Περίπου 7% αύξηση σε τριμηναία βάση (στο τέταρτο τρίμηνο) ή 40% στο σύνολο του περσινού έτους αναμένεται στα υπό διαχείριση κεφάλαια των θυγατρικών των ελληνικών τραπεζών στο asset management (AUM - assets under management) με τη διείσδυση σε αυτό το πεδίο να παραμένει ακόμη σε χαμηλά επίπεδα.
Υπό αυτό το πρίσμα, αν και οι τράπεζες λαμβάνουν ένα σημαντικό «μπόνους» από την ενδυνάμωση του επενδυτικού πυλώνα του asset management, σε μια χρονική φάση που πιέζονται τα καθαρά έσοδα από τόκους (αντιστροφή επιτοκιακού κύκλου) και οι προμήθειες (κυβερνητικά μέτρα) ωστόσο, δεν καρπώνονται τα μέγιστα λόγω χαμηλής διείδυσης.
Το μεγάλο στοίχημα των ομάδων διαχείρισης είναι, έχοντας χτίσει σε πιο στέρεες βάσεις τις σχέσεις εμπιστοσύνης με τους πελάτες τους και βλέποντας και οι τελευταίοι τις αποδόσεις που έλαβαν τα τελευταία χρόνια και ενός έξτρα εισοδήματος που αποκόμισαν στη βάση των «target maturity» προϊόντων, να στρέψουν σταδιακά το πιο ρηχό και παραδοσιακό, σε τοποθετήσεις (περιορισμένου ρίσκου επενδύσεις) - τμήμα επενδυτών στο επόμενο επίπεδο, που είναι προϊόντα υψηλότερου ρίσκου (μετοχικά, σύνθετα κτλ).
Στο επίκεντρο του asset management βρίσκεται και η εντελώς διαφοροποιημένη - βάση προφίλ και χαρακτηριστικών - δεξαμενή νέων επενδυτών που εντρυφεί σε υψηλότερου ρίσκου και μεταβλητότητας τοποθετήσεις, με απευθείας έκθεσης σε μετοχικές αγορές του εξωτερικού και στον κόσμο των κρυπτονομισμάτων, μέσω ξένων broker. Προκύπτει λοιπόν η έμμεσα η ανάγκη κάλυψης αυτού του κενού, μέσω της διαμόρφωσης μιας πιο καινοτόμας και πιο ελκυστικής προϊοντικής γκάμας (θεματικές σε κλάδους μετοχών, γεωγραφικές ζώνες, ETFs κτλ).
Πέραν των όσων επιχειρούν τράπεζες και ΑΕΔΑΚ (συνέργειες με τμήματα asset - wealth management ξένων τραπεζών) θα πρέπει να ληφθούν περισσότερες πρωτοβουλίες και από τη μεριά κυβερνητικών φορέων και θεσμών της αγοράς. Στην Ελλάδα άλλωστε δεν υπάρχουν φορολογικά κίνητρα, ούτε κίνητρα στο πλαίσιο του δεύτερου ή τρίτου πυλώνα του συνταξιοδοτικού συστήματος (κεφαλαιοποιητικό σύστημα) για επενδύσεις, τη στιγμή που το διαθέσιμο εισόδημα της πλειονότητας των νοικοκυριών, βάσει των στοιχείων της Τράπεζας της Ελλάδος, τροφοδοτεί την κατανάλωση.
Δυνατό 2024 για τους διαχειριστές...
Οι καθαρές πωλήσεις αυξήθηκαν κατά 40% σε τριμηνιαία βάση στο τέταρτο τρίμηνο, ενώ για το 2024 αυξήθηκαν κατά 60% σε ετήσια βάση.
Οι καθαρές πωλήσεις τον Δεκέμβριο του 2024 διαμορφώθηκαν στα 467 εκατ. ευρώ (299 εκατ. ευρώ τον Νοέμβριο), με την Εθνική να καταγράφει τις ισχυρότερες καθαρές ροές ύψους 430 εκατ. ευρώ (ή 16% του AUM). Η ανάπτυξη του AUM οφείλεται στις καθαρές πωλήσεις και όχι στον αντίκτυπο του «valuation», καθώς οι πρώτες διαμορφώθηκαν στα 4,8 δισ. ευρώ το 2024 και αυξήθηκαν κατά 60% σε ετήσια βάση (καθαρές πωλήσεις 3 δισ. ευρώ το 2023). Μέχρι το τρίτο τρίμηνο, οι καθαρές πωλήσεις είχαν ξεπεράσει τα μεγέθη του σύνολου του 2023 (εννεάμηνο του 2024 στα 3,7 δισ. ευρώ).
Στην κορυφή η Eurobank - Ανεβαίνει η Εθνική
Τα μερίδια αγοράς παρέμειναν σταθερά τον Δεκέμβριο για τις ΑΕΔΑΚ των τεσσάρων συστημικών, με τη Eurobank να έχει το μεγαλύτερο μερίδιο με 26% και την Εθνική το μικρότερο με 14%. Η τελευταία ωστόσο, σημείωσε τη μεγαλύτερη αύξηση τόσο για το μήνα Δεκέμβριο (+39 μονάδες βάσης) όσο και για το σύνολο του περασμένου έτους (+360 μονάδες) φτάνοντας από το 11% στο 14% το 2024. Οι «Big 4» είδαν το συνδυασμένο μερίδιο αγοράς τους να παραμένει σταθερό στο 83% τον Δεκέμβριο (79% τον Δεκέμβριο του 2023).
Η χρυσή ευκαιρία για ενίσχυση των προμηθειών
Ωστόσο, όπως αναφέρει η Jefferies, στις ελληνικές τράπεζες καταγράφεται μια πολύ χαμηλή διείσδυση έναντι των ομοτίμων της στην ΕΕ στην αξιοποίηση των παραπάνω βασικών πυλώνων για την ενίσχυση των προμηθειών. Οι προμήθειες ως ποσοστό του συνόλου των περιουσιακών στοιχείων στην Ελλάδα είναι αρκετά χαμηλότερες από τον μέσο όρο της ΕΕ και της Νότιας Ευρώπης. Συγκεκριμένα, ο μέσος όρος των ελληνικών τραπεζών είναι στις 55 μονάδες βάσης με κάποια διαφοροποίηση - η Πειραιώς έχει την υψηλότερη κάλυψη, με 74 μονάδες βάσης και η Εθνική τη χαμηλότερη στις 50 μονάδες βάσης, σύμφωνα με τα στοιχεία του 2023.
Σε ευρωπαϊκό πλαίσιο, η Ελλάδα υστερεί επίσης σημαντικά, έναντι των κοντινών της - Ιταλίας, Ισπανίας - με το AUM ως ποσοστό του ΑΕΠ να είναι στο 10% περίπου έναντι του μέσου ευρωπαϊκό όρου στο 35% περίπου. Συγκρίνοντας το AUM με τις καταθέσεις των νοικοκυριών, η Ελλάδα βρίσκεται επίσης χαμηλότερα από Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία, στο 10% έναντι του μέσου ευρωπαϊκού όρου, στο 46%.