Μετά τη Standard & Poor's και τη Moody's ήρθε και ο καναδικός οίκος DBRS να δώσει στη Eurobank την επενδυτική βαθμίδα, ξεκινώντας κάλυψη από το «BBB (low)» με σταθερό trend.
O οίκος αξιολόγησε με R-2 (middle) τη βραχυπρόθεσμη αξιολόγηση της τράπεζας, ενώ η αξιολόγηση μακροπρόθεσμων κρίσιμων υποχρεώσεων είναι «BBB» (high), δύο βαθμίδες πάνω από την εσωτερική της αξιολόγηση (IA). Η τάση σε όλες τις αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας είναι σταθερή.
Το «BBB (low)» αντικατοπτρίζει το κορυφαίο εγχώριο franchise της Eurobank στη λιανική και εταιρική τραπεζική και τον βαθμό διαφοροποίησής της εκτός Ελλάδας παρά την ανάκαμψη που έχει δέχθηκε λόγω της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης και της κρίσης του ελληνικού δημόσιου χρέους.
Ο όμιλος, σύμφωνα με τη DBRS, έχει μειώσει σημαντικά τους κινδύνους που ενυπάρχουν στον ισολογισμό του τα τελευταία χρόνια λόγω μιας μεγάλης διαδικασίας εξυγίανσης και της ενίσχυσης των επιπέδων κάλυψης.
Ταυτόχρονα, η DBRS σημειώνει ότι η ικανότητα της Eurobank να δημιουργεί επαναλαμβανόμενα κέρδη έχει βελτιωθεί, κυρίως λόγω των υψηλότερων επιτοκιακών περιθωρίων, καθώς και της χαμηλότερης δομής κόστους και των μειωμένων προβλέψεων για ζημίες από δάνεια (LLPs). Ως αποτέλεσμα, η Eurobank μπορεί να βασιστεί σε πιο ισχυρά κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας για τις ελάχιστες απαιτήσεις της παρά τις προγραμματισμένες διανομές μερισμάτων που θα συνεχιστουν σύντομα.
Οι αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας ενσωματώνουν επίσης τη σταθερή θέση χρηματοδότησης και ρευστότητας της Eurobank, η οποία επωφελείται κυρίως από μια μεγάλη και σταθερή καταθετική βάση. Ωστόσο, οι αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας της DBRS αντικατοπτρίζουν τη μέτρια διαφοροποίηση στο επιχειρηματικό μοντέλο, το μείγμα εσόδων και τη δομή χρηματοδότησης του ομίλου, καθώς και το υψηλό επίπεδο των αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων (DTC) που αντιστοιχούν στην κεφαλαιακή του δομή.
Η σταθερή τάση λαμβάνει υπόψη την άποψη της DBRS ότι το δυνητικά «higher for longer» περιβάλλον επιτοκίων είναι πιθανό να προσθέσει πίεση στο προφίλ κινδύνου του oμίλου.
Ωστόσο, η Eurobank θα πρέπει να μπορεί να διατηρήσει καλές μετρήσεις ποιότητας ενεργητικού αξιοποιώντας ορισμένους ελαφρυντικούς παράγοντες, συμπεριλαμβανομένων των αναμενόμενων ευνοϊκών προοπτικών για την ελληνική οικονομία σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο καθώς και της αναμενόμενης υποστήριξης για πιστωτική επέκταση που τροφοτείται από έργα που συνδέονται με το Ταμείο Ανάκαμψης και τα χαμηλότερα επιτόκια, και πιθανές περαιτέρω ενέργειες derisking. Επιπλέον, ενώ η DBRS αναμένει ότι μέρος της πρόσφατης βελτίωσης στη δημιουργία κερδών θα αντισταθμιστεί από κάποια συμπίεση επιτοκιακού περιθωρίου, υψηλότερες ψηφιακές επενδύσεις και δυνητικά υψηλότερο πιστωτικό κόστος, η συνολική κερδοφορία της Eurobank θα παραμείνει σε σχετικά καλό επίπεδο. Αυτό, μαζί με τα υγιή επίπεδα κάλυψης δανείων και τα κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας, προσφέρει περαιτέρω προστασία σε πιθανούς καθοδικούς κινδύνους.
Η DBRS θα συνεχίσει να παρακολουθεί τις εξελίξεις γύρω από την εν εξελίξει απόκτηση της Ελληνικής Τράπεζας από τη Eurobank, αφού έχει ήδη εξασφαλίσει πλειοψηφικό ποσοστό άνω του 55%. Με βάση προκαταρκτικές εκτιμήσεις, η DBRS εκτιμά ότι ο αντίκτυπος της εξαγοράς θα πρέπει να είναι γενικά ουδέτερος για τα περισσότερα πιστωτικά μεγέθη του ομίλου βραχυπρόθεσμα με διαχειρίσιμη αρνητική επίδραση στην κεφαλαιοποίησή του.
Ωστόσο, εάν επιτύχει, η εξαγορά θα ενίσχυε περαιτέρω την παρουσία του ομίλου σε μία από τις βασικές ξένες αγορές του και θα μπορούσε επίσης να οδηγήσει σε ορισμένες θετικές επιπτώσεις μεσοπρόθεσμα, λόγω των συνεργιών που προκύπτουν από το συνδυασμό των δύο οντοτήτων.