Επαρκή πρόοδο στις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει η Ελλάδα στο πλαίσιο της Ενισχυμένης Εποπτείας διαπιστώνει η έκθεση των Θεσμών για τη 10η αξιολόγηση που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα από την Κομισιόν, μαζί με ένα πακέτο εγγράφων του Ευρωπαϊκού εξαμήνου στο οποίο περιλαμβάνονται και οι 3 συστάσεις για τον ελληνικό προϋπολογισμό που θα τεθούν προς επικύρωση στη σύνοδο των ΥΠΟΙΚ. Δίνει, όπως αναμενόταν, το «πράσινο φως» για το πακέτο παρεμβάσεων στο χρέος αξίας 748 εκατ. ευρώ και επαναλαμβάνει ότι θα πρέπει να συνεχισθούν τα μέτρα στήριξης με παράταση της ρήτρας διαφυγής και για το 2022.
Ωστόσο, στο κείμενο της 10ης αξιολόγησης, και πιο συγκεκριμένα στο κεφάλαιο της ανάλυσης βιωσιμότητας του χρέους (που είναι θετική), περιλαμβάνεται πρόβλεψη για απότομη επιβράδυνση της ανάπτυξης μετά το 2022. Καθίσταται σαφές ότι χώρες όπως η Ελλάδα με υψηλό χρέος θα πρέπει να επιστρέψουν σταδιακά το 2022 σε συνετές δημοσιονομικές πολιτικές και από το 2023 να εφαρμόζουν ξανά τους δημοσιονομικούς κανόνες που «ορίζονται», για την Ελλάδα, σε πλεονάσματα ίσα με το 2,2% του ΑΕΠ.
Για το ΑΕΠ εκτιμάται ότι από άνοδο κατά 4,1% το 2021 και κατά 6% το 2022 (σ.σ. προβλέψεις παρεμφερείς με αυτές της ελληνικής κυβέρνησης), το 2023 η κυβέρνηση περιορίζεται σε ρυθμό ανάπτυξης 2,4% και 1,7% το 2024. Η επιβράδυνση είναι ακόμα μεγαλύτερη στη συνέχεια, με ρυθμό ανόδου του ΑΕΠ κατά 0,7% το 2030. Για το 2040 εκτιμάται άνοδος του ΑΕΠ κατά 1,7%, για το 2050 κατά 1,6% και το 2060 κατά 1,5%. Γίνεται ωστόσο σαφές πως σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα η πορεία του ΑΕΠ δεν ενσωματώνει το Σχέδιο Ανάκαμψης που θα στηρίξει επιπλέον την ανάπτυξη.
Τα εύσημα για τις μεταρρυθμίσεις, το α' τρίμηνο του 2022 ο νέος ΕΝΦΙΑ, έρχεται ο κατώτατος – Καλά πάει το Ελληνικό, προσκόμματα στην Εγνατία
Επίσης επιβεβαιώνεται πως η αναπροσαρμογή του ΕΝΦΙΑ με βάση τις νέες αντικειμενικές θα γίνει το 2022 αλλά τα εκκαθαριστικά δεν θα εκδοθούν τον Αύγουστο αλλά το πρώτο τρίμηνο του επόμενου έτους. Μέσα στις επόμενες ημέρες θα έρθει το νέο εργασιακό στη Βουλή, ενώ έως το τέλος Ιουλίου θα πρέπει να γίνει η αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού. Αναφέρεται και στο νέο σχέδιο αποπληρωμής των ληξιπρόθεσμών οφειλών που αυξήθηκαν το τελευταίο διάστημα.
«Οι ελληνικές αρχές αναφέρεται πως προχώρησαν στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων σε ένα ευρύ φάσμα τομέων πολιτικής, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που θα βοηθήσουν στη διαχείριση των κοινωνικοοικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας και θα διευκολύνουν την εφαρμογή νέων δημόσιων επενδύσεων» επισημαίνεται.
Γίνεται ειδική αναφορά στον νέο πτωχευτικό, στον Ηρακλή, στην ενίσχυση της ΑΑΔΕ, στη «σημαντική αναθεώρηση του πλαισίου δημοσίων συμβάσεων», στο στόχο για 30% κεντρικές προμήθειες στην υγεία, στην ενίσχυση του ΑΣΕΠ και όχι μόνο.
