Στη «συνταγή επιτυχίας» που επέτρεψε στη ΔΕΗ να δημιουργήσει στέρεες βάσεις ανάπτυξης από το 2019 -δηλαδή το καθετοποιημένο μοντέλο- πρόκειται να βασιστεί η επιχείρηση στο νέο 3ετές κεφάλαιο ανάπτυξης 2025-2027, το οποίο θα οδηγήσει σε EBITDA 2,7 δισ. και σε καθαρή κερδοφορία πάνω από 800 εκατ. ευρώ στο τέλος της επόμενης 3ετίας.
Το καθετοποιημένο μοντέλο απέδειξε την ανθεκτικότητα και την αναπτυξιακή δυναμική του τα προηγούμενα χρόνια, στηρίζοντας το growth story της επιχείρησης την προηγούμενη 5ετία. Κάτι που επετεύχθη με τη συμπληρωματικότητα που έχει το μεγάλο μερίδιο της ΔΕΗ στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και την προμήθεια ηλεκτρισμού, από τη μία πλευρά, και η παρουσία της στα δίκτυα διανομής.
Όπως ανέλυσε στη χθεσινή παρουσίαση του Στρατηγικού Σχεδίου 2025-2027, ο Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της επιχείρησης, Γιώργος Στάσσης, στόχος είναι την επόμενη 3ετία να ενισχυθεί η καθετοποίηση της επιχείρησης. Οφέλη από την ενίσχυση της καθετοποίησης θα έχουν τόσο οι πελάτες της όσο και οι μέτοχοι, ενώ ο σκοπός αυτός είναι που υπαγορεύει την ενίσχυση του «πράσινου» χαρτοφυλακίου της ΔΕΗ (το οποίο θα πλαισιωθεί από ευέλικτες μονάδες), όσο και την ενίσχυση των επενδύσεων στα δίκτυα.
Μεταβλητότητα στις αγορές και τα επόμενα χρόνια
Ο κ. Στάσσης επισήμανε ότι οι αγορές ηλεκτρισμού θα συνεχίσουν να παρουσιάζουν έντονη μεταβλητότητα. Ενδεικτικό είναι πως, με βάση τις προβλέψεις της εταιρείας, οι τιμές στην Ελλάδα θα ακολουθήσουν ελαφρά ανοδική τάση μέχρι το 2027 (στα 108 ευρώ ανά Μεγαβατώρα, από 102 ευρώ το 2025), για να σημειώσουν σημαντική «βουτιά» την επόμενη χρονιά (στα 88 ευρώ ανά Μεγαβατώρα) και να ισορροπήσουν τελικά στα 96 ευρώ προς το τέλος της 10ετίας.
«Είμαστε καλά προετοιμασμένοι για τις διακυμάνσεις των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας, οι οποίες εκτιμούμε ότι θα συνεχιστούν τα επόμενα χρόνια», σημείωσε χαρακτηριστικά, εξηγώντας αναλυτικά πώς το δίπολο παραγωγή – προμήθεια ρεύματος προσέδωσε ανθεκτικότητα στο πρόσφατο παρελθόν σε κάθε σκαμπανέβασμα των αγορών. Έτσι, τις χρονιές που η παραγωγή κινήθηκε σε αρνητικό έδαφος, λόγω των χαμηλών χονδρεμπορικών τιμών, η κερδοφορία προήλθε από τη λιανική ρεύματος. Μία τέτοια περίπτωση ήταν η περίοδος της πανδημίας.
Αντίστροφα, σε περιόδους υψηλών χονδρεμπορικών τιμών (όπως στην ενεργειακή κρίση), η κερδοφορία προήλθε από την παραγωγή, η οποία υπεραντιστάθμισε τις «επιδόσεις» της λιανικής. «Η στρατηγική μας είναι η πλέον κατάλληλη, για περιόδους είτε χαμηλών, είτε υψηλών τιμών, είτε για διαστήματα υψηλής μεταβλητότητας», πρόσθεσε.
