Συγκρατημένες εμφανίζονται οι προοπτικές για τα ελληνικά αλκοολούχα ποτά τη φετινή χρονιά, παρά τη μεγάλη δυναμική που παρουσιάζει τα τελευταία χρόνια ο συγκεκριμένος κλάδος.
Και αυτό γιατί, όπως υποστηρίζει ο Σύνδεσμος Ελλήνων Παραγωγών Αποσταγμάτων και Αλκοολούχων Ποτών (ΣΕΑΟΠ), μετά από μια εξαιρετική χρονιά το 2022 «εν μέσω υψηλού πληθωρισμού, αύξησης του κόστους παραγωγής και αυξανόμενων γεωπολιτικών εντάσεων, οι προοπτικές για το 2023 είναι πολύ λιγότερο αισιόδοξες».
Ωστόσο, υπάρχουν πολλές δυνατότητες για περαιτέρω ανάπτυξη και παραγωγή μεγαλύτερου εύρους προϊόντων, καθώς και νέων προϊόντων, με στόχο την αύξηση του μεριδίου της κατανάλωσης των παραγομένων στη χώρα μας αλκοολούχων ποτών, η οποία σήμερα κυριαρχείται από αλκοολούχα ποτά προέλευσης εξωτερικού.
Οι προκλήσεις που απειλούν την εξωστρέφεια του κλάδου
Σύμφωνα με τον ΣΕΑΟΠ, πρέπει να ληφθούν άμεσα μέτρα στήριξης της εξωστρέφειας του κλάδου της ελληνικής παραγωγής αποσταγμάτων που θα λαμβάνουν υπόψη τις πραγματικές του ανάγκες, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι εξής βραχυπρόθεσμες και μεσομακροπρόθεσμες προκλήσεις:
• Νομοθετικά εμπόδια στις εξαγωγές προς σημαντικές εξαγωγικές αγορές του κλάδου π.χ. στην Εγγύς Ανατολή.
• Προβλήματα στην οικονομία σε μεγάλες εξαγωγικές αγορές λόγω του διεθνούς περιβάλλοντος πχ. Γερμανία, Αγγλία.
• Απουσία κρατικής οικονομικής υποστήριξης προωθητικών ενεργειών του κλάδου στο εξωτερικό σε αντίθεση με άλλους κλάδους μεταποίησης όπως πχ. ο οίνος.
• Θέσπιση πολύπλοκων, χρονοβόρων, διαδικασιών ελέγχου, γραφειοκρατία που επιβαρύνει τις επιχειρήσεις και εξαντλεί τους περιορισμένους πόρους τους, ερήμην των αναγκών του κλάδου.
• Αύξηση του κόστους παραγωγής (ενέργεια, πρώτες ύλες) και διακίνησης των προϊόντων μας.
Εξαιρετική χρονιά το 2022
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία που παρουσιάζει ο Σύνδεσμος, το 2022 εξελίχθηκε σε μία εξαιρετική χρονιά για τον κλάδο της ελληνικής παραγωγής αλκοολούχων ποτών και αποσταγμάτων.
Και αυτό γιατί καταγράφηκαν σημαντικές αυξήσεις, σε επίπεδο όγκου, τόσο στην παραγωγή (12,5%) όσο και στην κατανάλωση (24,2%) αλλά και στις εξαγωγές (5,2%) που έχουν μια συνεχή ανοδική πορεία.
Σταθερά ανοδική η πορεία της παραγωγής
Σταθερά ανοδική πορεία παρουσιάζει καταρχήν η παραγωγή. Ειδικότερα, το 2022 η εγχώρια παραγωγή αποσταγμάτων και άλλων αλκοολούχων ποτών παρουσίασε αύξηση 12,5% σε σύγκριση με το 2021 και διαμορφώθηκε στα 21,2 εκ. λίτρα αλκοόλης, αυξημένη κατά 2,3 εκ. λίτρα αλκοόλης.
Στη δεκαετία 2013-2022 η συνολική παραγωγή των αλκοολούχων ποτών παρουσιάζει σημαντική αύξηση της τάξης του 26,3%.
Στον κλάδο της παραγωγής αλκοολούχων ποτών δραστηριοποιείται σημαντικός αριθμός επιχειρήσεων που παρέχουν προϊόντα με καθιερωμένα εμπορικά σήματα και υψηλή αναγνωρισιμότητα. Στην πλειοψηφία τους οι παραγωγικές μονάδες του κλάδου είναι επιχειρήσεις μικρού και μεσαίου μεγέθους, κυρίως οικογενειακού χαρακτήρα και τοπικής εμβέλειας. Συνολικά στην Ελλάδα δραστηριοποιούνται αυτή τη στιγμή περίπου 350 επιχειρήσεις. Από αυτές οι περίπου 250 είναι ποτοποιίες και ακόμη 90 αποκλειστικά αποσταγματοποιίες.
