Ριζικές τομές στη λειτουργία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και λειτουργικό της διαχωρισμό σε προληπτική και κατασταλτική εποπτεία, με διττό και παράλληλο στόχο: τη διασφάλιση του χρηματοοικονομικού συστήματος και την προστασία των καταναλωτών/επενδυτών, προβλέπει το πόρισμα της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής για την αναθεώρηση του νόμου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς που πρόκειται να κατατεθεί εντός των επομένων ημερών στο Υπουργείο Οικονομικών.
Ο νέος νόμος για την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, ο οποίος θα τροποποιεί τις εσωτερικές διαδικασίες και την οργάνωσή της, θα ψηφιστεί μέσα στο δ΄ τρίμηνο του τρέχοντος έτους, «σηκώνοντας» την αυλαία των μεταρρυθμίσεων στο χρηματοπιστωτικό σύστημα που αξιολόγησε θετικά η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προκειμένου να εγκρίνει το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης & Ανθεκτικότητας και να δώσει το «πράσινο φως» για την εισροή των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης (RRF) στη χώρα.
Αποτελώντας και δέσμευση του ίδιου του Πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη προς τους Ευρωπαίους εταίρους, η αναβάθμιση και θωράκιση της ελληνικής κεφαλαιαγοράς με τον εκσυγχρονισμό και την ενίσχυση της αξιοπιστίας της εποπτικής αρχής (Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς) θα προχωρήσει αταλάντευτα, καθώς πληθαίνουν όχι μόνο οι νέες αναγκαιότητες εποπτείας στο πολύπλοκο χρηματοοικονομικό περιβάλλον που διαμορφώνεται, αλλά και τα «καμπανάκια» ανά την Ε.Ε. για τα επικίνδυνα ελλείμματα εποπτείας στις εθνικές Επιτροπές Κεφαλαιαγορών.
Η υπόθεση της καθ΄ημάς Folli – Follie για την οποία, 3 χρόνια μετά, δεν υπάρχει καν έκθεση από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς (παρά τις τεράστιες παραλήψεις και ευθύνες που εντοπίστηκαν η ΕΚ δεν έχει ακόμη και σήμερα νέο εκσυγχρονισμένο Κανονισμό εσωτερικής λειτουργίας!), ούτε και λογοδοσία στη Βουλή για τις ατέλειες που διαπιστώθηκαν στην εποπτεία και οδήγησαν στο σκάνδαλο που αμαύρωσε διεθνώς την αξιοπιστία του ελληνικού χρηματιστηρίου, δεν είναι η μόνη.
Το σκάνδαλο της Wirecard στη Γερμανία για το οποίο ζητήθηκαν οι παραιτήσεις των αρμόδιων υπουργού και υφυπουργού Οικονομικών, αλλά και η παραίτηση Μέρκελ και καθαιρέθηκε η ηγεσία της γερμανικής Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, συζητείται εδώ και μήνες στο γερμανικό κοινοβούλιο ώστε να βρεθούν τα αίτια και να «κλείσουν» οι «τρύπες» στην εποπτεία που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε επανάληψη του φαινομένου. Και μόλις την προηγούμενη εβδομάδα, στην επικαιρότητα επανήλθε η υπόθεση της κατάρρευσης, το 2019, της βρετανικής επενδυτικής εταιρείας London Capital & Finance (LCF) που επέφερε ζημίες 237 εκατ. στερλινών σε 11.625 επενδυτές. Σύμφωνα με το Reuters Λονδίνου, η έκθεση για την υπόθεση που εξέδωσε το Treasury Select Committee διαπίστωσε «ανικανότητα της εποπτεύουσας Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (FCA) να ικανοποιήσει η ίδια τα standards υπευθυνότητας (accountability) που επιβάλλει ως επόπτης στις εταιρείες που εποπτεύει» και ότι «βασίστηκε υπερβολικά (“over – reliance”) στην συλλογική της υπευθυνότητα για την αποτυχία της επενδυτικής εταιρείας LCF, παρά στην υπευθυνότητα ατομικά των ανωτέρων αξιωματούχων της εποπτείας».
