Επί τα χείρω αναθεωρεί τις εκτιμήσεις της για την πορείας της ελληνικής οικονομίας η Deutsche Bank, με τη χώρα να «πέφτει» αρκετές θέσεις σε ότι αφορά το εμβολιαστικό πρόγραμμα.
Έτσι, ο γερμανικός οίκος, «κόβει» στο 2% από το 5,5% που εκτιμούσε στα τέλη Ιανουαρίου το ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας για το 2021, ανεβάζοντας ελαφρώς στο 6,1% από 5,9% τη δυναμική ανάπτυξης για το 2022.
Επιπλέον, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, από το -6,7% του 2020 θα μειωθεί στο -5,4% φέτος και στο -4,1% το 2022, ενώ το ισοζύγιο του προϋπολογισμού θα παραμείνει ελλειμματικό κατά τα επόμενα δύο χρόνια, κλείνοντας στο 7,2% του ΑΕΠ το 2021 από 9,6% το 2020, παραμένοντας σε υψηλά επίπεδα το 2022, ήτοι στο 7,4%. Παράλληλα, την Ελλάδα έχουν ξεπεράσει ως προς την ταχύτητα του εμβολιαστικού προγράμματος, οι Ισπανία (16,98% συνολικά), Γερμανία (16,78%), Πορτογαλία (15,73%), Γαλλία (16,94%) και η Ολλανδία (17,22%), τη στιγμή που στις αρχές Φεβρουαρίου, η χώρα κατείχε υψηλότερη θέση. Τις τελευταίες επτά ημέρες εμβολιάστηκε το 3,21% του πληθυσμού φτάνοντας συνολικά το 14,63% από την έναρξη των εμβολιασμών.
Ευρύτερα για την Ευρωζώνη, η ανάπτυξη για το 2021 αναμένεται να διαμορφωθεί στο 4,6% και το 4,8% το 2021 και το 2022 αντίστοιχα, τη στιγμή που οι ΗΠΑ θα «τρέξουν» με ρυθμό 6,8% και 4,7%, ενώ η Βρετανία με 6% και 4,8% αντίστοιχα.
Εστιάζοντας στην Ευρωζώνη, η Deutsche Bank αναφέρει πως, τα τελευταία 15 χρόνια έχει δημιουργηθεί ένα επενδυτικό κενό ύψους 1,7 τρισ. ευρώ, σε μια κλίμακα περίπου 15% του ΑΕΠ, ενώ το κενό παραγωγής στηριζόμενο στο υπόδειγμα Solow το 2019 ήταν περίπου 5%, κάτι που πιθανώς εξηγεί γιατί ο πληθωρισμός παρέμεινε τόσο χαμηλός και μακριά από το στόχο της ΕΚΤ για «κοντά στο 2%». Επιπλέον το βασικό «όπλο» του Ταμείου Ανάκαμψης μπορεί και να μην αρκεί για να κλείσει το επενδυτικό κενό της Ευρωζώνης. Τα 750 δισ. από το Ταμείο αποτελούν το πρώτο πρόγραμμα δημοσιονομικής τόνωσης που χρηματοδοτείται με χρέος σε δημόσιες επενδύσεις στην περιοχή για την ερχόμενη επταετία ή 1% περίπου του ΑΕΠ ετησίως.
Σύμφωνα με το ΔΝΤ τα προγράμματα δημοσιονομικής τόνωσης που χρηματοδοτούνται με χρέος τείνουν να έχουν ισχυρότερες επιπτώσεις στο ΑΕΠ χωρίς κάποια αρνητική συνέπεια στη δυναμική του χρέους. Το Ταμείο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι δημόσιες επενδύσεις αυξάνουν την παραγωγή κατά 1,5 φορά βραχυπρόθεσμα και έως 3 φορές τις δαπάνες μετά από 5 χρόνια, με μια μείωση του δείκτη δημόσιου χρέους κατά 1,5%. Έτσι με βάση την εικόνα του ΔΝΤ, μια αισιόδοξη αξιολόγηση του Ταμείου Ανάκαμψης θα έδειχνε ότι ένα πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων ισοδύναμο με το 1% του ΑΕΠ ετησίως θα μπορούσε να ενισχύσει τις ιδιωτικές επενδύσεις με τον ίδιο ρυθμό, αυξάνοντας το ΑΕΠ κατά 2% - 3% μεσοπρόθεσμα.
Για να κλείσει λοιπόν το επενδυτικό κενό θα πρέπει:
- Όλοι οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης να χρησιμοποιηθούν, συμπεριλαμβανομένων των δανείων RRF ύψους 360 δισ. ευρώ. Οι ενδείξεις μέχρι στιγμής είναι ότι τα κράτη μέλη της ΕΕ θα λάβουν τις επιχορηγήσεις, αλλά υπάρχει κάποια διστακτικότητα στη χρήση των δανείων. Ορισμένες χώρες ενδέχεται να χρησιμοποιήσουν μια στρατηγική δύο σταδίων: πρώτα οι επιχορηγήσεις και, ανάλογα με τους όρους, τα δάνεια αργότερα.
- Οι δημοσιονομικοί πολλαπλασιαστές θα πρέπει να είναι υψηλοί, και για να γίνει αυτό θα πρέπει η νομισματική πολιτική να παραμείνει εποικοδομητική όλο το διάστημα, οι δημόσιες δαπάνες για επενδύσεις θα πρέπει να είναι πολύ αποτελεσματικές και θα πρέπει να συνεχιστεί η χρηματοδότηση μέσω έκδοσης χρέους και άρα να υπάρχει συνέχιση της ευνοϊκής δημοσιονομικής πολίτικης.
- Οι τράπεζες πρέπει να είναι σε θέση να χρηματοδοτήσουν τις ιδιωτικές επενδύσεις.