Διατηρεί την πρωτοκαθεδρία το ούζο
Από τα ίδια στοιχεία προκύπτει ότι το ούζο παραμένει διαχρονικά το κυρίαρχο ποτό της ελληνικής παραγωγής, κατέχοντας μερίδιο της τάξης του 63,5%. Το ούζο παρουσιάζει σημαντική αύξηση σε σχέση με το 2021 (14,2%) ενώ στη δεκαετία η αύξηση αυτή ανέρχεται σε 21,24%. Κινητήριο μοχλό αποτελούν οι εξαγωγές του.
Την ίδια στιγμή, τσίπουρο/τσικουδιά -αν και κατέχουν μικρό μερίδιο ήτοι μόλις 8,8% της παραγωγής - εξελίσσονται με σταθερά ανοδική πορεία. Ειδικότερα, τη χρονιά που μας πέρασε, παρουσίασαν αύξηση 8% σε σχέση με το 2021 ενώ στη δεκαετία η αύξηση αυτή άγγιξε το 90,8%. Και αυτό γιατί όλο και περισσότεροι παραγωγοί στρέφονται στην παραγωγή/τυποποίησή τους καθώς το θεσμικό πλαίσιο φαίνεται να ξεκαθαρίζει. Κινητήριο μοχλό αποτελεί η εγχώρια διάθεσή του.
Τα λικέρ, αν και αποτελούν ένα μικρό μερίδιο της παραγωγής -μόλις 4,4% - καταγράφουν και αυτά σταθερή αυξητική πορεία. Το 2022 παρουσίασαν αύξηση κατά 18,6% έναντι του 2021, ενώ στη δεκαετία η αύξηση αυτή ανέρχεται σε 160,2% (!). Τα ελληνικά βότανα, τα φρούτα, τα άνθη δίνουν την ιδέα, ενώ ο ενθουσιασμός των ποτοποιών, η αγάπη τους για την παράδοση μέσα από συνεχείς πειραματισμούς καθώς και οι νέες καλαίσθητες συσκευασίες αποτελούν την κινητήριο δύναμη των ελληνικών λικέρ.
Πέραν αυτών, στην Ελλάδα παράγεται επίσης μια σημαντική ποικιλία άλλων αλκοολούχων ποτών, με το μερίδιό τους να ανέρχεται στο 23,3% της συνολικής παραγωγής. Πρόκειται για ποτά όπως βότκα, τζιν, ρούμι, απόσταγμα σταφυλής, ρακόμελο και ποτά τύπου brandy.
Ανακάμπτει η κατανάλωση μετά το πλήγμα της πανδημίας
Το ξέσπασμα της πανδημίας αποτέλεσε μια νέα δοκιμασία για τον κλάδο, επηρεάζοντας την κατανάλωση, ιδιαίτερα την επιτόπια, λόγω των αναγκαστικών lockdowns που επιβλήθηκαν στην εστίαση αλλά και του περιορισμού των τουριστικών ροών, δημιουργώντας ασύμμετρες επιπτώσεις στον κλάδο σε σύγκριση με την υπόλοιπη οικονομία. Σύμφωνα με τον ΣΕΑΟΠ, η μικρή ενίσχυση της κατ’ οίκον κατανάλωσης δεν αντιστάθμισε τις απώλειες από την εστίαση και τον τουρισμό με αποτέλεσμα η συνολική κατανάλωση των αλκοολούχων ποτών (εγχωρίων και εισαγομένων) το 2020 να μειωθεί κατά 27,4% έναντι του 2019.
Η ανάκαμψη της οικονομίας αλλά και η μερική επαναφορά της δραστηριότητας στην εστίαση και τον τουρισμό ενίσχυσαν την εσωτερική αγορά και το επίπεδο κατανάλωσης το 2021 έκλεισε αντιπροσωπεύοντας το 90% του επιπέδου του 2019 και το 74% του επιπέδου του 2010.
Σε επίπεδο δε δεκαετίας (2013-2022) η κατανάλωση των εγχωρίως παραγομένων ποτών, στο εσωτερικό της χώρας εμφανίζει αύξηση 18,6%.
Αναλυτικότερα, το μερίδιο του ούζου (αν και εξακολουθεί να είναι το μεγαλύτερο με ποσοστό 42,31%) στη συνολική εγχώρια διάθεση των ελληνικών αλκοολούχων ποτών παρουσιάζει, με μικρές διακυμάνσεις, πτωτική πορεία, με αποτέλεσμα στο σύνολο της δεκαετίας να καταγράφεται πτώση 13,5%. Βέβαια το 2022 σημείωσε αύξηση 16,4%.
Η κατηγορία τσίπουρο/τσικουδιά παρουσιάζει από το 2016 ανοδική πορεία στην εσωτερική αγορά, η οποία μεγεθύνεται έτι περισσότερο τα τρία τελευταία έτη. Το 2022 σημείωσε αύξηση 17,4%, ενώ στη δεκαετία 2013-2022 παρουσιάζει τεράστια αύξηση όγκων της τάξης του 86%.Το μερίδιο του είναι 26,44% στη συνολική εγχώρια διάθεση των ελληνικών αλκοολούχων ποτών.
