Ισχυρή ανάπτυξη - της τάξης του 8-8,5% - προβλέπει για την ελληνική οικονομία το 2021 το ΙΟΒΕ, προειδοποιώντας ωστόσο πως δεν πρέπει να υπάρξει κανένας εφησυχασμός ενόψει της νέας χρονιάς, προκειμένου να μην χαθεί η δυναμική για το 2022.
Ειδικότερα, όπως εκτίμησε ο Γενικός Διευθυντής του Ιδρύματος, Νίκος Βέττας, στο πλαίσιο της παρουσίασης της τριμηνιαίας Έκθεσης του ΙΟΒΕ για την Ελληνική Οικονομία, το ελληνικό ΑΕΠ αναμένεται να «τρέξει» με ρυθμό 8-8,5% το 2021, μετά τη βαθιά ύφεση του 2020, κατακτώντας μια από τις υψηλότερες θέσεις στην Ευρώπη. Ωστόσο, στις προβλέψεις του το ΙΟΒΕ μειώνει τον πήχη για τη μεγέθυνση του ελληνικού ΑΕΠ το 2022, προβλέποντας στο καλύτερο σενάριο ανάπτυξη έως 4%. Εάν όμως σημειωθούν εμπόδια ως προς την ομαλή χρηματοδότηση της οικονομίας, τότε δεν αποκλείεται η μεγέθυνση του ελληνικού ΑΕΠ να περιοριστεί στο 2,5% το 2022. «Δεν πρέπει να σημειωθεί κανένας εφησυχασμός για το 2022. Δεν είναι δεδομένη η ισχυρή ανάπτυξη της χώρας το 2022, επειδή όλα πήγαν καλά το 2021», τόνισε ο κ. Βέττας. Υπενθυμίζεται εδώ πως η κυβέρνηση προβλέπει ανάπτυξη 6,1% για φέτος και περί το 4,5% για το 2022.
Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, είναι εξαιρετικά κρίσιμος ο ρόλος της δημοσιονομικής εξισορρόπησης. Οι πολιτικές στήριξης νοικοκυριών και επιχειρήσεων άμβλυναν την ύφεση πέρυσι, ενώ πλέον ο στόχος είναι μηδενικό έλλειμμα φέτος και λελογισμένα πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 1% στη συνέχεια. «Θα είναι αδύνατο για την ελληνική οικονομία να αναπτυχθεί εάν δεν μειώσει τα ελλείμματα και δεν παράξει πρωτογενή πλεονάσματα», τόνισε ο κ. Βέττας.
Σύμφωνα με τον ίδιο, δημιουργούνται οι προοπτικές για «θετικό φεγγάρι για την ελληνική οικονομία την επόμενη διετία», ωστόσο το μεγάλο ζητούμενο είναι οι προοπτικές ανάπτυξης της οικονομίας σε ορίζοντα 10ετίας. Για να κατορθώσει η Ελλάδα να επιτύχει ρυθμούς μεγέθυνσης ΑΕΠ στη δεκαετία άνω του 3% κατά μέσο όρο, χρειάζεται ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις που θα αυξήσουν την παραγωγικότητα και την προσέλκυση επενδύσεων.
