Λύσεις για την αντιμετώπιση του ζητήματος του αναβαλλόμενου φόρου και την ποιοτική αναβάθμιση των κεφαλαίων των τραπεζών εξετάζει η κυβέρνηση. Σύμφωνα με τις πληροφορίες του insider, το θέμα συζητείται με τους Θεσμούς, με στόχο να υπάρξει νομοθετική ρύθμιση στη Βουλή τον Μάρτιο.
Όπως αναφέρουν οι πληροφορίες, υπό εξέταση βρίσκονται δύο λύσεις, οι οποίες θα πρέπει να διερευνηθεί αν είναι συμβατές με τους ευρωπαϊκούς κανονισμούς:
α) Να επιτραπεί, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις και για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, στην περίπτωση που ενεργοποιείται η ρήτρα του αναβαλλόμενου φόρου (DTC) κατόπιν της εμφάνισης ζημιών από τις τράπεζες, το Δημόσιο να μπορεί να μεταβιβάσει το δικαίωμα (στην πράξη, την υποχρέωση) συμμετοχής του στο μετοχικό κεφάλαιο της τράπεζας. Δηλαδή, να δοθεί option για την αγορά του αναβαλλόμενου φόρου από ιδιώτη ή και από την ίδια την τράπεζα.
β) Να μπορεί να γίνει σταδιακή αντικατάσταση των κεφαλαίων του αναβαλλόμενου φόρου με swap κρατικών ομολόγων.
Η επίλυση του ζητήματος του αναβαλλόμενου φόρου βρισκόταν εξαρχής στην ατζέντα της κυβέρνησης, ως το επόμενο βήμα του «Ηρακλή» για τη μείωση των κόκκινων δανείων. Και αυτό, διότι η δραστική απομείωση των NPLs από τους ισολογισμούς των τραπεζών μέσω των τιτλοποιήσεων, θα «κάψει» κεφάλαια και θα δημιουργήσει ενδεχομένως ζημίες στις τράπεζες, ενεργοποιώντας τη ρήτρα του αναβαλλόμενου φόρου και οδηγώντας σε αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου υπέρ του Δημοσίου.
Ο κίνδυνος αυτός έχει αποσοβηθεί επί του παρόντος μέσω του εταιρικού μετασχηματισμού (hive – down) στον οποίο προχωρούν οι τράπεζες.
Μέσω των hive – down, οι τραπεζικές δραστηριότητες διαχωρίζονται (απόσχιση) από τον Όμιλο και μεταβιβάζονται σε μια νέα κατά 100% θυγατρική εταιρεία που είναι η νέα Τράπεζα. Στη νέα Τράπεζα μεταβιβάζεται η πλειονότητα των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού της Τράπεζας, συμπεριλαμβανομένων των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων έναντι του Ελληνικού Δημοσίου.
Οι μη τραπεζικές δραστηριότητες διατηρούνται στη μητρική εταιρεία («παλαιά Τράπεζα») του Ομίλου, η οποία μετατρέπεται σε χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών (holding company), εισηγμένη στο Χρηματιστήριο Αθηνών. Η εταιρεία συμμετοχών ελέγχει απευθείας δραστηριότητες και περιουσιακά στοιχεία που σχετίζονται με τη στρατηγική για τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και την παροχή υπηρεσιών προς εταιρείες του Ομίλου και τρίτους. Επομένως, η νέα Τράπεζα δεν επιβαρύνεται με τις ζημίες που συνδέονται με τη μείωση των κόκκινων δανείων.
Ωστόσο, τα hive – down δεν μπορούν να επαναληφθούν, αποτελώντας λύση έναντι πιθανών ζημιών και για το μέλλον. Επιπλέον, οι τράπεζες πρέπει να αναβαθμίσουν την ποιότητα των κεφαλαίων τους, καθώς ο αναβαλλόμενος φόρος προσμετράται μεν στα κεφάλαια, αλλά δεν συνιστά κεφάλαιο πρώτης διαβάθμισης.
Τα κεφάλαια DTC και γιατί δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για μείωση των NPLs
Στο τέλος Σεπτεμβρίου 2020, τα κύρια κεφάλαια κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 των τραπεζών (CET 1) και ο σχετικός δείκτης, καθώς και τα κεφάλαια από αναβαλλόμενο φόρο (DTC) και η αναλογία τους στα κεφάλαια CET 1, διαμορφώνονταν για τις τέσσερις συστημικές τράπεζες ως εξής:
- Alpha Bank: Κεφάλαια CET 1: 7,9 δις. ευρώ, Δείκτης CET 1: 17,2%, Κεφάλαια DTC: 3,1 δις. ευρώ, Κεφάλαια DTC / Κεφάλαια CET 1: 39%.