Ταυτόχρονα, η εγχώρια κατανάλωση των ελληνικών λικέρ - αν και έχει μικρό μερίδιο 5% - παρουσιάζει μικρές διακυμάνσεις με τεράστια μείωση το 2020, η οποία αντιστρέφεται εξ ολοκλήρου το 2022. Το 2022 σημείωσε αύξηση 45,8%, ενώ στη δεκαετία 2013-2022 παρουσιάζει αύξηση όγκων 14,1%.
Σε ό,τι αφορά τη συνολική εγχώρια διάθεση των άλλων αλκοολούχων ποτών, αυτή παρουσιάζει σημαντικές διακυμάνσεις στη δεκαετία με τεράστια μείωση το 2020, η οποία ανακάμπτει εξ ολοκλήρου το 2022 σημειώνοντας αύξηση 44,25%. Στο σύνολο της δεκαετίας, καταγράφεται αύξηση 56,5%.Τα άλλα αλκοολούχα ποτά (όπως βότκα, τζιν, ρούμι, απόσταγμα σταφυλής, ρακόμελο, κυρίως όμως τα ποτά τύπου brandy) διατηρούν σημαντικό μερίδιο της εγχώριας κατανάλωσης και δη ποσοστό 26,1%.
Ενισχύεται η δυναμική των εξαγωγών
Ο κλάδος της ελληνικής ποτοποιίας και αποσταγματοποιίας χαρακτηρίζεται από εξωστρέφεια και ανοδική πορεία στις εξαγωγές. Όπως αποτυπώνεται στα στοιχεία του Γενικού Χημείου του Κράτους, στη δεκαετία 2013-2022 καταγράφεται αύξηση εξαγωγών κατά 28,5% ως προς τον όγκο. Μόνο το 2022 η αύξηση των εξαγωγών είναι 5,2% στο σύνολο των αλκοολούχων ποτών και αποσταγμάτων της ελληνικής παραγωγής.
Αυτό επιβεβαιώνεται και από τα στοιχεία της Eurostat που επεξεργάσθηκε ο ΣΕΑΟΠ και τα οποία δείχνουν ότι το 2022 έκλεισε με αύξηση των ελληνικών εξαγωγών των αλκοολούχων ποτών κατά 11,8% σε αξία, στα επίπεδα των 96,7 εκ. ευρώ από 86,5 εκ. ευρώ έναν χρόνο νωρίτερα. Οι εξαγωγές άλλωστε παρουσίασαν αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα και το 2020 κατά την περίοδο της πανδημίας, καταγράφοντας αύξηση σε αξία και σε ποσότητα.
Το μερίδιο του ούζου, με 10,5 εκ. λίτρα αλκοόλης (37,4 εκ. φιάλες), εξακολουθεί να είναι το μεγαλύτερο, αντιστοιχώντας στο 72,4% του συνόλου των εξαγωγών των ελληνικών αλκοολούχων ποτών. Στο σύνολο της δεκαετίας παρουσιάζει αύξηση 37,8%, ενώ και το 2022 σημείωσε αύξηση 11%.
Ταυτόχρονα, οι εξαγωγές του τσίπουρου/τσικουδιάς αν και αντιπροσωπεύουν σε όλο το διάστημα της δεκαετίας ένα πολύ μικρό μερίδιο του συνόλου των εξαγωγών, ήτοι μόλις ένα 0,4-0,8%, καταγράφουν μικρή αλλά σταθερή, ανοδική πορεία, με συνέπεια στο σύνολο της δεκαετίας να σημειώνουν αύξηση 118,8%. Όμως το 2022 σε σχέση με το 2021εμφανίζουν πτώση 11%.
Οι εξαγωγές των ελληνικών λικέρ αν και αντιπροσωπεύουν στη δεκαετία ένα μικρό μερίδιο του συνόλου των εξαγωγών που δεν ξεπερνά το 2-4%, καταγράφουν σταθερή, ανοδική πορεία, παρουσιάζοντας στο σύνολο της δεκαετίας 2013-2022 άνοδο 500%. Όμως το 2022 σε σχέση με το 2021 εμφανίζουν πτώση 7% .
Τα υπόλοιπα αλκοολούχα ποτά (Brandy, τζιν, βότκα, άλλα αποστάγματα, χαμηλόβαθμα ποτά) βρίσκονται σταθερά στη δεύτερη θέση των εξαγωγών, με μερίδιο 21,4% (3 εκ. λίτρα αλκοόλης ή 10,8 εκ. φιάλες) επί του συνόλου. Κυρίως αφορούν στα ποτά τύπου brandy και παράγονται από την πλειοψηφία των ποτοποιών. Το 2022 κατέγραψαν πτώση κατά 9% σε σχέση με το 2021, ενώ σε σύνολο της δεκαετίας 2012-2021 η πτώση ανέρχεται σε 5,3%.