Ο χειμώνας πλησιάζει με γοργούς ρυθμούς στην Ευρώπη και η γηραιά ήπειρος δεν έχει εξασφαλίσει ακόμα πως οι λαοί της δεν θα «κρυώσουν» στους επερχόμενους μήνες. Και ενώ η σχέση της με την Ρωσία επιδεινώνεται, ο Βλαντιμίρ Πούτιν εξακολουθεί να κρατά στα χέρια του την «τύχη» της Ευρώπης, ελέγχοντας την προμήθεια του φυσικού αερίου.
Γιατί όμως η Ευρώπη απέτυχε να εκπληρώσει τον δεκαετή στόχο της, να «απεξαρτηθεί» από την ρώσικη ενέργεια; Ένα μίγμα από μια σφοδρή εφοδιαστική κρίση και γεωπολιτικές συγκρούσεις συνθέτουν την ευάλωτη συνθήκη στην οποία βρίσκεται αυτή την στιγμή η Ευρώπη.
Η εφοδιαστική κρίση και ο Nord Stream 2
O Οκτώβριος ήταν ένας μήνας που αποκάλυψε πως η Ευρώπη βρίσκεται εξαιρετικά εκτεθειμένη όσον αφορά την ενεργειακή της επάρκεια. Με τα αποθέματα φυσικού αερίου στο χαμηλότερο επίπεδο για πάνω από μια δεκαετία, και με τις τιμές του στα ύψη, φτάνοντας να διαπραγματεύεται στα 162 ευρώ η μεγαβατώρα από 20 ευρώ στην αρχή του έτους, οι υποσχέσεις του Ρώσου προέδρου πως θα τροφοδοτήσει την Ευρώπη με φυσικό αέριο –αφού η Ρωσία πρώτα αναπλήρωσε τα δικά της αποθέματα- δεν θα μπορούσαν να μην λειτουργήσουν και ως ένας «μοχλός πίεσης».
Ένα μήνα πριν, τον Σεπτέμβριο, είχε ολοκληρωθεί η κατασκευή του αγωγού Nord Stream 2, ο οποίος διασχίζοντας την Βαλτική «ενώνει» την Ρωσία με την Γερμανία. Μάλιστα, ο αγωγός αποτέλεσε σημείο τριβής και κρίσης στις σχέσεις της πρώτης οικονομίας της Ευρώπης με τις ΗΠΑ του προέδρου Μπάιντεν, όλους τους προηγούμενους μήνες, για τις «συναλλαγές» με την αντίπαλο Ρωσία, οδηγώντας ακόμα και σε κυρώσεις που ναι μεν καθυστέρησαν την κατασκευή αλλά δεν εμπόδισαν την ολοκλήρωσή της. Τόσο ο Πρόεδρος Τζο Μπάιντεν όσο και ο προκάτοχός του, Ντόναλντ Τραμπ, προειδοποίησαν για τον κίνδυνο υπερβολικής εξάρτησης της Ευρώπης από το ρωσικό αέριο. Η Πολωνία, η Σλοβακία και άλλες χώρες που φιλοξενούν υπάρχοντες αγωγούς ήταν επίσης αντίθετες, λέγοντας ότι θα ενισχύσει την κυριαρχία της Ρωσίας στην περιοχή δίνοντάς της την ικανότητα να παρακάμπτει χώρες κατά βούληση, συμπεριλαμβανομένης της Ουκρανίας.
Ο πρόεδρος Πούτιν, από την πλευρά του, σε αντάλλαγμα για την αύξηση των προμηθειών φυσικού αερίου, πιέζει έτσι ώστε η Γερμανία και η ΕΕ να δώσουν την έγκριση που χρειάζεται για να αρχίσει να χρησιμοποιεί τον αγωγό. Κάτι το οποίο μπορεί να μην πραγματοποιηθεί μέχρι τον Μάιο, εάν οι ρυθμιστικές αρχές εξαντλήσουν όλον τον χρόνο που έχουν στη διάθεση τους.
Ο Πούτιν, ωστόσο, παρενέβη για να μειώσει την πίεση στην αγορά στα τέλη Οκτωβρίου, δίνοντας εντολή στον κρατικό κολοσσό Gazprom να αρχίσει να ξαναγεμίζει τις ευρωπαϊκές εγκαταστάσεις αποθήκευσης φυσικού αερίου, οδηγώντας τις τιμές χαμηλότερα. Όμως, παρά την προεδρική παρέμβαση, η Gazprom εξασφάλισε για την Ευρώπη μόνο ένα κλάσμα επιπλέον χωρητικότητας στους υπάρχοντες αγωγούς, αφήνοντας την αγορά ενέργειας να λειτουργεί στην «κόψη του ξυραφιού».
