Αιχμάλωτοι της δημιουργικής ασάφειας των ετικετών που φέρουν προϊόντα τροφίμων είναι 450 εκατομμύρια Ευρωπαίοι καταναλωτές σύμφωνα με έκθεση που δημοσίευσε χθες το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο (ΕΕΣ). Οι πληροφορίες και οι επισημάνσεις που φέρουν τα τρόφιμα μπορεί να είναι από ασαφείς, ελλιπείς μέχρι και παραπλανητικές υποδαυλίζοντας την απόφαση αγοράς και θέτοντας σε κίνδυνο ακόμη και τη δημόσια υγεία. Γνωστά παραδείγματα αποτελούν οι ημερομηνίες λήξης οι οποίες συχνά δεν είναι ούτε ανεξίτηλες ούτε αναγράφονται σε εμφανές σημείο ενώ ασαφείς και γενικές είναι οι πληροφορίες και για τα αλλεργιογόνα συστατικά.
Το ΕΕΣ εντόπισε μια σειρά ανησυχητικών κενών στη νομοθεσία, καθώς και προβλήματα στο επίπεδο των ελέγχων και των κυρώσεων.
«Αντί να ξεκαθαρίζουν το τοπίο, οι ετικέτες των τροφίμων συχνά το θολώνουν. Οι καταναλωτές βρίσκονται αντιμέτωποι με εκατοντάδες διαφορετικά συστήματα, λογότυπους και ισχυρισμούς», δήλωσε η Keit Pentus-Rosimannus, Μέλος του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου και αρμόδια για τον έλεγχο. «Η δημιουργικότητα των επιχειρήσεων στις συσκευασίες είναι αστείρευτη, και οι κανόνες της ΕΕ δεν προλαβαίνουν να προσαρμοστούν στις εξελίξεις στην αγορά, με αποτέλεσμα περίπου 450 εκατομμύρια Ευρωπαίοι καταναλωτές να βρίσκονται στο έλεος εσκεμμένα ή ακούσια παραπλανητικών μηνυμάτων».
Για παράδειγμα, άτομα με τροφικές αλλεργίες μπορεί να συναντήσουν προϊόντα με υπερβολικά επιφυλακτική προληπτική επισήμανση αλλεργιογόνων και με αόριστες δηλώσεις, όπως «μπορεί να περιέχει…». Η πρακτική αυτή ουσιαστικά περιορίζει τις επιλογές τους. Το ζήτημα αυτό αφορά ιδιαιτέρως τους χορτοφάγους και τους βίγκαν: η σήμανση των τροφίμων ως κατάλληλων για αυτές τις κατηγορίες καταναλωτών δεν ρυθμίζεται, καθώς δεν υπάρχει ορισμός των εν λόγω προϊόντων σε επίπεδο ΕΕ.
Το ΕΕΣ σημειώνει ότι σκοπός της επισήμανσης των τροφίμων είναι το καταναλωτικό κοινό να διαθέτει τις αναγκαίες πληροφορίες ώστε να κάνει συνειδητές και τεκμηριωμένες επιλογές. Το πρόβλημα, όμως, είναι ότι οι Ευρωπαίοι καταναλωτές βρίσκονται αντιμέτωποι με ολοένα αυξανόμενο αριθμό ισχυρισμών, λογότυπων, διαφημιστικών συνθημάτων, ετικετών και βαθμολογιών που όχι μόνο μπορούν να προκαλέσουν σύγχυση αλλά και να τους παραπλανήσουν
Όπως διαπιστώνεται, τα συστήματα διατροφικής επισήμανσης στο μπροστινό μέρος της συσκευασίας, όπως τα Nutri-Score, NutrInform Battery και Keyhole, δεν είναι εναρμονισμένα σε επίπεδο ΕΕ και τα ενδιαφερόμενα μέρη δεν μπορούν να καταλήξουν σε συμφωνία σχετικά με το σύστημα που πρέπει να χρησιμοποιείται. Ωστόσο, η ύπαρξη τυποποιημένων κανόνων θα βοηθούσε τους καταναλωτές τροφίμων να κάνουν υγιεινότερες επιλογές και θα συνέβαλε, ενδεχομένως, στην πρόληψη ασθενειών που σχετίζονται με τη διατροφή. Απεναντίας, η συνύπαρξη τόσο πολλών συστημάτων στις χώρες της ΕΕ, καθένα με τη δική του σημασία και σκοπιμότητα, έχει το αντίθετο αποτέλεσμα, δηλαδή την πρόκληση σύγχυσης στο καταναλωτικό κοινό και όχι την καθοδήγησή του.
Τη σύγχυση έρχεται να επιτείνει ο αυξανόμενος αριθμός προαιρετικών σημάτων, λογότυπων και ισχυρισμών που χρησιμοποιούνται για την προσέλκυση των καταναλωτών. Στην κατηγορία αυτή εντάσσονται οι «καθαρές» ετικέτες που αφορούν την απουσία συγκεκριμένων στοιχείων (π.χ. «χωρίς αντιβιοτικά») ή μη πιστοποιημένες ιδιότητες (π.χ. «φρέσκο» ή «φυσικό»), αλλά και πολλοί και διάφοροι περιβαλλοντικοί ισχυρισμοί, που ισοδυναμούν με πρακτικές πράσινου ξεπλύματος. Το ΕΕΣ επισημαίνει ότι οι ισχύοντες κανόνες της ΕΕ δυστυχώς δεν αρκούν για να αποτρέψουν τέτοιες πρακτικές.