Σημαντικά βήματα, συμπεριλαμβανομένης νέας πρωτογενούς και δευτερογενούς νομοθεσίας, ελήφθησαν για την απλούστευση των απαιτήσεων αδειοδότησης επενδύσεων, αναφέρεται, αλλά γίνεται λόγος και για αναβολή παρεμβάσεων στις εκπαιδευτικές δραστηριότητες που μεταφέρονται για τον Σεπτέμβριο. Το Κτηματολόγιο «βρίσκεται σε καλό δρόμο», επισημαίνεται, ενώ για το θέμα των δασικών χαρτών εκτιμάται πως η επικύρωση του 95% όλων των χαρτών θα επιτευχθεί το πρώτο τρίμηνο του 2022.
Σημειώθηκε ικανοποιητική πρόοδος σε αρκετές από τις τρέχουσες ιδιωτικοποιήσεις, συμπεριλαμβανομένου του Ελληνικού, των περιφερειακών λιμένων, των ακινήτων και της υπόγειας αποθήκευσης φυσικού αερίου στη Καβάλα. Αντιθέτως, η πρόοδος που σημειώθηκε στο θέμα της Εγνατίας «ήταν περιορισμένη και οι εργασίες έχουν καθυστερήσει».
Για τις ληξιπρόθεσμες οφειλές αναφέρεται πως «οι αρχές λαμβάνουν μέτρα για την αποκατάσταση των καθυστερήσεων που προκαλούνται από την πανδημία». Το υπόλοιπο αυξήθηκε κατά 96 εκατ. ευρώ μεταξύ Δεκεμβρίου 2020 και Φεβρουαρίου 2021, «κυρίως λόγω ελλείψεων ρευστότητας σε ορισμένους φορείς». «Οι αρχές έλαβαν μέτρα για την αποκατάσταση των πληρωμών και παρείχαν επικαιροποιημένο σχέδιο εκκαθάρισης».
Επαρκής πρόοδος
Όπως αναφέρεται, η έκθεση θα είναι η βάση ώστε το Eurogroup να αποφασίσει για την αποδέσμευση του επόμενου πακέτου παρεμβάσεων στο χρέος αξίας 748 εκατ ευρώ. Συνολικά, η έκθεση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «η Ελλάδα έχει λάβει τις απαραίτητες ενέργειες για να επιτύχει τις δέουσες συγκεκριμένες δεσμεύσεις της, παρά τις δύσκολες συνθήκες που προκαλούνται από την πανδημία. Οι αρχές πραγματοποίησαν ορισμένες θεμελιώδεις μεταρρυθμίσεις, συμπεριλαμβανομένων των τομέων που θα είναι καθοριστικής σημασίας για τη διαχείριση των μακροπρόθεσμων επιπτώσεων από την τρέχουσα οικονομική κρίση και για την ενίσχυση της ικανότητας της δημόσιας διοίκησης να εφαρμόσει επιτυχώς το Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα χαιρετίζουν τη στενή και εποικοδομητική δέσμευση σε όλους τους τομείς και ενθαρρύνουν τις αρχές να διατηρήσουν τη δυναμική και, όπου είναι απαραίτητο, να ενισχύσουν τις προσπάθειες για την αποκατάσταση των καθυστερήσεων που προκαλούνται εν μέρει από την πανδημία, ιδίως όσον αφορά τις μεταρρυθμίσεις του χρηματοπιστωτικού τομέα».
Πώς εκτιμάται η πορεία του ΑΕΠ
Αναλυτικά, για το ΑΕΠ στο ειδικό κεφάλαιο της έκθεσης για τη βιωσιμότητα του χρέους αναφέρεται ότι «η αξιολόγηση λαμβάνει υπόψη την αναμενόμενη θετική επίδραση του Ταμείου Ανάκαμψης στην ανάπτυξη τα επόμενα έξι χρόνια. Βασίζεται στις πληροφορίες που παρέχονται στο Σχέδιο Ανάκαμψης και αντικατοπτρίζεται στις παραδοχές που χρησιμοποιήθηκαν στις Εαρινές Προβλέψεις της Επιτροπής» αλλά «δεν προδικάζει την επίσημη αξιολόγηση του Σχεδίου Ανάκαμψης που διενεργείται από την Επιτροπή». Τα μέτρα που παρουσιάζονται στο Σχέδιο αναμένεται να έχουν πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα 0,8% στο πραγματικό ΑΕΠ κατά μέσο όρο μεταξύ 2021 και 2026, εκτιμά η Επιτροπή.
