Η παγκόσμια ζήτηση πετρελαίου είναι απίθανο να μειωθεί έως το 2050, παρά την πρόοδο στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, δήλωσε τη Δευτέρα ο αμερικανικός κολοσσός πετρελαίου και φυσικού αερίου ExxonMobil, επισημαίνοντας την αύξηση του πληθυσμού και της ζήτησης ενέργειας παγκοσμίως.
Σε μια νέα έκθεση της, η ExxonMobil ανέφερε ότι «βλέπει σταθεροποίηση στη ζήτηση πετρελαίου μετά το 2030, παραμένοντας πάνω από 100 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα έως το 2050».
Αυτό το νούμερο θα ήταν περίπου σύμφωνο με την περσινή ζήτηση πετρελαίου των 102,2 εκατομμυρίων βαρελιών την ημέρα, σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας.
Το ποσό της παραγωγής είναι σημαντικά υψηλότερο από τις εκτιμήσεις της BP, η οποία προέβλεψε νωρίτερα φέτος ότι η ζήτηση πετρελαίου θα μειωνόταν σε περίπου 75 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα έως το 2050.
Στην έκθεσή της, η ExxonMobil εκτίμησε ότι περίπου τέσσερα δισεκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο δεν έχουν αυτήν τη στιγμή πρόσβαση στην ενέργεια που χρειάζονται.
Με τον παγκόσμιο πληθυσμό να αναμένεται να αυξηθεί από οκτώ δισεκατομμύρια σε σχεδόν 10 δισεκατομμύρια μέχρι το 2050, η κάλυψη των παγκόσμιων βασικών ενεργειακών αναγκών «θα οδηγήσει σε μια προβλεπόμενη αύξηση 15% στη συνολική χρήση ενέργειας παγκοσμίως από τώρα έως το 2050», ανέφερε η εταιρεία.
«Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας θα διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο», πρόσθεσε η έκθεση. «Το ίδιο και το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο».
Η ExxonMobil εκτιμά ότι το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο θα εξακολουθούν να αποτελούν περισσότερο από το μισό του παγκόσμιου ενεργειακού μείγματος μέχρι το 2050, ακόμη και όταν η εξάπλωση των ηλεκτρικών οχημάτων μειώσει τη ζήτηση βενζίνης.
«Η μεγάλη πλειονότητα του παγκόσμιου πετρελαίου χρησιμοποιείται και θα χρησιμοποιηθεί για βιομηχανικές διεργασίες, όπως η κατασκευές και η χημική παραγωγή, μαζί με τις βαριές μεταφορές όπως η ναυτιλία, οι οδικές μεταφορές με φορτηγά και η αεροπορικές μεταφορές», ανέφερε η εταιρεία.
Παρόλα αυτά, η ExxonMobil εξακολουθεί να αναμένει ότι οι παγκόσμιες εκπομπές άνθρακα θα μειωθούν κατά περίπου 25% μέχρι τα μέσα του αιώνα, χάρη στη μεγαλύτερη ενεργειακή απόδοση, τις περισσότερες ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και την εισαγωγή νέων «τεχνολογιών χαμηλότερων εκπομπών», όπως η δέσμευση και αποθήκευση άνθρακα.