Σε… θολά νερά εξακολουθεί να κολυμπά το ελληνικό ψάρι, καθώς η αγορά παρακολουθεί στενά τις προσπάθειες διάσωσης της Avramar, του ισχυρότερου «παίκτη» της εγχώριας ιχθυοκαλλιέργειας που εδώ και μήνες δίνει μάχη για να μην πέσει στα... βράχια, υπό το βάρος των οικονομικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει.
Τις διαδικασίες πώλησης έχουν αναθέσει εδώ και καιρό οι πιστώτριες τράπεζες στη Deloitte, ενώ η διαγωνιστική διαδικασία βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη. Στα μέσα Ιουνίου ολοκληρώθηκε το πρώτο στάδιο της κατάθεσης μη δεσμευτικών προσφορών, με το ενδιαφέρον της επενδυτικής κοινότητας να κρίνεται αυξημένο και τις πληροφορίες να μιλούν για την κατάθεση έξι προσφορών.
«Είναι πάρα πολύ αισιόδοξο ότι έξι υποψήφιοι επενδυτές έχουν περάσει στη δεύτερη φάση. Από τη στιγμή που υπάρχει ενδιαφέρον, θεωρώ ότι είμαστε πολύ πιο αισιόδοξοι και θεωρώ ότι μπορεί να τελεσφορήσει», σχολίασε χθες, στο περιθώριο συνέντευξης Τύπου ο πρόεδρος της Ελληνικής Οργάνωσης Παραγωγών Υδατοκαλλιέργειας (ΕΛΟΠΥ), Απόστολος Τουραλιάς.
Μη δεσμευτικές προσφορές φέρεται να κατέθεσαν το ισπανικό fund Atitlan, η Philosofish που συνιστά τη δεύτερη μεγαλύτερη εταιρεία ιχθυοκαλλιέργειας της Μεσογείου, τα Ιχθυοτροφεία Κεφαλονιάς της οικογένειας Γερουλάνου που έχουν περάσει στον έλεγχο της ισπανικής εταιρείας Grupo Profand, καθώς και τρία ακόμη funds. Μένει δε να φανεί πόσοι ενδιαφερόμενοι θα περάσουν στο επόμενο στάδιο, εκείνο της κατάθεσης δεσμευτικών προσφορών κι αν η πώληση της Avramar πραγματοποιηθεί εξ ολοκλήρου ή σε «κομμάτια».
«Απομακρύνεται το σενάριο κατάρρευσης»
Σύμφωνα με τον κ. Τουραλιά, «το σενάριο να καταρρεύσει η Avramar απομακρύνεται», αν και ο κίνδυνος δεν έχει ακόμη παρέλθει. Ωστόσο ο ίδιος εκφράζει την ανάγκη να επιταχυνθούν οι διαδικασίες και όσοι εμπλέκονται σε αυτές «να επιδείξουν την απαιτούμενη σοβαρότητα για το θέμα που χειρίζονται».
Η διάσωση άλλωστε της Avramar είναι κρίσιμη για τη διασφάλιση της ισορροπίας σε ολόκληρο τον κλάδο, δεδομένου ότι πρόκειται για έναν όμιλο που συνεργάζεται με μεγάλο αριθμό προμηθευτών, η παραγωγή του αγγίζει τις 55.000 με 60.000 τόνους, ενώ απασχολεί περί τους 2.000 εργαζόμενους.
Όπως ανέφερε ο κ. Τουραλιάς «οι συνθήκες που επικρατούν στην Avramar δεν έχουν επηρεάσει το σκέλος των τιμών στην αγορά», ωστόσο οι παρενέργειες δεν μπορούν να αποφευχθούν καθώς «οι πιο σημαντικοί προμηθευτές είναι κοινοί στον κλάδο» και το τραπεζικό σύστημα είναι επιφυλακτικό απέναντι σε ολόκληρο τον κλάδο, όσο συντηρείται η αβεβαιότητα για τον κλάδο.
Κόστος παραγωγής και χωροταξικό τα «αγκάθια»
Παρά την ισχυρή δυναμική που παρουσιάζει η εγχώρια ιχθυοκαλλιέργεια, ένας από τους πιο εξαγωγικούς κλάδους της οικονομίας, σημαντικές είναι οι προκλήσεις που καλείται να αντιμετωπίσει και το 2024, σε συνέχεια της αβεβαιότητας που κυριάρχησε το 2023.
«Πέρυσι ήταν μια δύσκολη χρονιά, καθώς το 2023 ενσωματώθηκε πλήρως η αύξηση του κόστους που έχει συντελεστεί κυρίως μετά την ενεργειακή κρίση και τον πόλεμο, στην αξία του τελικού προϊόντος», αποκάλυψε ο κ. Τουραλιάς, μιλώντας για μια αύξηση 22% από το 2020 και μετά.
Μεγάλο αγκάθι για τον κλάδο αποτελεί επίσης ο χωροταξικός σχεδιασμός των καλλιεργειών. Όπως προκύπτει από τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της ΕΛΟΠΥ, το 2022 ιδρύθηκε μόλις μια Περιοχή Οργανωμένης Ανάπτυξης των Υδατοκαλλιεργειών (ΠΟΑΥ). Συνολικά έχουν ιδρυθεί από το 2011, μόλις έξι από τις 23 προβλεπόμενες ΠΟΑΥ. «Η εξέλιξη στο χωροταξικό παραμένει πολύ αργή», ανέφερε ο κ. Τουραλιάς, εκφράζοντας την ανάγκη να προχωρήσει ένα κατεξοχήν αναπτυξιακό εργαλείο της ελληνικής ιχθυοκαλλιέργειας, ώστε ο κλάδος να περάσει στην επόμενη μέρα. Όπως εκτίμησε, δεν αποκλείεται έως το τέλος του έτους να ιδρυθούν ακόμη τέσσερις ΠΟΑΥ και συνολικά να φτάσουν στις δέκα.
Μια ακόμη δυσλειτουργία που θέτει προσκόμματα στον κλάδο είναι, σύμφωνα με τον κ. Τουραλιά, η στάση των τραπεζών. «Το τραπεζικό σύστημα πρέπει να κινηθεί με διαφορετικό τρόπο και να λειτουργήσει με συνθήκες δικαιοσύνης και ισοτιμίας ώστε ο κλάδος να καταστεί ελκυστικός για επενδύσεις», σημείωσε.
Ο κλάδος σε αριθμούς
Διατηρώντας σταθερά την ηγετική της θέση στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το 2023 η Ελλάδα παρήγαγε 120.000 τόνους μεσογειακών ειδών ιχθύων, με τον τζίρο να αγγίζει τα 685 εκατ. ευρώ και την αξία των εξαγωγών να υπερβαίνει τα 572 εκατ. ευρώ.
Ο κλάδος επιβεβαιώνει εκ νέου τον ισχυρό εξαγωγικό του χαρακτήρα, καθώς το 80% της παραγωγής εξήχθη σε 37 χώρες συνεισφέροντας θετικά στο εμπορικό ισοζύγιο της χώρας.
Το 2024, δε, η ΕΛΟΠΥ ξεκίνησε για πρώτη φορά ένα έργο καταγραφής του πραγματικού οικονομικού και κοινωνικού αποτυπώματος ενός κλάδου που δημιουργεί πάνω από 12.000 άμεσες και έμμεσες θέσεις απασχόλησης.