Την τρίτη χαμηλότερη άνοδο στις τιμές των ακινήτων μεταξύ των χωρών της Eυρωζώνης και τέταρτη χαμηλότερη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καταγράφει η Ελλάδα, γεγονός που κρατά την άνοδο τιμών στην εγχώρια αγορά ακινήτων μακριά από το να έχει χαρακτηριστικά «φούσκας».
Επιπλέον, το γεγονός ότι ο ρυθμός ανόδου των τιμών των ακινήτων είναι χαμηλότερος από τον ρυθμό ανόδου του διαθέσιμου εισοδήματος, καθιστά προσιτή την αγορά κατοικίας και δημιουργεί τις προϋποθέσεις για αύξηση της στεγαστικής πίστης.
Τα παραπάνω προκύπτουν από μελέτη της Διεύθυνσης Μελετών της Alpha Bank για την αγορά οικιστικών ακινήτων στην Ελλάδα, τους παράγοντες ανόδου και τις διεθνείς συγκρίσεις τιμών.
Όπως αναφέρει η Alpha Bank, οι τιμές των κατοικιών στην Ελλάδα κατέγραψαν ραγδαία πτώση κατά τη διάρκεια της προηγούμενης οικονομικής κρίσης και συγκεκριμένα κατά 42% στο διάστημα 2008-2017. Από το 2018 και μετά, ωστόσο, η αγορά ακινήτων ανέκαμψε, καθώς ο ρυθμός μεταβολής των τιμών έλαβε θετικό πρόσημο από το πρώτο τρίμηνο του έτους, ενώ το 2019 σημείωσε ισχυρή επιτάχυνση.
Παρά το ξέσπασμα της πανδημίας στις αρχές του 2020, η πορεία ανάκαμψης δεν ανεκόπη, αν και ο ετήσιος ρυθμός αύξησης των τιμών των οικιστικών ακινήτων επιβραδύνθηκε. Ο σχετικός δείκτης σημείωσε άνοδο κατά 4,4% το 2020 από 7,2% το 2019, ενώ το πρώτο εξάμηνο του 2021 αυξήθηκε κατά 4%.
Η ανοδική τάση που ακολουθούν οι τιμές των ακινήτων, από την έναρξη της πανδημικής κρίσης, δεν παρατηρείται μόνο στη χώρα μας αλλά και διεθνώς. Στην Ευρωζώνη, ο ρυθμός αύξησης των τιμών των κατοικιών επιταχύνθηκε εντός του 2020 και διαμορφώθηκε σε επίπεδο υψηλότερο από το αντίστοιχο στην Ελλάδα.
Συγκεκριμένα, το δεύτερο τρίμηνο του τρέχοντος έτους, οι τιμές των οικιστικών ακινήτων στην Ευρωζώνη αυξήθηκαν κατά 6,8% σε ετήσια βάση. Ακόμα πιο έντονη ήταν η άνοδος των ονομαστικών τιμών των κατοικιών στις χώρες του ΟΟΣΑ (12,3%, κατά μέσο όρο, σε ετήσια βάση), ενώ οι μεγαλύτερες αυξήσεις, σύμφωνα με τα στοιχεία του ίδιου Οργανισμού, σημειώθηκαν στην Τουρκία (30,2%), στη Ρωσία (21,1%) και τις ΗΠΑ (17,4%).
Η άνοδος που παρατηρείται στις τιμές στην αγορά ακινήτων σε παγκόσμιο επίπεδο, ήδη από το προηγούμενο έτος, ήταν συνδυαστικό αποτέλεσμα παραγόντων και συγκεκριμένα: των χαμηλών επιτοκίων, των διαταραχών στις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού που οδήγησαν στην άνοδο του κόστους κατασκευής, στην υιοθέτηση της εξ αποστάσεως εργασίας που αύξησε τη ζήτηση για μεγαλύτερης επιφάνειας ακίνητα, καθώς και των πολιτικών που εφάρμοσαν τα κράτη διεθνώς, για τη στήριξη της ζήτησης και της ρευστότητας των νοικοκυριών, στη διάρκεια της πανδημικής κρίσης.
Στην Ελλάδα, παράλληλα με την άνοδο των τιμών των κατοικιών, αυξήθηκε σημαντικά το 2020 η ιδιωτική οικοδομική δραστηριότητα (κατά 5,9% σε ετήσια βάση), ενώ το πρώτο επτάμηνο του 2021, συνεχίζει να αυξάνεται με εντονότερο ρυθμό (46,6% σε ετήσια βάση). Ανοδικά κινήθηκαν και οι επενδύσεις σε κατοικίες, σε όλη τη διάρκεια του 2020, αλλά και στο πρώτο τρίμηνο του 2021, ενώ, το δεύτερο τρίμηνο φέτος, σημειώθηκε ετήσια πτώση ύψους 1,1%. Ο δωδεκάμηνος ρυθμός μεταβολής των στεγαστικών δανείων, ωστόσο, παραμένει σταθερά αρνητικός, περί του -2,9%.