«Δεν υπάρχει ακόμη σοβαρό πρόβλημα πληθωρισμού στην Ελλάδα»
Ερωτηθείς για την αυξητική πορεία των τιμών διεθνώς και την επίδραση του φαινομένου στην Ελλάδα, ο κ. Βέττας σημείωσε πως μέχρι στιγμής παραμένουν υπό έλεγχο οι τιμές στη χώρα, ενώ αν εξαιρεθούν τα ενεργειακά προϊόντα, δεν φαίνεται να υπάρχει ένα συστηματικό πρόβλημα πληθωρισμού στην Ελλάδα. Όπως πρόσθεσε, πάντα όταν μια οικονομία ανακάμπτει, αυξάνονται οι τιμές ενέργειας. Για αυτό και ζητούμενο είναι, οι τιμές ενέργειας να μην παρασύρουν σε αυξήσεις άλλα προϊόντα. Σύμφωνα με τον κ. Βέττα, ο πληθωρισμός έχει θετικές και αρνητικές πλευρές, ενώ κρίνεται σημαντικός ως έναν βαθμό για τη ρύθμιση των χρεών. Ωστόσο, πάντοτε ο υψηλότερος πληθωρισμός έχει κερδισμένους και χαμένους και είναι πολύ πιθανό να βγουν χαμένα τα ευάλωτα νοικοκυριά. Όπως εξήγησε, ο μεγαλύτερος ανταγωνισμός μεταξύ των επιχειρήσεων είναι η άμυνα στον εισαγόμενο πληθωρισμό, ενώ προειδοποίησε πως θα είναι ένας επικίνδυνος φαύλος κύκλος μια συνεχή αύξηση μισθών που να ακολουθεί τις αυξήσεις στις τιμές.
«Δεν έχουμε ξεμπερδέψει με την πανδημία»
Όπως αποτυπώνεται στην έκθεση του ΙΟΒΕ, η πανδημία του κορονοϊού βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη, ενώ κρίνεται υπερβολικά υψηλός για να αγνοηθεί, ο αριθμός των ανθρώπων που πεθαίνουν καθημερινά. Κεντρική υπόθεση όλων είναι πως το 2022 το πρόβλημα της πανδημίας θα γίνεται σταδιακά λιγότερο οξύ. Ωστόσο, ο κ. Βέττας έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου για τη χώρα μας, καθώς οι χαμηλοί ρυθμοί του εμβολιαστικού προγράμματος και τα χρόνια προβλήματα στο σύστημα υγείας, καθιστούν ακόμη ευάλωτη στις επιπτώσεις της πανδημίας την Ελλάδα.
Η κατανάλωση κρίνει την πορεία του ΑΕΠ
Όπως τονίστηκε στο πλαίσιο της παρουσίασης της Έκθεσης η κατανάλωση, ιδιωτική και δημόσια, έχει αναχθεί σε μια από τις κρισιμότερες συνιστώσες του ΑΕΠ. Η κατανάλωση, που είναι άλλωστε εξαιρετικά ευμετάβλητη, είναι εκείνη που «έριξε» το ελληνικό ΑΕΠ πέρυσι και εκείνη που θα το «ανεβάσει» φέτος.
Σε ό,τι αφορά τις τράπεζες, το ΙΟΒΕ επισημαίνει πως βρίσκονται σε καλή κατάσταση. Και μπορεί οι ισολογισμοί των τραπεζικών ιδρυμάτων να έχουν απαλλαγεί από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, ωστόσο αυτά εξακολουθούν να βρίσκονται μέσα στην ελληνική οικονομία.
Όπως ανέφερε επίσης, κατά την παρουσίαση της Έκθεσης, ο κ. Βέττας, η δημοσιονομική εξισορρόπηση είναι σύμφυτη με τη συστηματική ανάπτυξη για την ελληνική οικονομία και πρέπει να επιτευχθεί με κατάλληλο μείγμα πολιτικών εσόδων και δαπανών, πρωτίστως για το συμφέρον της χώρας και δευτερευόντως λόγω των ευρωπαϊκών δημοσιονομικών κανόνων που τελικά θα διαμορφωθούν.
Ελλείμματα
Με την πανδημία, η ελληνική οικονομία ήταν από εκείνες που είχαν μεγάλα εμπορικά ελλείμματα, κυρίως λόγω της κατάρρευσης του εισερχόμενου τουρισμού. Η μείωση των εισαγωγών και η αύξηση των εξαγωγών αγαθών άμβλυναν, μόνο σε έναν βαθμό, το πλήγμα. Πλέον, η ισχυρή άνοδος της κατανάλωσης που συνοδεύει την ανάκαμψη προκαλεί άνοδο των εισαγωγών.