Αναφέρει πως ενώ αυτό έχει μακροπρόθεσμη επίδραση στα επίπεδα του ΑΕΠ, μετά το 2026, η συγκεκριμένη ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους δεν το προσμετρά (σ.σ. δηλαδή στην πράξη το αποτέλεσμα σε βάθος χρόνου για το χρέος θα είναι καλύτερο). Εξηγεί πως το 13% των κονδυλίων αναμένεται να εκταμιευθεί το 2021 ως προχρηματοδότηση. Για τα δάνεια, οι υπολογισμοί βασίζονται στο σχέδιο της κυβέρνησης να δανείσει όλο το ποσό στον ιδιωτικό τομέα, με τη μορφή συγχρηματοδότησης, κάτι που οδηγεί μεν σε βραχυπρόθεσμη αύξηση των ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών , αλλά δεν έχει καμία επίπτωση στα ονομαστικά επίπεδα χρέους μακροπρόθεσμα.
Επιστροφή σε πλεονάσματα 2,2% του ΑΕΠ για δεκαετίες
Στο δημοσιονομικό πεδίο εκτιμάται ότι τα πρωτογενή πλεονάσματα θα επιστρέψουν το 2023 και θα φτάσουν στο 2,2% του ΑΕΠ. Σε ένα επίπεδο στο οποίο θα διατηρηθούν στη συνέχεια για δεκαετίες, αναφέρουν οι Θεσμοί «φωτογραφίζοντας» και το σημείο ισορροπίας στη διαπραγμάτευση που θα γίνει τους επόμενους μήνες για τη δημοσιονομική πολιτική που θα πρέπει να ασκείται στη χώρα κατά τη μετά ενισχυμένης εποπτείας εποχή.
Το χρέος υπολογίζεται φέτος στο 208,1% του ΑΕΠ, στο 200, 1% του ΑΕΠ το 202,2 στο 194,9% του ΑΕΠ το 2023, ενώ θα υποχωρήσει στα 168,8% του ΑΕΠ το 2030, στο 124,8% του ΑΕΠ το 2030 και στο 65,4% του ΑΕΠ το 2060.
Στο βασικό σενάριο το χρέος θεωρείται βιώσιμο. Υπάρχουν 2 εναλλακτικά σενάρια που καταγράφουν και τους κινδύνους.
Ωστόσο γίνεται σαφές ότι η ανάλυση βιωσιμότητας χρέους δεν καταγράφει τη μακροχρόνια επίπτωση στην ανάπτυξη από τις μεταρρυθμίσεις και τις επενδύσεις του σχεδίου ανάκαμψης. Για το μακροπρόθεσμο ορίζοντα αναφέρεται πως δεν λαμβάνει υπόψη τα οφέλη από το Σχέδιο Ανάκαμψης που μπορεί να μετριάσει επιπλέον τους κινδύνους. «Αντιθέτως, υπάρχουν κίνδυνοι που απορρέουν από την αβεβαιότητα που σχετίζεται με ενδεχόμενες υποχρεώσεις έναντι του ιδιωτικού τομέα, συμπεριλαμβανομένων των κρατικών εγγυήσεων που χορηγούνται σε επιχειρήσεις και αυτοαπασχολούμενους κατά τη διάρκεια της πανδημίας ή στο πλαίσιο του «Ηρακλή». Επίσης αναφέρει και το σενάριο ανόδου των επιτοκίων.
Ειδική επισήμανση γίνεται για τους δημοσιονομικούς κανόνες και για την πορεία της χώρας προς τα πλεονάσματα. Γίνεται πλήρως αποδεκτό το πακέτο μέτρων στήριξης που έχουν ήδη ληφθεί, αλλά και η πρόβλεψη που περιλαμβάνεται στο Πρόγραμμα Σταθερότητας για μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης, μείωση της προκαταβολής φόρου και για μείωση της φορολογίας επιχειρήσεων στο 22%. Ωστόσο επισημαίνεται επίσης ότι πρέπει να δοθεί έμφαση στην… επαναφορά σε πλεονάσματα.
