Τεράστια πρόοδο που τις φέρνει, μάλιστα, με προβάδισμα έναντι των άλλων ευρωπαϊκών τραπεζών σε όλους τους βασικούς δείκτες, έχουν καταγράψει οι ελληνικές τράπεζες, όπως αποδεικνύουν τα στατιστικά στοιχεία του SSM για τις επιδόσεις των συστημικά σημαντικών τραπεζών που εποπτεύει η ΕΚΤ. Στην σύγκρισή τους με τις 109 εποπτευόμενες ευρωπαϊκές τράπεζες, οι ελληνικές υπερισχύουν σε όλους τους βασικούς δείκτες, καταδεικνύοντας ότι όχι μόνο έχουν ξεπεράσει την κρίση, αλλά έχουν απελευθερώσει δυνάμεις που τις κατατάσσουν στην «αφρόκρεμα» των τραπεζών της ΕΕ.
Ακόμη και σε επίπεδο μη εξυπηρετούμενων δανείων – όπου οι ελληνικές τράπεζες είχαν το θλιβερό προνόμιο σχεδόν το 50% των δανείων τους να βρίσκεται στο «κόκκινο» μέχρι το 2019 -, η δραστική πρόοδος που έχει επιτευχθεί με την αρωγή του «Ηρακλή», έχει κλείσει την ψαλίδα του δείκτη μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPE) με τον μέσο ευρωπαϊκό όρο (δείκτης NPE Ελλάδα 3,35%, ΕΕ 2,28% το δ΄ τρίμηνο 2024), με τις ελληνικές τράπεζες, μάλιστα, να παρουσιάζουν πολύ ισχυρότερες αντιστάσεις στη δημιουργία νέων κόκκινων δανείων. Το ποσοστό δανείων με σημαντική αύξηση του πιστωτικού κινδύνου υποχώρησε περαιτέρω για τις ελληνικές τράπεζες στο 7,45%, από 9,61% το δ΄ τρίμηνο του 2023, όταν για τις ευρωπαϊκές ανέβηκε στο 9,93% από 9,73%. Επιπλέον, σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές, οι τέσσερις ελληνικές σημαντικές τράπεζες έχουν κατά 22,5% υψηλότερο ποσοστό κάλυψης από προβλέψεις έναντι επισφαλειών (48,5% έναντι μ.ό. ΕΕ 39,6%).
Τα κέρδη μετά φόρων των τεσσάρων μεγάλων ελληνικών τραπεζών ανήλθαν το 2024 σε 4,37 δισ. ευρώ, έναντι 179,84 δισ. ευρώ για τα 109 συστημικά πιστωτικά ιδρύματα της ΕΕ. Την ίδια στιγμή, όλοι οι βασικοί δείκτες απόδοσης των συστημικών τραπεζών της Ελλάδας ήταν καλύτεροι και το δ΄ τρίμηνο του 2024 έναντι του ευρωπαϊκού μέσου όρου, με την Απόδοση Ιδίων Κεφαλαίων (RoE) να προσεγγίζει το 13% (12,94% έναντι μ.ό. ΕΕ 9,54%). Η Απόδοση Ενεργητικού (RoA) διαμορφώνεται επίσης για τις ελληνικές τράπεζες σε 1,34%, έναντι 0,67%, αντίστοιχα. Ο Δείκτης Βασικών Εποπτικών Κεφαλαίων CET1 ανέρχεται σε 16% έναντι 15,86% (Συνολικός Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας 19,92% έναντι 19,99% ΕΕ, καθώς οι ελληνικές τράπεζες έχουν ελαφρώς χαμηλότερα κεφάλαια Tier 2) και ο Δείκτης Κάλυψης Ρευστότητας στο 213,89%, έναντι 158,01% των ευρωπαϊκών. Το Κόστος Κινδύνου (CoR) είναι επίσης χαμηλότερο (0,43% έναντι 0,47% για τις ευρωπαϊκές τράπεζες). Κατά πολύ χαμηλότερος είναι και ο Δείκτης Κόστους προς Έσοδα (CIR), στο 35,16% έναντι 54,89% για την υπόλοιπη ΕΕ. Όλα τα παραπάνω πιστοποιούν την αποτελεσματική διαχείριση που ασκούν οι Διοικήσεις των ελληνικών τραπεζών και την καταλληλότητα των business plans που εφαρμόζουν για την κερδοφόρο ανάπτυξη των οργανισμών, προς όφελος των μετόχων τους, της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας και με στόχο επίσης την προσέλκυση επενδυτών.