Συνολικά, κεντρικό σημείο προσοχής δεν μπορεί να είναι άλλο από την πορεία των δίδυμων ελλειμμάτων. Το δημοσιονομικό και το εμπορικό έλλειμμα, εξέφρασαν τη βαθιά δεκαετή κρίση και διορθώθηκαν μέσα από μια επώδυνη οικονομική, πολιτική, και κοινωνική διαδικασία, με μείωση εισοδημάτων και ευημερίας. Η διόρθωση τους το συντομότερο, αυτή τη φορά σε ένα πλαίσιο ανάπτυξης και όχι ύφεσης, είναι αναγκαία.
Εξωγενείς κίνδυνοι
Όπως αναφέρεται σε άλλο σημείο της έκθεσης του ΙΟΒΕ, τη θετική πορεία της οικονομίας μπορούν να επηρεάσουν σειρά από σημαντικούς εξωγενείς κινδύνους, όπως: Μια παράταση της πανδημίας, με τρόπους που μπορεί να μην αναμένονται. Επιταχυνόμενες αυξήσεις στις τιμές ενέργειας και εισαγόμενων πρώτων υλών. Διαταραχές στις αγορές που θα αυξήσουν το κόστος χρηματοδότησης των σχετικά περισσότερο ευάλωτων οικονομιών, όπως η ελληνική.
Ένας ακόμη κεντρικός κίνδυνος για την αμέσως επόμενη περίοδο θα είναι αν το ισχυρό τρέχον κύμα ανάκαμψης και ρευστότητας δεν οδηγήσει στη δημιουργία ισχυρών θεμελίων για μεσοπρόθεσμη ισχυρή ανάπτυξη. Κάτι τέτοιο, δεν θα είχε μόνο μεσοπρόθεσμη αλλά και άμεση επίπτωση μέσω αντιστροφής των θετικών προσδοκιών.
Για τη σταδιακή αλλά αναγκαία αλλαγή των κινήτρων στην ελληνική οικονομία, είναι λοιπόν κρίσιμη η διαχρονική συνέχεια των νέων μέτρων πολιτικής και η μεταξύ τους συνέπεια. Αν στην πράξη, η νέα ευρωπαϊκή και άλλη χρηματοδότηση απλώς ενδυναμώσει την προηγούμενη δομή, και δεν έρθει σε ρήξη με το σύστημα που συναποτελούν κλειστές αγορές και αναποτελεσματικός δημόσιος τομέας η μεγέθυνση θα είναι πρόσκαιρη. Αισιοδοξία για την οικονομία πρέπει να υπάρχει, αλλά ευθέως ανάλογη με τη διάθεση και τη δυνατότητα υποστήριξης δομικών αλλαγών.
Η πορεία της ελληνικής οικονομίας
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία που επεξεργάστηκε το ΙΟΒΕ, σημειώθηκε ιδιαίτερα ισχυρή ανάκαμψη στην ελληνική οικονομία στο δεύτερο τρίμηνο του 2021, κατά 16,2%, έναντι πτώσης του ΑΕΠ κατά 2,3% στο πρώτο τρίμηνο του 2021 και ισχυρής ύφεσης 13,9% στο αντίστοιχο τρίμηνο πέρυσι. Η έντονη άνοδος του εγχώριου προϊόντος στο τρίμηνο Απριλίου-Ιουνίου προήλθε κυρίως από τη διεύρυνση της ιδιωτικής κατανάλωσης (+13,2%). Έπονται σε συμβολή οι περισσότερες εξαγωγές (+22,6%), τόσο σε αγαθά (+17,1%), όσο και σε υπηρεσίες (+28,8%). Ωστόσο το εξωτερικό ισοζύγιο επιδεινώθηκε, καθώς οι εισαγωγές διευρύνθηκαν περισσότερο (+22,5%), πρωτίστως σε αγαθά (+19,7%). Η έντονη άνοδος των επενδύσεων (+37,1%) ήταν μικρότερη σε απόλυτους όρους αυτών στην κατανάλωση των νοικοκυριών και στις εξαγωγές, ενώ προήλθε κατά το 70% από διεύρυνση αποθεμάτων. Η νέα επέκταση της δημόσιας κατανάλωσης (+6,1%) είχε τη μικρότερη συμβολή στην αύξηση του ΑΕΠ.