«Η δημοσιονομική πολιτική θα παραμείνει ευνοϊκή το 2021 και τα περισσότερα από τα δημοσιονομικά μέτρα που ελήφθησαν για τον μετριασμό του κοινωνικού και οικονομικού κόστους της κρίσης αναμένεται να καταργηθούν το 2022» επισημαίνεται. Το πρωτογενές έλλειμμα θα φθάσει το 7,3% του ΑΕΠ το 2021 και στο 0,5% του ΑΕΠ το 2022, κάτι «το οποίο ευθυγραμμίζεται» με τις συστάσεις των θεσμών αφού δείχνει τη «σταδιακή λήξη των μέτρων δημοσιονομικής στήριξης και την αναμενόμενη οικονομική ανάκαμψη». Η εκτίμηση περιλαμβάνει το κόστος των Επιστρεπτέων Προκαταβολών, τις εγγυήσεις που παρέχονται στο πλαίσιο της πανδημίας, αλλά ότι τις εγγυήσεις που παρέχονται στο πλαίσιο του Ηρακλή.
Για τη γενική ρήτρα διαφυγής που ενεργοποιήθηκε σε συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου τον Μάρτιο του 2020 και παραμένει ενεργή το 2021, εξηγεί πως επιτρέπει προσωρινή απόκλιση από τις δημοσιονομικές δεσμεύσεις, συμπεριλαμβανομένων των δημοσιονομικών στόχων της Ελλάδας που παρακολουθείται σε καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας, αλλά «υπό την προϋπόθεση ότι αυτό δεν θέτει σε κίνδυνο τη δημοσιονομική βιωσιμότητα μεσοπρόθεσμα».
Εξηγεί μάλιστα πως τον Μάρτιο του 2021, η Επιτροπή εξέδωσε ανακοίνωση που προτείνει ότι «τα κράτη μέλη με υψηλά επίπεδα χρέους, όπως η Ελλάδα, θα πρέπει να ακολουθήσουν συνετές δημοσιονομικές πολιτικές το 2022, διατηρώντας παράλληλα τις εθνικά χρηματοδοτούμενες επενδύσεις και χρησιμοποιώντας επιχορηγήσεις στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης για τη χρηματοδότηση πρόσθετων υψηλής ποιότητας επενδυτικών σχεδίων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων» . Προαναγγέλλει πως στην σημερινή 2η έκθεση για τα δημοσιονομικά, η Επιτροπή θεωρεί ότι «πληρούνται οι προϋποθέσεις για τη συνέχιση της εφαρμογής της γενικής ρήτρας διαφυγής το 2022 και για την απενεργοποίησή της από το 2023» και εξηγεί πως οι ειδικές για κάθε χώρα καταστάσεις θα συνεχίσουν να λαμβάνονται υπόψη μετά την απενεργοποίηση της γενικής ρήτρας διαφυγής.
Οι 3 συστάσεις για τον προϋπολογισμό
Σε ξεχωριστό κείμενο για την πρόταση Γνωμοδότησης του Συμβουλίου σχετικά με το Πρόγραμμα Σταθερότητας της Ελλάδας (που υποβλήθηκε το Πάσχα με προβλέψεις έως και το 2024), «η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η Ελλάδα έχει λάβει τα απαραίτητα μέτρα για να επιτύχει τις δέουσες συγκεκριμένες δεσμεύσεις της, παρά τις δύσκολες συνθήκες που προκαλούνται από την πανδημία. Οι αρχές πραγματοποίησαν μια σειρά από θεμελιώδεις μεταρρυθμίσεις, συμπεριλαμβανομένων των τομέων που θα είναι καθοριστικής σημασίας για τη διαχείριση των μακροπρόθεσμων επιπτώσεων από την τρέχουσα οικονομική κρίση και την ενίσχυση της ικανότητας της δημόσιας διοίκησης να εφαρμόσει επιτυχώς το Σχέδιο Ανάκαμψης».
Τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα χαιρετίζουν τη στενή και εποικοδομητική δέσμευση σε όλους τους τομείς και ενθαρρύνουν τις αρχές να διατηρήσουν τη δυναμική και, όπου είναι απαραίτητο, να ενισχύσουν τις προσπάθειες για την αποκατάσταση των καθυστερήσεων που προκαλούνται εν μέρει από την πανδημία, ιδίως όσον αφορά τις μεταρρυθμίσεις του χρηματοπιστωτικού τομέα.