- Τράπεζα Πειραιώς: Κεφάλαια CET 1: 6,1 δις. ευρώ, Δείκτης CET 1: 14,1%, Κεφάλαια DTC: 3,8 δις. ευρώ, Κεφάλαια DTC / Κεφάλαια CET 1: 62%.
- Eurobank: Κεφάλαια CET 1: 5,3 δις. ευρώ, Δείκτης CET 1: 13,2%, Κεφάλαια DTC: 3,7 δις. ευρώ, Κεφάλαια DTC / Κεφάλαια CET 1: 71%.
- Εθνική Τράπεζα: Κεφάλαια CET 1: 5,8 δις. ευρώ, Δείκτης CET 1: 15,9%, Κεφάλαια DTC: 4,3 δις. ευρώ, Κεφάλαια DTC / Κεφάλαια CET 1: 75%.
Στην αντιμετώπιση του αναβαλλόμενου φόρου, συνδυαστικά με τη μείωση των κόκκινων δανείων, έχει στηριχθεί η πρόταση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη σύσταση Asset Management Company. H πρόταση προβλέπει ότι η AMC αναλώνει για την εξυγίανση των ισολογισμών των τραπεζών την αναβαλλόμενη οριστική και εκκαθαρισμένη φορολογική απαίτηση (DTC), με την ενεργοποίηση μηχανισμού συμψηφισμού με ενδεχόμενες ζημίες, δίνοντας στο τραπεζικό σύστημα δυνατότητα σταδιακής καταβολής του κόστους εξυγίανσης σε βάθος πενταετίας. Η πρόταση προβλέπει επίσης ότι ο αναβαλλόμενος φόρος χρησιμοποιείται (σε ποσοστό 39%) και για την πληρωμή της κρατικής εγγύησης που θα λαμβάνουν οι τράπεζες, συμμετέχοντας στην AMC.
Ωστόσο, τα δύο θέματα – NPLs και DTC -, δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν ενιαία και ο αναβαλλόμενος φόρος δεν μπορεί να εργαλειοποιηθεί για να καλύψει ζημιές των τραπεζών από τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Και αυτό διότι:
- Οποιαδήποτε χρήση του αναβαλλόμενου φόρου συνιστά κρατική ενίσχυση και άρα ενεργοποιεί το bail – in (διάσωση με χρήματα των μετόχων και ομολογιούχων) που προβλέπει η οδηγία BRRD για την εξυγίανση τραπεζών. Αυτός είναι ο κύριος λόγος που η Κομισιόν έχει απορρίψει από το 2018 την πρόταση της ΤτΕ και δεν έχει ανοίξει το θέμα του DTC για καμία άλλη χώρα του ευρωπαϊκού Νότου.
- Ακόμη, όμως και αν ξεπερνιόταν με δυσκολία ο σκόπελος αυτός, το δεύτερο εμπόδιο θα ερχόταν από το σκέλος για την πληρωμή της προμήθειας για την κρατική εγγύηση από την τράπεζα, όπως και από το σκέλος της απόσβεσης του κόστους εξυγίανσης σε βάθος πενταετίας.
Ως προς το πρώτο σκέλος, η πληρωμή της προμήθειας από την τράπεζα αντιβαίνει στο προαπαιτούμενο της τιτλοποίησης που είναι ο διαχωρισμός του κινδύνου και η μεταβίβασή του από την τράπεζα στο SPV στο οποίο μεταφέρονται οι τιτλοποιήσεις. Η πληρωμή της προμήθειας από την τράπεζα θα σήμαινε ότι αυτή επωμίζεται τον πιστωτικό κίνδυνο (αντιθέτως, οι τιτλοποιήσεις προβλέπουν ότι οι τράπεζες διακρατούν τους senior τίτλους, δηλαδή το ασφαλέστερο κομμάτι της τιτλοποίησης) και άρα ο επόπτης δεν θα μπορούσε να δώσει την έγκριση για την από – αναγνώριση (derecognition), κύριο συστατικό των τιτλοποιήσεων.
Ως προς το δεύτερο σκέλος, ο ορίζοντας της πενταετίας δίνει αρνητικό σήμα στους επενδυτές, αφού εξαρτά την πληρωμή της προμήθειας από γεγονότα που μπορεί να αλλάξουν μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα, φέρνοντας ενδεχομένως την τράπεζα σε θέση να μην μπορεί να πληρώσει την προμήθεια για την κρατική εγγύηση.
Επίσης, ο χρόνος της πενταετίας για την απόσβεση του κόστους εξυγίανσης πρακτικά δεν ισχύει, αφού με βάση τα προβλεπόμενα από το λογιστικό πρότυπο IFRS 9, το κόστος αυτό πρέπει να ληφθεί από τις τράπεζες εμπροσθοβαρώς.