Υπέρβαση στόχου πρωτογενούς αποτελέσματος Κρατικού Προϋπολογισμού την περίοδο Ιανουαρίου-Αυγούστου έναντι του στόχου στο ΜΠΔΣ 2022-2025: έλλειμμα €10,5 δισεκ. έναντι στόχου ελλείμματος €13,5 δισεκ. και ελλείμματος €9,7 δισεκ. πριν ένα χρόνο. Η υπέρβαση προήλθε κυρίως από το σκέλος των εσόδων, που ήταν €2,45 δισεκ. υψηλότερα του σχετικού στόχου, από προηγούμενη είσπραξη της προκαταβολής του Ταμείου Ανάκαμψης (+€2,3 δισεκ.) και έσοδα από ANFA’s €644 εκατ. που δεν είχαν προβλεφθεί στο ΜΠΔΣ 2022-2025. Ελαφρώς λιγότερες του στόχου οι δαπάνες (-€514 εκατ.), από συγκράτηση των δαπανών του ΠΔΕ (-€292 εκατ.), παρά τις αυξημένες δαπάνες για απόκτηση περιουσιακών στοιχείων (εξοπλιστικά προγράμματα) κατά €771 εκατ.
Μείωση του ποσοστού ανεργίας το δεύτερο τρίμηνο του 2021 στο 15,8%, από 16,7% ένα έτος νωρίτερα, ως αποτέλεσμα της ανόδου της απασχόλησης (+71,3 χιλ. άτομα), που προήλθε κυρίως από περιορισμό του μη ενεργού πληθυσμού (-48,9 χιλ. άτομα) και δευτερευόντως του αριθμού των ανέργων (-22,4 χιλ.). Οι κλάδοι με τη μεγαλύτερη άνοδο στην απασχόληση το δεύτερο τρίμηνο ήταν η Δημόσια διοίκηση (+52,0 χιλ. απασχολούμενοι), οι Δραστηριότητες ανθρώπινης υγείας (+25,1 χιλ.), οι Επαγγελματικές, επιστημονικές και τεχνικές δραστηριότητες (+23,7χιλ.) και ο Πρωτογενής τομέας (+18,0 χιλ.). Η μεγαλύτερη υποχώρηση της απασχόλησης σημειώθηκε στην Εκπαίδευση (-15,7 χιλ.) και στην Παροχή νερού (-11,1 χιλ.).
Εφόσον δεν σημειωθεί νέα έξαρση της πανδημίας το τελευταίο τρίμηνο φέτος και το 2022, οι κλάδοι Λιανικού εμπορίου, Τουρισμού, Εστίασης, Ψυχαγωγίας-Διασκέδασης, που είχαν πληγεί σε μεγάλο βαθμό από την αναστολή δραστηριότητας, θα είναι σε λειτουργία, αυξάνοντας σημαντικά στην απασχόλησή τους. Την ενίσχυση της καταναλωτικής ζήτησης θα μετριάσει στο τέλος του 2021 και στην αρχή του 2022 ο ισχυρός πληθωρισμός, ο οποίος θα εξασθενήσει σταδιακά εντός του επόμενου έτους. Στην περίπτωση του εναλλακτικού σεναρίου για το 2022, δεν θα τεθούν εκ νέου σημαντικοί περιορισμοί στη λειτουργία των επιχειρήσεων. Όμως, λόγω κυρίως επιφυλακτικότητας έναντι