Ιδιαίτερα σημαντικό αποδεικνύεται το κόστος, των ακραίων καιρικών φαινομένων και της κλιματικής αλλαγής, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Scope, για την Ελλάδα σε ένα ευρύ χρονικό διάστημα από το 1980 - 2019.
Ο γερμανικός οίκος αξιολόγησης εκτιμά πως στο διάστημα αυτό το κόστος ανήλθε στα 7,689 δισ. ευρώ, που αντιστοιχεί σε απώλειες 197 εκατ. ευρώ τον χρόνο. Την ίδια στιγμή, το πλήγμα στο εγχώριο ΑΕΠ από τα ακραία φαινόμενα διαμορφώνεται στο 4,2% του ΑΕΠ του 2019, ή 0,11% του ΑΕΠ ετησίως. Παράλληλα, ιδιαίτερα χαμηλό είναι το ποσοστό των ασφαλισμένων ζημιών, ήτοι στο 2% του συνόλου, ενώ οι θάνατοι από τις καταστροφές και το πλήγμα των ακραίων καιρικών φαινομένων (την περίοδο 1980 - 2019) διαμορφώνεται σε 23,8 ανά 100.000 κατοίκους (συνολικά 2.550 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους).
Φυσικά, η κλιματική αλλαγή και οι αυξητικές τάσεις που καταγράφονται γύρω από τους κινδύνους που ελλοχεύουν από την εκδήλωση ακραίων φυσικών φαινομένων, προκαλεί πολύπλευρες πιέσεις στις υποδομές, στην παραγωγικότητα της εργασίας και στα δημοσιονομικά, ενώ αποτελούν και σημαντική πηγή συστημικού κινδύνου. Παράλληλα, οι κλάδοι της γεωργίας, της αλιείας, της δασοκομίας και ο τουρισμός είναι πιο πιθανό να επηρεαστούν από τα ακραία καιρικά φαινόμενα, καλύπτοντας περίπου το 10% του ΑΕΠ για τις χώρες της Νότιας Ευρώπης έναντι 6% στη Βόρεια Ευρώπη, 5% στην Κεντρική και Νότια Ευρώπη και 3% στην Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη.
Έτσι, παρότι ο γερμανικός οίκος ενσωματώνει στις αξιολογήσεις του ήδη μια μακροπρόθεσμη εικόνα των φυσικών κινδύνων που αντιμετωπίζουν τα κράτη, το βάρος και η σημασία αυτών των κινδύνων για την πιστοληπτική ικανότητα ενός κράτους θα αυξηθούν με την πάροδο του χρόνου καθώς τα ακραία καιρικά φαινόμενα εκδηλώνονται πιο συχνά με σοβαρότερες συνέπειες. Είναι επίσης πιθανό, όπως σημειώνουν οι αναλυτές, να αλληλεπιδρούν όλο και περισσότερο με άλλους «πυλώνες» κινδύνου, καθώς οι κίνδυνοι της κλιματικής αλλαγής περνούν στις οικονομικές και δημοσιονομικές επιδόσεις καθώς και στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Υπό αυτό το πρίσμα, η διάχυση αυτού του κινδύνου θα μπορούσε να εντείνει τις αποκλίσεις στις αξιολογήσεις δεδομένου ότι οι χώρες που είναι περισσότερο εκτεθειμένες – όπως η Τουρκία (Β/αρνητικό outlook), η Ελλάδα (ΒΒ+/σταθερό outlook) ή η Ρουμανία (ΒΒΒ-/σταθερό outlook) – τείνουν να έχουν χαμηλότερη αξιολόγηση από τον οίκο.
Σε αυτό το πλαίσιο, είναι ζωτικής σημασίας να κινητοποιηθούν πόροι και να εφαρμοστεί ένα μεταρρυθμιστικό πλαίσιο που να μειώνει την έκθεση στους κινδύνους της κλιματικής αλλαγής, ενισχύοντας παράλληλα την ικανότητα αντιμετώπισης φαινομένων ακραίας κλίμακας, όπως εκτιμά η Scope. Παράλληλα, ο οίκος εστιάζει και στα εθνικά σχέδια που έχουν ενταχθεί στο NGEU, όπου σύμφωνα με το tink tank του Bruegel εντάσσονται πάνω από 232 δισ. ευρώ (1,7% του ΑΕΠ της ΕΕ) για δαπάνες προς την «πράσινη» μετάβαση. Το Bruegel εκτιμά ότι το ποσοστό αυτών των δαπανών ανέρχεται στο 48% των συνολικών κατά μέσο όρο σε ολόκληρη την ΕΕ, που κυμαίνονται από 34% στην Ελλάδα - μία από τις χώρες που πλήττονται περισσότερο όσον αφορά το κόσοτος της κλιματικής αλλαγής - έως 64,8% στο Λουξεμβούργο.