ΑΠΕ vs. θερμικές μονάδες
Υπό αυτή την έννοια, το επενδυτικό μπαράζ στις ΑΠΕ θα πρέπει να ιδωθεί και σαν μία κίνηση διατήρησης της ισορροπίας ανάμεσα στην παραγωγή και την προμήθεια, με δεδομένο ότι μειώνεται η συμβατική ηλεκτροπαραγωγική βάση της ΔΕΗ, με τη σταδιακή απόσυρση των λιγνιτικών μονάδων. Υπενθυμίζεται ότι η επιχείρηση προγραμματίζει κεφαλαιουχικές δαπάνες 10,1 δισ. ευρώ την επόμενη 3ετία, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων προορίζεται για την ανάπτυξη 6,3 GW ΑΠΕ στην Ελλάδα αλλά και στην ευρύτερη περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, με στόχο η «πράσινη» εγκατεστημένη ισχύς να ανέλθει σε 11,8 GW το 2027.
Το 2024, οι ανάγκες των πελατών της στην εγχώρια προμήθεια εκτιμώνται στις 25 Τεραβατώρες, με την παραγωγή της στις 19 Τεραβατώρες. Από αυτές 5 Τεραβατώρες θα προέλθουν από ΑΠΕ και 14 από θερμικές μονάδες. Οι προβλέψεις για το 2027 για παραγωγή και προμήθεια είναι ακριβώς οι ίδιες – το πελατολόγιό της θα χρειαστεί και πάλι 25 Τεραβατώρες, καθώς η αναμενόμενη αύξηση της ζήτησης για ηλεκτρική ενέργεια θα αντισταθμιστεί από τον εξορθολογισμό της καταναλωτικής της βάσης.
Ωστόσο, η μεγάλη διαφορά αφορά το μίγμα της παραγωγής σε μία 3ετία. Κι αυτό γιατί με το «γκάζι» στην ενίσχυση του «πράσινου» χαρτοφυλακίου της, πλέον από τις 19 Τεραβατώρες οι 10 θα προέλθουν από ανανεώσιμες πηγές και οι 9 από θερμική παραγωγή.
Ευέλικτη ισχύς
Η παραπάνω ανατροπή εξηγεί γιατί στα επιπλέον 900 εκατ. EBITDA, που προβλέπονται το 2027, τα 600 εκατ. θα προέλθουν από νέες μονάδες ΑΠΕ. Επίσης, 100 εκατ. θα προέλθουν από την εξοικονόμηση που θα φέρει η πλήρης απόσυρση των λιγνιτών μέχρι το 2027.
Την ίδια στιγμή, ωστόσο, η επέλαση των ΑΠΕ δεν θα φέρει μόνο μεγάλους «κύκλους» μικρών ή υψηλών χονδρεμπορικών τιμών ηλεκτρικής ενέργειας, αλλά και έντονες αυξομειώσεις στις αγορές σε πολύ μικρότερα χρονικά διαστήματα - ακόμη και μέσα σε ένα 24ωρο. Ως συνέπεια, εκτός από την ανάπτυξη έργων ΑΠΕ, ο Όμιλος την επόμενη τριετία θα επενδύσει σημαντικά σε έργα ευέλικτης παραγωγής ενέργειας με στόχο να προσθέσει μέχρι το 2027 εγκατεστημένη ισχύ 1,8GW.
Σε αυτό το χαρτοφυλάκιο ευέλικτης ισχύος περιλαμβάνονται έργα αντλησιοταμίευσης, μπαταρίες, αιχμιακές μονάδες αερίου (peakers), και νέοι υδροηλεκτρικοί σταθμοί. Πρόκειται για μονάδες που εκτός από απαραίτητες για την ισορροπημένη λειτουργία του συστήματος, παράγουν και μεγαλύτερη αξία, καθώς η τιμή της παραγόμενης ενέργειας στις στιγμές αυξημένης ζήτησης και μειωμένης παραγωγής είναι υψηλότερο.