δυνητικών δυσμενέστερων εξελίξεων, οι επιχειρήσεις θα προβούν σε λιγότερες προσλήψεις. Επιπλέον, η καταναλωτική ζήτηση θα αυξηθεί ηπιότερα, καθώς θα εξασθενήσει η καταναλωτική διάθεση. Η ταχύτερη ανάκαμψη της Ευρωζώνης θα ενισχύσει την εξαγωγική ζήτηση περισσότερο από ό,τι αναμενόταν, στηρίζοντας την απασχόληση στους εξαγωγικούς κλάδους, κυρίως από τη βιομηχανία. Η ισχυρή ανάπτυξη της Ευρωζώνης που προβλέπεται για το επόμενο έτος, εφόσον δεν ανακάμψει η πανδημία, θα συνεχίσει να παρέχει ώθηση στις εξαγωγές και την απασχόληση. Η αύξηση των επενδύσεων, σε εξαγωγικούς κλάδους της βιομηχανίας και στον Τουρισμό, αλλά κυρίως αξιοποιώντας τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης, καθώς και από επενδύσεις σε σημαντικές αποκρατικοποιήσεις (π.χ. Ελληνικό), θα τονώσει σημαντικά τη δημιουργία θέσεων εργασίας το ερχόμενο έτος, μεταξύ άλλων κλάδων, στις Κατασκευές. Τονωτικά στην εγχώρια απασχόληση το 2022 θα επενεργήσει ο δημόσιος τομέας, καθώς ήδη έχει πραγματοποιηθεί προγραμματισμός προσλήψεων, στο πλαίσιο του κανόνα «μία πρόσληψη για κάθε μία αποχώρηση».
Λαμβάνοντας υπόψη τις παραπάνω επιδράσεις στην αγορά εργασίας, η εκτίμηση για το ποσοστό της ανεργίας το 2021 αναθεωρείται προς το καλύτερο στην περιοχή του 15,6%. Σε ό,τι αφορά το 2022, στο βασικό σενάριο το ποσοστό ανεργίας αναμένεται να διαμορφωθεί στην περιοχή του 14,3%, ενώ στο εναλλακτικό σενάριο στην περιοχή του 14,9%
Ο ρυθμός μεταβολής τιμών καταναλωτή (ΓΔΤΚ) την περίοδο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου του 2021 ήταν οριακά θετικός, 0,2%, από -1,0% ένα χρόνο πριν. Υποχώρηση, για δεύτερη συνεχή χρονιά, κατέγραψε ο Εναρμονισμένος Δείκτης Τιμών Καταναλωτή (Εν.ΔΤΚ), κατά 0,5% στο οκτάμηνο φέτος, έναντι υποχώρησης 0,9% στο αντίστοιχο χρονικό διάστημα πέρυσι. Ο αντιπληθωρισμός οφείλεται κυρίως στην αρνητική επίδραση στις τιμές της υποχώρησης της εγχώριας ζήτησης και δευτερευόντως, της εξασθένισης της ίδιας επίδρασης έμμεσων φόρων. Η πληθωριστική επίδραση του ενεργειακού κόστους ανήλθε στο 0,5%, από αρνητική επίδραση 0,7% πριν ένα χρόνο.