Πώς ενισχύθηκε ο ρόλος της Ρωσίας και τι μπορεί να συμβεί αν «ξεμείνουμε» από φυσικό αέριο;
Με την στρατηγική της ενεργειακής μετάβασης και απομάκρυνσης από τις «βρώμικες» λύσεις, πολλά εργοστάσια άνθρακα στην Ευρώπη έχουν ήδη κλείσει, ενώ ακόμη και η πυρηνική ενέργεια τίθεται εν μέρει στο περιθώριο. Η στροφή αυτή, οδήγησε σε εξάντληση τα κοιτάσματα αερίου της Βόρειας Θάλασσας τα οποία ελέγχονται κατά κύριο λόγο από Βρετανία και Ολλανδία.
Το φθηνό και άκρως διαθέσιμο ρώσικο φυσικό αέριο, έγινε σταδιακά μια απαραίτητη εναλλακτική, φτάνοντας το 2020 να τροφοδοτεί το ένα τρίτο του συνόλου της ευρωπαϊκής κατανάλωσης.
Το αδιαμφισβήτητο ανταγωνιστικό πλεονέκτημά της Ρωσίας, είναι τα τεράστια κοιτάσματα της Σιβηρίας, με την αχανή χώρα να έχει τα μεγαλύτερα αποθέματα φυσικού αερίου στον κόσμο. Άρχισε να εξάγει στην Πολωνία τη δεκαετία του 1940 και δημιούργησε αγωγούς τη δεκαετία του 1960 για να παραδώσει καύσιμα σε δορυφορικά κράτη της τότε Σοβιετικής Ένωσης.
Ακόμη και στο απόγειο του Ψυχρού Πολέμου, οι παραδόσεις ενέργειας ήταν σταθερές. Αλλά από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, η Ρωσία και η Ουκρανία έχουν έρθει σε σύγκρουση για τους αγωγούς που διαπερνούν το ουκρανικό έδαφος, με αποτέλεσμα οι ρωσικές αρχές να αναζητήσουν άλλες διαδρομές.
Οι παραδόσεις φυσικού αερίου της Gazprom στη δυτική και κεντρική Ευρώπη το 2021 θα μπορούσαν να φτάσουν περίπου τα 158 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα, όσο και το 2020 αλλά κάτω από το ρεκόρ που σημειώθηκε το 2018 στα 176,8 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα.
Ωστόσο, η συνθήκη που αντιμετωπίζει τώρα η Ευρώπη, τηρουμένων των ιστορικών αναλογιών, δεν είναι χωρίς προηγούμενο: Το 2006 και το 2009, οι διαφωνίες σχετικά με την τιμολόγηση και τη διοχέτευση του φυσικού αερίου οδήγησαν σε διακοπή των ρώσικων προμηθειών.
Η δεύτερη διακοπή λειτουργίας διήρκεσε σχεδόν δύο εβδομάδες στο μέσο στο χειμώνα. Η Σλοβακία και ορισμένες βαλκανικές χώρες αναγκάστηκαν να μειώσουν την κατανάλωση φυσικού αερίου, να κλείσουν εργοστάσια και να διακόψουν την παροχή ρεύματος.
Έκτοτε, και με τα παραπάνω ως επώδυνο μάθημα, οι πιο ευάλωτες χώρες έχουν αγωνιστεί για την δημιουργία αγωγών, τη σύνδεση δικτύων και την κατασκευή τερματικών σταθμών για την εισαγωγή υγροποιημένου φυσικού αερίου, μια υπερψυγμένη μορφή καυσίμου που μπορεί να αποσταλεί και από μακρινά κοιτάσματα, όπως αυτά στο Κατάρ.
Ποιοι εναλλακτικοί «δρόμοι» υπάρχουν σε ισχύ;
Οι ενεργειακές προμήθειες από το εξωτερικό, κυρίως από τη Ρωσία, τη Νορβηγία και την Αλγερία, αντιπροσωπεύουν περίπου το 80% του φυσικού αερίου που καταναλώνει η ΕΕ, με τις μεγαλύτερες οικονομίες να είναι και οι πιο εκτεθειμένες, και με πρώτη την Γερμανία η οποία εισάγει το 90% των αναγκών της.
Χώρες όπως το Βέλγιο, η Ισπανία και η Πορτογαλία αντιμετωπίζουν το πρόβλημα της χαμηλής χωρητικότητας αποθήκευσης, όπως και η Βρετανία, η οποία ωστόσο δεν είναι πλέον μέλος της Ένωσης και έχει κλείσει την μοναδική μεγάλη εγκατάσταση αποθήκευσης αερίου.
Η ήπειρος τροφοδοτείται από μια σειρά αγωγών, συμπεριλαμβανομένου του Γιαμάλ, που περνά από τη Ρωσία μέσω της Λευκορωσίας και της Πολωνίας πριν φτάσει στη Γερμανία, και του TAG, που μεταφέρει ρωσικό αέριο στην Αυστρία και την Ιταλία. Οι αγωγοί διασχίζουν πολλές κρατικές επικράτειες, δημιουργώντας συχνά προβλήματα και σημεία «συμφόρησης».