Οι τελευταίοι αξιολογούν επίσης την δυναμική της κερδοφορίας των τραπεζών βάσει της προέλευσης των εσόδων τους. Τα στοιχεία του SSM δείχνουν ότι τα έσοδα από τόκους είχαν πολύ μεγαλύτερη συμβολή στα συνολικά έσοδα των ελληνικών τραπεζών σε σχέση με τις τράπεζες της υπόλοιπης ΕΕ, ενώ η συμβολή των εσόδων από προμήθειες παρουσιάζει ακόμη σημαντική υστέρηση.
Ειδικότερα, τα έσοδα από τόκους συνεισέφεραν σε ποσοστό 77,30% στα συνολικά λειτουργικά έσοδα των τεσσάρων μεγάλων ελληνικών τραπεζών που εποπτεύονται από την ΕΚΤ, έναντι ποσοστού συνεισφοράς 58,87% για τα 109 συστημικά πιστωτικά ιδρύματα της ΕΕ. Από την άλλη πλευρά, τα έσοδα από προμήθειες, ως ποσοστό στα συνολικά λειτουργικά έσοδα των 109 συστημικών τραπεζών της ΕΕ ανήλθαν σε 28,79%, έναντι 17,86% για τις τέσσερις συστημικές τράπεζες της Ελλάδας.
Η υστέρηση αυτή καταρρίπτει τον μύθο περί ακριβών χρεώσεων από τις ελληνικές τράπεζες και εξηγεί την μεγάλη στροφή που κάνουν πλέον προς εργασίες (πλην της λιανικής) που παράγουν έσοδα προμηθειών και δεν έχουν ακόμη αναπτυχθεί επαρκώς στη χώρα μας (bancassurance, asset management, wealth management), δεδομένου ότι η πηγή των εσόδων από τόκους θα στερεύει όσο η ΕΚΤ θα μειώνει τα επιτόκια.
Σημειώνεται ότι οι ελληνικές τράπεζες «δούλεψαν» και το 2024 με σημαντικά υψηλότερο επιτοκιακό περιθώριο (σ.σ. διαφορά επιτοκίου χορηγήσεων – καταθέσεων) σε σχέση με τον μέσο ευρωπαϊκό όρο. Τα στοιχεία του SSM δείχνουν ότι το δ΄ τρίμηνο 2024, το καθαρό περιθώριο επιτοκίου για τις τέσσερις μεγάλες ελληνικές τράπεζες ήταν 3,04%, έναντι 1,60% για τα 109 εποπτευόμενα συστημικά πιστωτικά ιδρύματα της ΕΕ. Η διαφορά αυτή εξηγείται από πολλούς λόγους. Ενδεικτικά, από το γεγονός ότι οι ελληνικές τράπεζες δανείζονται ακόμη με υψηλότερο επιτόκιο ρευστότητα από τις αγορές. Επιπλέον, παραμένουν με υψηλότερο ποσοστό κόκκινων δανείων σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Όπως επίσης, και με σημαντικά υψηλότερη ρευστότητα που λειτουργεί αποτρεπτικά στην χορήγηση υψηλών επιτοκίων στις καταθέσεις.
Υψηλότερο καθαρό επιτοκιακό περιθώριο έναντι του μέσου όρου των ελληνικών συστημικών τραπεζών είχαν οι τράπεζες της Σλοβενίας (3,54%), της Λετονίας (3,51%), της Εσθονίας (3,31%) και της Λιθουανίας (3,08%), ενώ άνω του μέσου όρου ήταν επίσης τα επιτοκιακά περιθώρια σε Πορτογαλία (2,91%), Ισπανία (2,80%), Αυστρία (2,39%), Ιταλία (2,33%) και Ιρλανδία (2,05%).