Όπως αναφέρεται στο πόρισμα (αντανακλώντας ζητήματα που διαπιστώνονται και στις εποπτικές αρχές άλλων χωρών), «η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς απαιτεί από τις εποπτευόμενες εταιρείες να είναι άμεσα υπεύθυνες (σ.σ. τα μέλη των διοικήσεών τους) για τις πράξεις τους, έτσι ώστε να είναι ευκολότερο να τιμωρηθούν τα υπόλογα άτομα, - μία μεταρρύθμιση - ορόσημο που επήλθε μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση -. Το Δ.Σ. της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς θα πρέπει να αναλογιστεί αν ανταποκρίνεται το ίδιο στις εποπτικές απαιτήσεις που επιβάλλει στους άλλους, πράγμα για το οποίο αμφιβάλλουμε», αναφέρει χαρακτηριστικά η έκθεση.
Σημειώνεται ότι για το σκάνδαλο της LCF - «μία από τις χειρότερες αποτυχίες των εποπτικών αρχών τις τελευταίες τρεις δεκαετίες» - είχε εκδώσει ανεξάρτητη έκθεση τον Δεκέμβριο η πρώην δικαστής Elizabeth Gloster, επισημαίνοντας ότι λόγω των ελλείψεων της σχετικής νομοθεσίας (σ.σ. δηλ. απουσία δομών εταιρικής διακυβέρνησης στον επόπτη που επιβάλλει τις δομές αυτές στους εποπτευόμενους), δεν ήταν εφικτό να αποδοθούν ευθύνες στη διοίκηση της εποπτικής αρχής της οποίας προΐστατο ο σημερινός Διοικητής της Τράπεζας της Αγγλίας, Andrew Bailey. Μάλιστα η έκθεση κατακεραύνωνε την έννοια της «συλλογικής» λογοδοσίας, η οποία αποτελεί πρόφαση για μη απόδοση ευθυνών και πρότεινε ριζικές μεταρρυθμίσεις προς την κατεύθυνση της συγκεκριμένης και ατομικής λογοδοσίας των υπευθύνων εποπτών.
Τα «καμπανάκια» που έρχονται από την υπόλοιπη Ευρώπη, δεδομένης μάλιστα της προωθούμενης Ένωσης Κεφαλαιαγορών στην ΕΕ, επιβάλλουν την υιοθέτηση δομών εταιρικής διακυβέρνησης και σαφή διαχωρισμό των ασκούντων την προληπτική από την κατασταλτική εποπτεία στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Η ανεξαρτησία που έχει ως εποπτική αρχή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς θα πρέπει να λειτουργεί για την προάσπιση της προστασίας των καταναλωτών και στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να διασφαλίζεται και ο έλεγχος των επιδόσεών της. Πόσω μάλλον, όταν το χρηματοοικονομικό περιβάλλον αλλάζει ραγδαία εισάγοντας νέες μορφές επενδύσεων (π.χ. κρυπτονομίσματα) που απαιτούν αυξημένες αρμοδιότητες και υποχρεώσεις από πλευράς εποπτικών αρχών.
Σημειώνεται ότι το πόρισμα της ΝΠ επιτροπής για την αναθεώρηση του νόμου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, πέραν της δημιουργίας δύο ανεξάρτητων οργάνων για πρόληψη και καταστολή, προβλέπει, μεταξύ άλλων, ενίσχυση της εταιρικής διακυβέρνησης εντός της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς με νέο πλαίσιο διαφάνειας και λογοδοσίας, ενίσχυση της συνεργασίας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς με την Επιτροπή Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων (ΕΛΤΕ), εκσυγχρονισμό της οργανωτικής και διοικητικής της δομής (της ΕΚ), αναθεώρηση του πλαισίου για τη στελέχωση και την εξασφάλιση της ανεξαρτησίας και της αποτελεσματικότητας και αξιολόγησης των στελεχών της, αναδιάρθρωση των μηχανισμών ελέγχων και λειτουργίας, με ενίσχυση των εποπτικών εργαλείων και αρμοδιοτήτων, ενίσχυση της ανεξαρτησίας της ΕΚ ως εποπτική αρχή, βάσει των βέλτιστων πρακτικών που ισχύουν για τις ανεξάρτητες αρχές στην Ε.Ε. και διεθνώς, ψηφιακό μετασχηματισμό και ψηφιακά εργαλεία παρακολούθησης για την πρόληψη και για την τεκμηρίωση ελέγχων και κατασταλτικών μέτρων και ενσωμάτωση όλων των σχετικών κοινοτικών οδηγιών και των ευρωπαϊκών προτύπων που έχει συστήσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Κεφαλαιαγορών (European Securities and Markets Authority -ESMA), στην οποία η ΕΚ είναι ήδη μέλος.