Μεταφορά του μοντέλου στη Ρουμανία
Στα επιπλέον 600 εκατ. του 2027 θα συνδράμει και η δραστηριότητα των δικτύων διανομής, με 200 εκατ. Κύριο χαρακτηριστικό των δικτύων είναι τα εγγυημένα έσοδα, τα οποία εν πολλοίς δεν εξαρτώνται από τις συνθήκες που επικρατούν στις αγορές. Πρόκειται για ένα πλεονέκτημα που η ΔΕΗ σχεδιάζει να αξιοποιήσει περαιτέρω, αυξάνοντας τις επενδύσεις ώστε να αυξηθεί η κερδοφορία. Έτσι, αναμένει πως η Ρυθμιζόμενη Περιουσιακή Βάση των εγχώριων asset θα αυξηθεί στα 4,6 δισ. το 2027, από 3,4 δισ. το 2024.
Όπως ανέφερε ο κ. Στάσσης στη χθεσινή παρουσίαση, το σχέδιο είναι το ίδιο καθετοποιημένο μοντέλο να μεταφερθεί και στην PPC Romania. Τη δυνατότητα αυτή δίνει το γεγονός ότι η θυγατρική στη Ρουμανία είναι έτσι κι αλλιώς «μία μικρή ΔΕΗ», με παρουσία στους ίδιους τρεις κλάδους – παραγωγή, προμήθεια, δίκτυα.
Η PPC Romania έχει 3,2 εκατομμύρια πελάτες που προμηθεύει με 10,4 Τεραβατώρες ενέργειας ετησίως, από τις οποίες παράγει η ίδια μόλις 1 Τεραβατώρα. Στόχος είναι το νούμερο αυτό να αυξηθεί στις 5 Τεραβατώρες το 2027, κυρίως αναπτύσσοντας νέες ΑΠΕ. Επίσης, προγραμματίζεται και στη η προσθήκη ευέλικτης ισχύος, με αιχμιακές μονάδες 300 MW.
«Χώρος» για ανάπτυξη και μετά το 2027
Αξίζει να σημειωθεί ότι παρά το «πράσινο» επενδυτικό μπαράζ, η ΔΕΗ και το 2027 θα συνεχίσει να καλύπτει μέρος της αναγκών των πελατών της με παραγωγή τρίτων, τόσο στην Ελλάδα όσο και στη Ρουμανία. Το γεγονός αυτό σημαίνει ότι υπάρχει «χώρος» για περαιτέρω ανάπτυξη της επιχείρησης και μετά την επόμενη 3ετία, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις ώστε τα EBITDA να αυξηθούν έτι περαιτέρω τα επόμενα χρόνια, πάνω από τα 3 δισ. ευρώ το 2030.
Η παραπάνω ανισορροπία θα αποτελέσει το αναπτυξιακό εφαλτήριο μετά το 2027, όπως σημείωσε στη χθεσινή παρουσίαση ο κ. Στάσσης, προσθέτοντας ότι το προφίλ των ταμειακών ροών θα είναι τότε εντελώς διαφορετικό, με συνέπεια η επιχείρηση να έχει τη δυνατότητα για ακόμη μεγαλύτερες «πράσινες» επενδύσεις. Και πάλι γνώμονας των επενδύσεων θα είναι το χρέος του Ομίλου ως ποσοστό του EBITDA να παραμείνει κάτω από το όριο του 3,5x που έχει τεθεί.
Ακόμη πάντως και πριν το 2027, η ΔΕΗ θα γίνεται ολοένα πιο επιλεκτική στην επιλογή των έργων από το pipeline της (ή από τα χαρτοφυλάκια στα οποία συμπράττει με άλλες εταιρείες) που θα αναπτύσσει. Ο επικεφαλής της ΔΕΗ εκτίμησε πως η παραγωγή θα αυξηθεί, ώστε να ισορροπήσει με την προμήθεια, προς το 2031-2032.