Στη συστηματική «καλλιέργεια» της κεφαλαιακής τους βάσης, με εκδόσεις ομολόγων για τον εμπλουτισμό της σύνθεσης και του ύψους των κεφαλαίων τους, θα μπουν συνολικά οι ελληνικές τράπεζες μέσα στο επόμενο τρίμηνο. Το «λίπασμα» κεφαλαίων θα ρίχνεται στους ισολογισμούς των τραπεζών σε ετήσια βάση και καθ΄ όλη τη διάρκεια της προσεχούς πενταετίας, με αποτέλεσμα, χωρίς την έκδοση νέων μετοχών, τα κεφάλαια των τραπεζών να ενισχυθούν κατά 16 δισ. ευρώ μέχρι το 2025.
Το «χτίσιμο» της νέας κεφαλαιακής σύνθεσης των ελληνικών τραπεζών κατά τα πρότυπα των υπολοίπων ευρωπαϊκών θα γίνει με εκδόσεις ομολόγων Tier II, AT1 και senior preferred και την εκκίνηση αναμένεται να κάνει η Alpha Bank με ομολογιακή έκδοση Tier II 500 – 600 εκατ. ευρώ. Όπως αναφέρουν τραπεζίτες στο insider.gr, μέχρι τα τέλη του 2021, η καθεμία από τις τέσσερις συστημικές τράπεζες θα προβεί σε εκδόσεις ομολόγων περί το 1 δισ. ευρώ, σε «πακέτα» που θα μπορεί να απορροφήσει χρονικά η αγορά. Η αγορά αναμένει έκδοση Tier II και senior preferred από την Alpha Bank, δύο εκδόσεις senior από τη Eurobank, έκδοση Tier II ή senior preferred από την Εθνική και έκδοση AT 1 από την Τράπεζα Πειραιώς, η οποία ενισχύσει φέτος τα κεφάλαιά της και με αύξηση μετοχικού κεφαλαίου της τάξεως του 1 δισ. ευρώ.
Το ενδιαφέρον των ξένων επενδυτών για τις ομολογιακές εκδόσεις των ελληνικών τραπεζών είναι ήδη μεγάλο, προσβλέποντας στην προοπτική τοποθετήσεων με αποδόσεις περί το 5% για τα ομόλογα Tier II και περί το 2% - 2,5% για τα senior.
Οι ελληνικές τράπεζες από την πλευρά τους, φέροντας αξιολογήσεις στις κλίμακες CCC ή B, αναμένουν βελτίωση του κλίματος ώστε να κάνουν ευκολότερη την άσκηση εξόδου στις αγορές, πετυχαίνοντας τα χαμηλότερα δυνατά επιτόκια. Ωστόσο, τα περιθώρια wait and see δεν είναι τόσο ευέλικτα, αφού οι ομολογιακές εκδόσεις, λόγω ύψους και «συνωστισμού», κινούνται εντός ατύπων χρονοδιαγραμμάτων που πρέπει να υλοποιούνται σε ετήσια βάση μέχρι το 2025 (τυπικά ο πρώτος έλεγχος προόδου από το SRB θα γίνει στο τέλος του 2022, αν και παρακολουθεί επίσης την ενδιάμεση πρόοδο).
Ο ρυθμός υλοποίησης των χρονοδιαγραμμάτων θα διευκολύνεται όσο οι τράπεζες μειώνουν τα κόκκινα δάνεια και γίνονται πιο υγιείς και ελκυστικές για τους επενδυτές. Σημειώνεται ότι οι ελληνικές τράπεζες έχουν να βγουν στις αγορές για την έκδοση ομολόγων Tier II από τα τέλη του 2019 – αρχές 2020 και από το 2014 για εκδόσεις senior ομολόγων (σημειώνεται ότι τα senior ομόλογα συνιστούν εν μέρει και ρευστότητα που μπορεί να διοχετευθεί σε δάνεια). Το 2017 είχαν εκδώσει καλυμμένες ομολογίες, οι οποίες έληξαν το 2020, με το covered bond μίας Τράπεζας να έχει εκδοθεί το 2018 με λήξη το 2022.
Η υποχρέωση MREL
Η υποχρέωση της κεφαλαιακής ενίσχυσης των τραπεζών, - στο πλαίσιο της πρόληψης και όχι της κάλυψης κεφαλαιακών κενών όπως συνέβαινε μέχρι και το 2015 για τις ελληνικές τράπεζες -, απορρέει από μία νέα πανευρωπαϊκή πρόκληση: την διαμόρφωση δείκτη συνολικής κεφαλαιακής επάρκειας περί το 25% το 2025. Ο στόχος αυτός προβλέπεται από την υποχρέωση MREL (Minimum Required Eligible Liabilities) που θέσπισε το Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης (Single Resolution Board) μετά τη μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 – 2010 (το SRB ξεκίνησε τις εργασίες του την 1 η /1/2015).
Συνίσταται στην υποχρέωση των τραπεζών να σχηματίσουν προληπτικό κεφάλαιο για την προστασία των καταθετών σε περίπτωση εξυγίανσης. Ειδικότερα, οι τράπεζες θα πρέπει να πληρούν ανά πάσα στιγμή μία ελάχιστη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων (MREL) με την έκδοση επαρκών χρηματοοικονομικών μέσων (π.χ. ομόλογα Tier II, AT1 κ.ά.), τα οποία θα μπορούν να διαγραφούν ή και να απομειωθούν προς απορρόφηση ζημιών ή και να μετατραπούν σε μετοχικό κεφάλαιο υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, χωρίς να θέσουν σε κίνδυνο τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Στο πλαίσιο αυτό, και οι ελληνικές τράπεζες θα πρέπει να εμπλουτίσουν την κεφαλαιακή τους δομή, μέχρι το 2025, με κεφάλαια τα οποία θα πρέπει να καλύψουν την απόσταση των 10 ποσοστιαίων μονάδων που χωρίζει τον σημερινό τους μέσο δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας (15%) από το 25% που θέτει ως στόχο η οδηγία MREL. Με βάση το συνολικό σταθμισμένο ενεργητικό των τεσσάρων συστημικών τραπεζών που ανέρχεται σε 160 δισ. ευρώ, μέχρι το 2025 θα πρέπει τα κεφάλαιά τους να ενισχυθούν μέσω χρηματοοικονομικών εργαλείων κατά 16 δισ. ευρώ.