Νέες ισχυρές συμμαχίες είναι απαραίτητες για να δημιουργηθεί ένα ασφαλές ενεργειακό σύστημα στην περιοχή μας, σημείωσε ο Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της ΔΕΗ, Γιώργος Στάσσης, από το βήμα του 8ου Ενεργειακού Φόρουμ Νοτιοανατολικής Ευρώπης (SEEF2024) πoυ διοργανώνουν στη Θεσσαλονίκη το Ελληνοαμερικανικό Εμπορικό Επιμελητήριο και η HAAE.
Σύμφωνα με τον κ. Στάσση, κρίσιμη είναι επίσης η συμμαχία ανάμεσα στη ΝΑ Ευρώπη και τις ΗΠΑ. «Δεν πρόκειται για ένα κάλεσμα για προστατευτισμό. Είναι ένα κάλεσμα για τη δημιουργία νέων συνεργασιών», πρόσθεσε.
«Δέσμευση της ΔΕΗ είναι να αποτελέσει δύναμη σταθερότητας, προωθώντας την ενεργειακή μετάβαση. Για αυτό τον σκοπό, πρέπει να επεκταθεί η συμβολή των συνεργατών μας -συμπεριλαμβανομένων των υπερατλαντικών- καθώς επίκεινται νέες συνέργειες σε αυτό τον νέο "κόσμο" της ενέργειας», συμπλήρωσε.
Σύμφωνα με τον Στάσση, πλέον έχουν περάσει σχεδόν τρία χρόνια από την εισβολή της Μόσχας στην Ουκρανία, ενώ σε εξέλιξη βρίσκεται και η κρίση στη Μέσα Ανατολή. Κατά συνέπεια, το επίδικο της ενεργειακής ασφάλειας είναι πιο επίκαιρο από ποτέ. Την ίδια στιγμή, η κατάσταση περιπλέκεται έτι περαιτέρω από την κλιματική κρίση.
Σε αυτό το νέο «τοπίο», είναι απαραίτητο να προσαρμοστεί ανάλογα η διασφάλιση ηλεκτρικής ενέργειας. Η τρέχουσα κατάσταση ασκεί πιέσεις στους τομείς ηλεκτροπαραγωγής και μεταφοράς-διανομής της ενέργειας, ενώ ασκούνται ανοδικές πιέσεις και στις τιμές. Επίσης, το ελληνικό σύστημα αποδείχθηκε ανθεκτικό στις κρίσεις που προηγήθηκαν, με υψηλό όμως κόστος. Ωστόσο, ενεργειακή ασφάλεια και «πράσινη» μετάβαση δεν είναι αντιθετικοί, αλλά συμπληρωματικοί στόχοι.
Ενδεικτικό είναι πως οι ΑΠΕ θωρακίζουν την ενεργειακή ασφάλεια, αν και υπάρχουν όρια στην επίδραση που μπορούν να έχουν. Συμπληρωματικό ρόλο καλούνται να παίξουν η ευέλικτη παραγωγή, από μπαταρίες, αντλησιοταμιευτικά και μονάδες αερίου, όπως και από υποδομές εντός και στα σύνορα για να δώσουν τη λύση.
Σύμφωνα με τον κ. Στάσση, σε κάθε κράτος της ΝΑ Ευρώπης το ενεργειακό σύστημα έχει διαφορετικά χαρακτηριστικά. Οι παρατεταμένες υψηλές θερμοκρασίες θέτουν ως αναγκαιότητα την προσαρμογή των δικτύων, ενώ η διείσδυση των ΑΠΕ, η διαθεσιμότητα των ενεργειακών πόρων και της εφοδιαστικής αλυσίδας κάνουν πιο απαιτητικές τις ανάγκες.