Οι τιμές των τροφίμων στην παγκόσμια αγορά έχουν χτυπήσει τις υψηλότερες τιμές τους εδώ και μια δεκαετία. Σύμφωνα με τη Διεθνή Οργάνωση Τροφίμων και Γεωργίας (FAO) ο δείκτης παρακολούθησης τιμών τροφίμων, έχει αυξηθεί 40%. Αυτό σημαίνει ότι ο πληθωρισμός που προκαλείται από τη μετάβαση στον μετα-πανδημικό κόσμο επιταχύνει διάφορες διεργασίες σε όλους τους κλάδους.
Όπως είναι αναμενόμενο έχει ανοίξει η συζήτηση για το αν θα υπάρξει επισιτιστική κρίση. Αρχικά να πούμε ότι, προφανώς, οι χώρες που έχουν μεγαλύτερο βαθμό εξάρτησης από τις εισαγωγές για βασικά διατροφικά αγαθά, είναι κι αυτές που θα βρεθούν πιο κοντά στο πρόβλημα από άλλες. Οι πλουσιότερες χώρες έχουν άλλο πρόβλημα, καθώς το κόστος των πρώτων υλών αντιπροσωπεύει μόνο ένα μέρος της συνολικής τιμής που καταβάλλεται για τελικά, προϊόντα ίσως δουν περισσότερες αυξήσεις σε πιο πολλά τρόφιμα που έχουν υποστεί μεταποίηση ή κυκλοφορούν από τις μεγάλες εταιρείες τροφίμων.
Το άνοιγμα της εστίασης και συνεκδοχικά η αύξηση της ζήτησης για είδη διατροφής έχει επίσης λειτουργήσει ως παράγοντας αύξησης των τιμών των τροφίμων. Όπως διαφαίνεται, τουλάχιστον στον ευρωπαϊκό χώρο, η πανδημία δεν λειτούργησε προοδευτικά στην αλλαγή συνηθειών όσον αφορά τη σπιτική μαγειρική και ο κόσμος επέστρεψε στο εξωτερικό φαγητό.
Η ανάγκη για προστατευτισμό των τιμών των τροφίμων
Ένας σημαντικός παράγοντας που οδήγησε στην απότομη αύξηση των τιμών των τροφίμων είναι η διαφοροποίηση του κόστους εργασίας και μεταφοράς, καθώς και η αυξομείωση των τιμών των καυσίμων σε παγκόσμια κλίμακα. Τόσο η άνοδος του συνολικού κόστους μεταφοράς τροφίμων, όσο και το γεγονός ότι η παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα έχει πολλά σημεία στα οποία δημιουργούνται «συμφορήσεις» και ως εκ τούτου αυξάνει ο κίνδυνος καθυστερημένης παράδοσης πρώτων υλών στις αγορές, οδηγούν σε περισσότερες πιέσεις στις τιμές των τροφίμων.
Εδώ προκύπτει η ανάγκη να οδηγηθούν χρήματα από τα πακέτα ανάκαμψης, σε ευρωπαϊκό επίπεδο και στα εκάστοτε κράτη-μέλη, τα οποία θα ενσωματωθούν στις εθνικές στρατηγικές ανάκαμψης με τελικό σκοπό την αποσυμφόρηση των πιέσεων στις τιμές των τροφίμων. Αυτό σημαίνει επενδύσεις στον τομέα της εφοδιαστικής και των συσκευασιών και στοχευμένες πολιτικές που θα μειώσουν την πόλωση που αναπτύσσεται μεταξύ των προϊόντων τροφίμων που θεωρούνται πιο premium (για παράδειγμα βιολογικά, organic εισαγωγές κ.α) και απευθύνονται σε κόσμο με περισσότερα χρήματα και στα προϊόντα τροφίμων που απευθύνονται στο ευρύ καταναλωτικό κοινό.
Η επισιτιστική κρίση δεν είναι κοντά – ο κίνδυνος δεν είναι μακριά
Ο πληθωρισμός των τιμών καταναλωτή παγκοσμίως για τα τρόφιμα έχει ήδη αυξηθεί και οι περιοχές με το πιο μεγάλο πρόβλημα, σύμφωνα με τον FAO, είναι η Νότια Αμερική, η Αφρική και η Νότια Ασία. Ο ρόλος της Κίνας στην αυξημένη κατανάλωση σιτηρών και σόγιας καθώς και σημαντικά προβλήματα στην αυξημένη ζήτηση φυτικών ελαίων για βιοντίζελ είναι οι παράγοντες που οδηγούν το ράλι ανόδου των τιμών των τροφίμων σε αυτές τις περιοχές.
Η Ευρώπη για την ώρα δεν βρίσκεται κοντά στο φαινόμενο επισιτιστικής κρίσης, αλλά σίγουρα ο πληθωρισμός θα χτυπήσει τους φτωχότερους. Παρόλα αυτά, δεν σημαίνει ότι αποφεύγεται τελείως ο κίνδυνος. Η σημασία των επενδύσεων και των θωρακίσεων που πρέπει να πετύχει κάθε κράτος ξεχωριστά και το ευρωπαϊκό οικοδόμημα από κοινού είναι μεγαλύτερη παρά ποτέ.
Το τελευταίο άλμα στις τιμές των βασικών τροφίμων αντικατοπτρίζει την αυξανόμενη όρεξη της Κίνας για τα σιτηρά και τη σόγια αυξάνοντας την πίεση στις τιμές, μαζί με μια σοβαρή ξηρασία στη Βραζιλία και την αυξανόμενη ζήτηση φυτικού ελαίου για βιοντίζελ, ανέφεραν οι αναλυτές.