Συστήνουν στην Ελλάδα:
1. Το 2022, να χρησιμοποιήσει το Σχέδιο Ανάκαμψης για να χρηματοδοτήσει πρόσθετες επενδύσεις για την υποστήριξη της ανάκαμψης, ακολουθώντας συνετή δημοσιονομική πολιτική διατηρώντας παράλληλα τις εθνικά χρηματοδοτούμενες επενδύσεις
2. Όταν το επιτρέπουν οι οικονομικές συνθήκες, να ακολουθήσει δημοσιονομική πολιτική με στόχο την επίτευξη συνετών μεσοπρόθεσμων δημοσιονομικών θέσεων και τη διασφάλιση της δημοσιονομικής βιωσιμότητας μεσοπρόθεσμα. Και ταυτόχρονα να ενισχύσει τις επενδύσεις και την αναπτυξιακή δυναμική.
3. Να δώσει ιδιαίτερη προσοχή στη σύνθεση των δημόσιων οικονομικών, τόσο από πλευράς εσόδων όσο και από πλευράς δαπανών. Αλλά και του προϋπολογισμού, και από την ποιότητα των δημοσιονομικών μέτρων, προκειμένου να εξασφαλιστεί μια βιώσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ανάκαμψη. Αλλά και να δώσει προτεραιότητα σε βιώσιμες και αναπτυξιακές επενδύσεις, ιδίως στηρίζοντας την πράσινη και τη ψηφιακή μετάβαση, όπως και στις δημοσιονομικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που θα βοηθήσουν στην παροχή χρηματοδότησης σε προτεραιότητες της δημόσιας πολιτικής και θα συμβάλουν στη μακροπρόθεσμη διατηρησιμότητα των δημόσιων οικονομικών, συμπεριλαμβανομένης της ενίσχυσης της κάλυψης, της επάρκειας και της βιωσιμότητας των συστημάτων υγείας και κοινωνικής προστασίας για όλους.
Αποφαίνεται πως το έλλειμα γενικής κυβέρνησης το 2020 υπερβαίνει το 3% που ορίζει η Συνθήκη της ΕΕ, ενώ το χρέος το 60 %. Αρα τυπικά το κριτήριο του ελλείμματος δεν εκπληρώθηκε και το κριτήριο του χρέους δεν τηρήθηκε. Επίσης επισημαίνει πως η κυβέρνηση αναμένει ανάπτυξη φέτος στο 3,8% πιο χαμηλή κατά περίπου 0,5% από την πρόβλεψη της Επιτροπής, μία διαφορά που οφείλεται σε διαφορετικές παραδοχές σχετικά με την πορεία της πανδημίας, την απορρόφηση κεφαλαίων του Ταμείου Ανάκαμψης αλλά και τον ρυθμό ανάκαμψης του τουριστικού τομέα. Ανάλογη διαφορά υπάρχει και στο χρέος που «αντικατοπτρίζει διαφορετικές παραδοχές για έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις και σε άλλα πεδία.
Μιλά για μία «ισχυρή πολιτική απάντηση» με μέτρα στήριξης που «μείωσε τη συρρίκνωση του ΑΕΠ, η οποία, με τη σειρά της, μείωσε την αύξηση του δημόσιου ελλείμματος και του δημόσιου χρέους». Συστήνει τα μέτρα «να αποφεύγουν τη δημιουργία μόνιμης επιβάρυνσης για τα δημόσια οικονομικά». Και αποφαίνεται πως «τα μέτρα που έλαβε η Ελλάδα το 2020 και το 2021 ήταν σύμφωνα με τη σύσταση του Συμβουλίου» για προσωρινές και στοχευμένες παρεμβάσεις. Επισημαίνει πως η απόσυρση των μέτρων συνδέεται με την επιστροφή της κατάστασης στην κανονικότητα.