Πώς αξιολογείται η αύξηση των τιμών
Όπως επισημαίνει η Alpha Bank, η ραγδαία αύξηση των τιμών των οικιστικών ακινήτων σε διεθνές επίπεδο φέρνει στην επιφάνεια την ανάγκη για μία προσεκτική αξιολόγηση της αγοράς οικιστικών ακινήτων σε σχέση με τον οικονομικό κύκλο, ώστε να προβλεφθούν τυχόν σημαντικές διακυμάνσεις των τιμών.
Στην κατεύθυνση αυτή, για να αξιολογηθεί η αγορά ακινήτων, χρησιμοποιούνται δύο διαδεδομένοι δείκτες αξιολόγησης της αγοράς ακινήτων, τον λόγο της τιμής προς την απόδοση (profitability ratio) και τον λόγο της τιμής προς το διαθέσιμο εισόδημα (affordability ratio).
Ο λόγος της τιμής προς την απόδοση αποτελεί μέτρο κερδοφορίας, ορίζεται ως ο δείκτης των ονομαστικών τιμών των οικιστικών ακινήτων προς τον Εναρμονισμένο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΕνΔΤΚ)-ενοίκια και ουσιαστικά αντικατοπτρίζει τη σχέση μεταξύ του κόστους ιδιοκατοίκησης και της απόδοσης που θα κέρδιζε ο ιδιοκτήτης από την ενοικίαση της κατοικίας.
Μία αύξηση στον λόγο της τιμής προς την απόδοση καθιστά πιο επικερδή την ενοικίαση από την αγορά, συμπιέζοντας τις πωλήσεις κατοικιών. Αντιθέτως, μία μείωση στον λόγο τιμής προς απόδοση αναμένεται να καταστήσει πιο επικερδή την αγορά κατοικίας από την ενοικίαση, με αποτέλεσμα να αυξηθούν οι αγορές ακινήτων.
Ο λόγος της τιμής προς το διαθέσιμο εισόδημα αποτελεί ένα μέτρο που δείχνει πόσο προσιτή είναι η αγορά μίας κατοικίας σήμερα, χάρη στην υψηλότερη δυνατότητα αποπληρωμής του στεγαστικού δανείου. Μία άνοδος του λόγου της τιμής προς το εισόδημα (εξαιτίας, π.χ. της αύξησης της τιμής σε μεγαλύτερο βαθμό συγκριτικά με την αύξηση του εισοδήματος) καθιστά την αγορά και κατοχή κατοικίας λιγότερο προσιτή (ή την αποπληρωμή του δανείου λιγότερο ευχερή).
Αντιθέτως, μία μεγαλύτερη αύξηση στο διαθέσιμο εισόδημα σε σχέση με τις τιμές αυξάνει τη ζήτηση οικιστικών ακινήτων, καθώς η αγορά κατοικίας και η εξυπηρέτηση του στεγαστικού δανείου, καθίστανται περισσότερο προσιτές.
Σημειώνεται ότι για την πλειοψηφία των χωρών, τόσο ο λόγος της τιμής προς την απόδοση, όσο και ο λόγος της τιμής προς το εισόδημα, παραμένουν υψηλότερα του μακροχρόνιου μέσου όρου τους, αντανακλώντας συνθήκες υπερεκτίμησης της αξίας της αγοράς οικιστικών ακινήτων, λαμβάνοντας υπόψη και την ανοδική τροχιά των τιμών το τελευταίο διάστημα.
Για την Ελλάδα, ωστόσο, ο λόγος τιμής προς απόδοση ήταν, το δεύτερο τρίμηνο του 2021, από τους χαμηλότερους, καθώς η ετήσια άνοδος των τιμών των ακινήτων ξεπέρασε οριακά την αύξηση των ενοικίων. Όσον αφορά στον λόγο τιμής προς διαθέσιμο εισόδημα, η αγορά ακινήτων στην Ελλάδα βρίσκεται μαζί με μία μικρή ομάδα χωρών (όπως η Ιταλία και η Πολωνία) κάτω του μακροχρόνιου μέσου, έστω και οριακά.
Όπως αναφέρει η μελέτη της Alpha Bank, η αγορά κατοικίας, το τρέχον διάστημα, είναι σχετικώς προσιτή, καθώς ο ρυθμός αύξησης των τιμών υπολείπεται του ρυθμού αύξησης του διαθεσίμου εισοδήματος (ο ρυθμός αύξησης του ακαθάριστου διαθέσιμου εισοδήματος διαμορφώθηκε στο 5,1% κατά το πρώτο τρίμηνο του έτους και στο 7% το δεύτερο τρίμηνο, έναντι αύξησης 3,5% και 4,6% αντίστοιχα, στις τιμές των οικιστικών ακινήτων).