Ελλιπής η εκπαίδευση των καταναλωτών
Επιβαρυντικός παράγοντας στην αναγνώριση της ορθής επισήμανσης των προϊόντων είναι και η ελλιπής εκπαίδευση των καταναλωτών. ΤοΕΕΣ υπογραμμίζει ότι η εκπαίδευση των καταναλωτών δεν μοιάζει να αποτελεί προτεραιότητα. Κατά το διάστημα 2021-2025, η ΕΕ διέθεσε 5,5 εκατ. ευρώ περίπου, ποσό πολύ μικρό, για εκστρατείες ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης σχετικά με την επισήμανση των τροφίμων, ενώ οι εκστρατείες των κρατών μελών για την ενημέρωση των καταναλωτών είναι σποραδικές. Λόγου χάριν, η σήμανση της ημερομηνίας, αν και υποχρεωτική, δεν είναι επαρκώς σαφής για τους καταναλωτές, οι οποίοι δυσκολεύονται να αντιληφθούν τη σημασία και τις συνέπειες των ενδείξεων «ανάλωση έως» και «ανάλωση κατά προτίμηση πριν από».
Τι προβλέπουν οι κανόνες της ΕΕ για την επισήμανση στις ετικέτες και τι κάνουν οι επιχειρήσεις τροφίμων
Οι διαπιστώσεις του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου έρχονται σε αντίθεση με τους κανόνες που έχει θέσει η ΕΕ για την επισήμανση τροφίμων και αυτό επειδή είναι αρκετά γενικοί ενώ δεν προβλέπονται συγκεκριμένες κυρώσεις. Ενδεικτικό είναι ότι σύμφωνα με την ΕΕ, «οι απαιτούμενες πληροφορίες πρέπει να είναι: ακριβείς, ευδιάκριτες και κατανοητές, μη παραπλανητικές, ανεξίτηλες», κάτι το οποίο καταφανώς δεν εφαρμόζεται αν κρίνει κανείς από τις ημερομηνίες λήξης σε προϊόντα μεγάλων πολυεθνικών οι οποίες συχνά δεν είναι ούτε σε ευδιάκριτο σημείο ούτε ανεξίτηλες. Ακόμη, όσον αφορά στις πληροφορίες για τα αλλεργιογόνα, οι κανόνες αναφέρουν ότι «τυχόν αλλεργιογόνα που υπάρχουν πρέπει να τονίζονται στον κατάλογο των συστατικών, για παράδειγμα με τη χρήση διαφορετικής γραμματοσειράς, διαφορετικού μεγέθους χαρακτήρων ή χρώματος φόντου. Ελλείψει καταλόγου συστατικών, η ένδειξη αλλεργιογόνων πρέπει να περιλαμβάνει τη λέξη «περιέχει» ακολουθούμενη από την ονομασία του αλλεργιογόνου». Αντ’ αυτού όπως αναφέρει και η Έκθεση του ΕΕΣ, αναφέρεται συχνά η φράση «μπορεί να περιέχει», μια φράση διόλου διαφωτιστική για τον καταναλωτή. Στην ίδια λογική, η ΕΕ προβλέπει συγκεκριμένες επισημάνσεις για την ποσότητα των συστατικών. Απευθυνόμενη στις επιχειρήσεις του κλάδου αναφέρει ότι «πρέπει να αναφέρετε την ποσότητα (σε ποσοστό) των συστατικών που εμφανίζονται στην ονομασία του προϊόντος (π.χ. «μηλόπιτα»), που υπογραμμίζονται στην επισήμανση με λέξεις, εικόνες ή γραφικά (π.χ. «με καρύδια»), που είναι ουσιαστικής σημασίας για τον χαρακτηρισμό του τροφίμου και τη διάκρισή του από άλλα τρόφιμα, με τις δύο (ειδικά) τελευταίες παραμέτρους να μην λαμβάνονται – στην πραγματικότητα - σχεδόν ποτέ υπ’ όψιν.
Σύμφωνα με το ΕΕΣ, οι επιχειρήσεις τροφίμων μπορεί επίσης να εκμεταλλεύονται τις αδυναμίες των συστημάτων ελέγχων και κυρώσεων. Σε γενικές γραμμές, οι έλεγχοι λειτουργούν ικανοποιητικά όσον αφορά τα υποχρεωτικά στοιχεία της επισήμανσης. Αντιθέτως, είναι ελάχιστοι ή ανύπαρκτοι οι έλεγχοι όσον αφορά τις προαιρετικές πληροφορίες, όπως οι ισχυρισμοί διατροφής και υγείας, ή τις διαδικτυακές πωλήσεις τροφίμων, που έχουν αυξηθεί σημαντικά από την εποχή της πανδημίας. Ιδίως οι ιστότοποι εκτός της ΕΕ είναι πρακτικά αδύνατο να υποβληθούν σε ελέγχους. Το ΕΕΣ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τα πρόστιμα που επιβάλλονται σε περίπτωση παραβάσεων δεν είναι πάντοτε αποτρεπτικά, αποτελεσματικά ή αναλογικά.