Δημοσιονομικοί κίνδυνοι
Στην έκθεση αναφέρεται πως «οι δημοσιονομικοί κίνδυνοι παραμένουν σημαντικοί. Ως επί το πλείστον, συνεχίζουν να καθορίζονται από την αβεβαιότητα σχετικά με την εξέλιξη της πανδημίας και με την περαιτέρω δημοσιονομική στήριξη που μπορεί να καταστεί απαραίτητη για τον μετριασμό του κοινωνικού και οικονομικού κόστους της». Επισημαίνεται όμως και πως «περαιτέρω κίνδυνοι σχετίζονται με το πραγματικό κόστος των κρατικών εγγυήσεων και των Επιστρεπτέων Προκαταβολών που παρατάθηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας» αλλά και με το νέο Πτωχευτικο και το κόστος προστασίας των ευάλωτων οφειλετών «εάν καταταχθεί στη Γενική Κυβέρνηση». Επαναλαμβάνει το θέμα της ΕΤΑΔ και τον κίνδυνο των μεταναστευτικών ροών. Αντιθέτως λέει πως αν η πρόβλεψη για πλήρη εκτέλεση των ανώτατων ορίων του προϋπολογισμού δεν επαληθευτεί τότε θα υπάρχει μεν καλύτερο δημοσιονομικό αποτέλεσμα αλλά με κόστος στην ανάπτυξη.
Αβεβαιότητες
Παρά τα θετικά ευρήματα της έκθεσης για την Ελλάδα «η αβεβαιότητα σχετικά με τις προοπτικές της παραμένει υψηλή» αναφέρεται. Εξηγεί πως «παρά την πρόοδο στην εκστρατεία εμβολιασμού, η εξέλιξη της πανδημίας τόσο σε εγχώριο όσο και σε διεθνές επίπεδο εξακολουθεί να υπόκειται σε σημαντική αβεβαιότητα». Αυτό έχει επιπτώσεις στους τομείς του τουρισμού, της εστίασης και άλλων υπηρεσιών, που αντιπροσωπεύουν ένα σχετικά μεγάλο μερίδιο της ελληνικής οικονομίας.
«Η αβεβαιότητα αφορά επίσης στην ταχύτητα ανάκαμψης του εταιρικού και του τραπεζικού τομέα μετά τη σταδιακή κατάργηση των μέτρων στήριξης» κάτι που θα μπορούσε να δημιουργήσει πίεση στη ρευστότητα και ενδεχομένως στη φερεγγυότητα των επιχειρήσεων.
Οι επιπτώσεις αναμένεται να μετριαστούν από τα νέα εργαλεία χρηματοδοτήσεων. Αλλά, «τα εμπόδια στην πρόσβαση στη χρηματοδότηση , ιδίως για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, εξακολουθούν να υφίστανται» και αναμένεται να μειωθούν μέσω μέτρων που παρουσιάζονται στο Σχέδιο Ανάκαμψης».
Για τις εξελίξεις στην αγορά εργασίας αναφέρεται πως βραχυπρόθεσμα θα εξαρτηθούν σε μεγάλο βαθμό από τη σταδιακή κατάργηση των μέτρων στήριξης της αγοράς εργασίας , τα οποία θα πρέπει να αντιμετωπιστούν προσεκτικά. Επίσης, οι εξωτερικοί γεωπολιτικοί παράγοντες και η πιθανή επανεμφάνιση της μεταναστευτικής κρίσης όταν η πανδημία υποχωρήσει παραμένει πηγή αβεβαιότητας.
Από την άλλη πλευρά, οι καταθέσεις που συσσωρεύτηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας θα μπορούσαν να αυξήσουν την κατανάλωση και τις δαπάνες στο μέλλον. Όσον αφορά τον πληθωρισμό, η αβεβαιότητα σχετικά με τις οικονομικές προοπτικές συνεπάγεται καθοδικούς κινδύνους στην πορεία του.
«Παρά τις δύσκολες συνθήκες η Ελλάδα έλαβε τα μέτρα που απαιτούνταν για να εκπληρώσει τις δεσμεύσεις της», ανέφερε ο εκτελεστικός αντιπρόεδρος της Κομισιόν Valdis Dombrovskis στη συνέντευξη Τύπου για το ευρωπαϊκό εξάμηνο. «Η έκθεση της Κομισιόν αποτελεί τη βάση για να αποφασίσει το Eurogroup την εφαρμογή της επόμενης δέσμης μέτρων για το χρέος αξίας 748 εκατ. ευρώ».