Σε ό,τι αφορά τις αναμενόμενες τάσεις στις βασικές συνιστώσες του ΓΔΤΚ στο υπόλοιπο του τρέχοντος έτους και το 2022, στην πλευρά της ζήτησης, εφόσον δεν σημειωθεί κάποια νέα έξαρση της πανδημίας, κλάδοι τους οποίους πραγματοποιείται ένα σημαντικό τμήμα της εγχώριας κατανάλωσης και οι οποίοι είχαν τεθεί σε αναστολή λειτουργίας (Λιανικό Εμπόριο, Εστίαση κ.ά.), θα λειτουργήσουν εν πολλοίς με συνθήκες προ κρίσης και θα προχωρήσουν σε αύξηση της απασχόλησής τους. Σε συνδυασμό με τη δημιουργία θέσεων εργασίας σε εξωστρεφείς δραστηριότητες (Βιομηχανία, Τουρισμός) θα αυξηθεί το εγχώριο εισόδημα, τονώνοντας την καταναλωτική ζήτηση και ακολούθως τις τιμές. Στο σκέλος των επιδράσεων της ενέργειας στις τιμές, η ήπια αύξηση παραγωγής πετρελαίου από τον OPEC+ έως το τέλος του 2021, δεν επαρκεί για την κάλυψη της ραγδαίας αύξησης στη ζήτησή του. Οι περιορισμοί στην πλευρά της προσφοράς θα μετριαστούν από τη χρήση στρατηγικών αποθεμάτων (ΗΠΑ, Κίνα) και τη σταδιακή αποκατάσταση της παραγωγής του OPEC+ έως τον Σεπτέμβριο του 2022. Στην πλευρά της ζήτησης ενέργειας, από τις πρόσφατες προβλέψεις διεθνών οργανισμών για τη δυναμική της οικονομικής δραστηριότητας φέτος και το 2022 προκύπτει πως θα παραμείνει ισχυρά ανοδική, παρά τις πληθωριστικές πιέσεις. Ενώ η πανδημία δημιουργεί διαταραχές στην εφοδιαστική αλυσίδα των ανεπτυγμένων οικονομιών και σε αδύναμες αναπτυσσόμενες οικονομίες, κάποιες χώρες – εξαγωγείς προϊόντων, επωφελούνται των αυξήσεων τιμών. Ακολούθως, δεν αναμένεται αποκλιμάκωση του ενεργειακού κόστους, ενώ είναι πιθανή μια νέα μικρή άνοδός του το επόμενο έτος. Οι πληθωριστικές πιέσεις από την ενέργεια θα μετριαστούν από τις παρεμβάσεις στήριξης των νοικοκυριών.
Λαμβάνοντας υπόψη τις παραπάνω πιθανές τάσεις στις βασικές συνιστώσες του εγχώριου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, προβλέπεται μέσος ρυθμός πληθωρισμού για το 2021 0,6% έως 0,8%. Υπό το βασικό σενάριο μακροοικονομικών εξελίξεων για το 2022 η ισχυρότερη ζήτηση και η ηπιότερη επίδραση του ενεργειακού κόστους σε σχέση με φέτος, θα οδηγήσουν σε αύξηση τιμών 0,3% έως 0,5%. Εάν όμως κλιμακωθεί εκ νέου ισχυρά η πανδημία, θα μετριάσει την καταναλωτική διάθεση, ενώ η επίδραση των ενεργειακών αγαθών μάλλον θα μεταστραφεί σε ήπια αρνητική. Ακολούθως, θα σημειωθεί αντιπληθωρισμός, κατά 0,3% έως 0,5%.
Το τραπεζικό σύστημα βρίσκεται μπροστά σε μια μεγάλη ευκαιρία συγχρηματοδότησης του δανειακού σκέλους του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας ύψους €12,7 δισεκ. που τέθηκε σε εφαρμογή το τρίτο τρίμηνο του 2021. Στις θετικές εξελίξεις ξεχωρίζουν η μεγάλη μείωση των Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων (ΜΕΔ), η αυξανόμενη πρόσβαση των τραπεζών σε φθηνές πηγές ρευστότητας, η συστηματική αύξηση των ιδιωτικών καταθέσεων και το χαμηλό κόστος νέου δανεισμού. Στις προκλήσεις του τραπεζικού συστήματος, αναδεικνύονται η αδύναμη ποιότητα του ενεργητικού και ιδίων κεφαλαίων και η χαμηλή κερδοφορία. Η πιστωτική επέκταση επιβραδύνθηκε προς τις επιχειρήσεις, ενώ αμείωτη συνεχίζεται η πιστωτική συρρίκνωση προς τα νοικοκυριά. Στρατηγικές προτεραιότητες για τις τράπεζες αποτελούν η έγκαιρη αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης για συγχρηματοδότηση επενδύσεων και η συνέχιση μείωσης των ΜΕΔ, με τιτλοποιήσεις, πωλήσεις, αλλά και εργαλεία οργανικής μείωσης.