσοπρόθεσμες πιέσεις στα περιθώρια έναντι τράπεζών σε άλλες περιοχές, υποστηρίζοντας έτσι το «investment case».
Με δείκτη P/TBV (σε όρους ενσώματης λογιστικής αξίας) στο 0,6x για το 2024 και δείκτη P/E (τιμή προς κέρδη) στο 5,4x, ο αμερικανικός οίκος διατηρεί τη σύσταση «overweight» και για τις τέσσερις συστημικές τράπεζες, με την Εθνική Τράπεζα να τοποθετείται καλύτερα σε ένα περιβάλλον αυξανόμενου κόστους χρηματοδότησης και τις Alpha Bank και Τράπεζα Πειραιώς να αποτελούν τα προτιμώμενα «value plays».
Σε αυτή τη βάση λοιπόν, η JP Morgan έχει αυξήσει και αυτή τις τιμές στόχους για τις μετοχές των τεσσάρων συστημικών που πλέον διαμορφώνονται στα 2 ευρώ για την Alpha Bank, στα 1,90 ευρώ για τη Eurobank, στα 7,30 ευρώ για την Εθνική Τράπεζα και στα 3,90 ευρώ για την Τράπεζα Πειραιώς.