Σε μια σειρά κρίσιμων ερωτημάτων από την πλευρά επενδυτών, ως προς την πορεία των ελληνικών τραπεζών στο ταμπλό του Χρηματιστηρίου απαντούν οι αναλυτές της Goldman Sachs.
Ως βασική αιτία πίσω από τη σύντομη διορθωτική κίνηση των μετοχών των τέσσαρων συστημικών επικαλείται η άνοδος της απόδοσης του ελληνικού δεκαετούς ως απόρροια των φόβων αναθέρμανσης του πληθωρισμού στην Ευρώπη. Κατά τελευταίους τρεις μήνες ωστόσο - εξαιρουμένης της προηγούμενης εβδομάδας - η απόδοση των τραπεζών που πρότειναν υψηλότερες διανομές μερισμάτων από τη χρήση του 2023 ήταν υψηλότερη (βλ. Εθνική, Eurobank - η απόφαση της ΕΚΤ για τα μερίσματα αναμένεται στις αρχές Ιουνίου):
- 10%, 20%, 30%, 30% για Πειραιώς (τιμη στόχος στα 5,30 ευρώ σύσταση «buy»), Alpha Bank (τιμη στόχος στα 1,95 ευρώ σύσταση «ουδέτερη»), Eurobank (τιμη στόχος στα 2,5 ευρώ σύσταση «buy»), Εθνική (τιμη στόχος στα 10 ευρώ σύσταση «buy») αντίστοιχα που αντιστοιχεί σε μερισματική απόδοση της τάξεως του 2%, 3,5%, 5%, 5% περίπου.
Ο αμερικανικός οίκος εκτιμά ότι η έγκριση της διανομής μερισμάτων από τον SSM στις αρχές Ιουνίου θα λειτουργήσει ως θετικός «καταλύτης» για τις ελληνικές τράπεζες και στο βασικό της σενάριο αναμένει ότι όλες οι τράπεζες θα διανείμουν τα όσα έχουν ορίσει στο business plan τους.
Σε σχετική βάση, θα ανέμενε στη βάση του τελευταίου μια τάση υπεραπόδοσης για την Τράπεζα Πειραιώς και την Alpha Bank, με μια πιο συγκρατημένη ανοδική κίνηση για το γκρουπ των Εθνική - Εurobank, λαμβάνοντας υπόψη τη σχετική υπεραπόδοση αυτών τους τελευταίους μήνες.
Οι ελληνικές τράπεζες διόρθωσαν 5% κατά μέσο όρο την τελευταία εβδομάδα, πορεία που συσχετίστηκε με την αύξηση των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων κατά περίπου 10 μονάδες βάσης σε ένα διάστημα 1 - 2 εβδομάδων και κατά περίπου 20 μονάδες βάσης τις τελευταίες 4 εβδομάδες.
Αυτό συνέβη παράλληλα με μια σειρά μακροοικονομικών στοιχείων που υποδείκνυαν υψηλότερο ή ελαφρώς υψηλότερο πληθωρισμό στην Ευρώπη (Ισπανία, Γερμανία, Ευρωζώνη) από ότι αναμενόταν.
Οι οικονομολόγοι της Goldman Sachs αναμένουν ότι το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ θα μειώσει τα επιτόκια πολιτικής κατά 25 μονάδες βάσης στην αυριανή συνεδρίαση, αλλά σημειώνουν ότι ο μετέπειτα ρυθμός χαλάρωσης παραμένει αβέβαιος υπό το πρίσμα των σταθερότερων εισερχόμενων στοιχείων και των επιφυλακτικών σχολίων. «Αφενός, η ανάπτυξη, ο δομικός πληθωρισμός και η αύξηση των μισθών κινήθηκαν κάπως υψηλότερα από ότι αναμενόταν, κάτι που υποδεικνύει μια αναθεώρηση των εκτιμήσεων (προς τα πάνω) για τον πληθωρισμό», αναφέρουν οι αναλυτές.
Από την άλλη πλευρά, το να διατηρηθούν τα επιτόκια στα υψηλά επίπεδα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα και ένα ελαφρώς ισχυρότερο ευρώ είναι πιθανό να επιβαρύνουν τις προβλέψεις για τον πληθωρισμό. Ευρύτερα, οι οικονομολόγοι της Goldman Sachs αναμένουν πλέον πληθωρισμό 2,4% το 2024 (+0,1 ποσοστιαίες μονάδες από τον Μάρτιο), 2,1% το 2025 (+0,1 ποσοστιαίες μονάδες) και 1,9% το 2026 (αμετάβλητος).
Σημειώνουν επίσης ότι στις ΗΠΑ, οι οικονομολόγοι της μετακύλισαν την πρόβλεψή τους για την πρώτη μείωση των επιτοκίων από τη Fed για τον Σεπτέμβριο (από τον Ιούλιο) επικαλούμενη το σχόλιο της κεντρικής τράπεζας πως μια μείωση τον Ιούλιο θα απαιτούσε όχι μόνο καλύτερες μετρήσεις για τον πληθωρισμό, αλλά και σημαντικές ενδείξεις εξασθένισης της δραστηριότητας των εργασιακών δεδομένων της αγοράς.
Το πιο σημαντικό ωστόσο που επικαλείται η Goldman Sachs είναι η συσχέτιση μεταξύ των αποδόσεων των ομολόγων και του δείκτη P/B των ελληνικών τραπεζών που έχει μειωθεί τα τελευταία χρόνια εν μέσω προόδου στη δημοσιονομική προσαρμογή, με αρκετές αναβαθμίσεις της Ελλάδας και ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας και του ουσιαστικού «turnaround» των ελληνικών τραπεζών στο σκέλος της εξυγίανσης, με τα NPEs να συγκλίνουν πιο κοντά στα μέσα ευρωπαϊκά επίπεδα.
Σε μικροοικονομικό επίπεδο, οι αναλυτές σημειώνουν ότι ο κίνδυνος υψηλότερων και για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα επιτοκίων της ΕΚΤ έχει αμφίδρομη επίδραση στα επιτοκιακά περιθώρια (NIMs) και στους δείκτες απόδοση ιδίων κεφαλαίων (ROTEs) των ελληνικών τραπεζών.
Από τη μία πλευρά τα υψηλότερα επιτόκια αναμένεται να στηρίξουν τα υποκείμενα spreads δανείων - καταθέσεων των ελληνικών τραπεζών (γεγονός που είναι θετικό για το ROTE), αλλά από την άλλη, θα αυξήσει το τριμηνιαίο κόστος των αντισταθμίσεων που επιβάλλουν οι τράπεζες μέσω των συμβάσεων ανταλλαγής επιτοκίων (για τα οποία οι τράπεζες λαμβάνουν σταθερό επιτόκιο, ενώ πληρώνουν κυμαινόμενο επιτόκιο συνδεδεμένο με το επιτόκιο της ΕΚΤ) εν αναμονή των μειώσεων των επιτοκίων.
Από την πλευρά της ποιότητας του ενεργητικού, οι αναλυτές σημειώνουν ότι οι ελληνικές τράπεζες καταγράφουν σε μεγάλο βαθμό αρνητικό σχηματισμό καθαρών μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων τα τελευταία τρίμηνα με τον δείκτη NPEs να μειώνεται διαδοχικά χωρίς να βλέπουν κάποιον κίνδυνο για αποκλίσεις σε αυτή την τάση. Ο οίκος εκτιμά (μοντελοποίηση) ότι ο δείκτης NPE θα υποχωρήσει προς το 2% - 3% το 2026 - 2027 σε εναρμόνιση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.