Η συνταγή της δεκαετίας που ακολούθησε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα μετά το 2008 – 2009 φαίνεται να υιοθετείται από την πλειοψηφία του Συμβουλίου της και για το σήμερα παρά την πληθωριστική έκρηξη.
Ο επικεφαλής οικονομικής ανάλυσης και μέλος του Εκτελεστικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, Φίλιπ Λέιν, με διαφορά μερικών 24ώρων έδωσε τις γενικές γραμμές της πολιτικής που έχει αποφασιστεί για την επόμενη περίοδο. Το πλαίσιο αυτής της πολιτικής στηρίζεται σε δύο επίπεδα.
Το ένα έχει να κάνει με τις πολιτικές της ΕΚΤ και το άλλο με τις πολιτικές της Ευρωζώνης και των κυβερνήσεων. Όσον αφορά ιδιαίτερα το δεύτερο εμπεριέχει και το θέμα των αλλαγών στο Σύμφωνο Σταθερότητας.
Τι θα κάνει η ΕΚΤ και τι οι κυβερνήσεις
Σύμφωνα με τα όσα δήλωσε ο κ. Λέιν την περασμένη εβδομάδα, για την ΕΚΤ το κεντρικό της μέλημα είναι «να διασφαλίσει ότι η Ευρωζώνη θα έχει μια ισχυρή ανάκαμψη και ότι αυτή η ανάκαμψη δεν θα εκτροχιαστεί ως αποτέλεσμα μιας περιττής (!) αυστηροποίησης του κόστους χρηματοδότησης...». Μεταφράζοντας τον κ. Λέιν, η ΕΚΤ δεν θα ανακόψει την ανάκαμψη με κινήσεις περιορισμού της ρευστότητας και αύξησης των επιτοκίων.
Και αυτό παρά το γεγονός ότι ο πληθωρισμός επιταχύνεται με πρωτοφανείς ρυθμούς, σε ένα διεθνές περιβάλλον που μεγάλες κεντρικές τράπεζες, όπως η Fed και η BoE, αρχίζουν ήδη την ανάστροφη πορεία. Μόνο η ΕΚΤ και η Κεντρική Τράπεζα της Ιαπωνίας εμφανίζονται να κινούνται στην κατεύθυνση αυτή. Χαράς ευαγγέλια για τις αγορές και τις τράπεζες, ίσως και για τους υπερχρεωμένους...
Γιατί η ΕΚΤ θα κρατήσει αυτή τη στάση; Ο κ. Λέιν το εξηγεί με ακρίβεια.
«Το κλειδί για τη λήψη των αποφάσεών μας», εξηγεί, «είναι η εκτίμηση για τον μεσοπρόθεσμο πληθωρισμό... Με την μεσοπρόθεσμη προοπτική μας για τον πληθωρισμό εστιάζουμε ιδιαίτερα στο που μπορεί να πάει η τάση του πληθωρισμού το 2023, το 2024 και ούτω καθεξής, παρά στη βραχυπρόθεσμη δυναμική του... η νομισματική πολιτική μας θα αποφασιστεί με βάση το τι χρειάζεται για να διασφαλιστεί ότι ο πληθωρισμός θα σταθεροποιηθεί στο 2% μεσοπρόθεσμα. Η βραχυπρόθεσμη αστάθεια είναι κάτι που ασφαλώς θα πρέπει να εξετάσουμε...», αλλά «ταυτόχρονα έχουμε ευθύνη να εξηγήσουμε ότι υπάρχουν ισχυροί λόγοι να πιστεύουμε ότι ο πληθωρισμός θα πέσει το επόμενο έτος...».
Ταυτόχρονα, σε άλλη τοποθέτησή του ο κ. Λέιν περιέγραψε με «προσωπικό» αλλά σαφή τρόπο το δημοσιονομικό πλαίσιο που θα πρέπει να κινηθούν οι κυβερνήσεις και το Σύμφωνο Σταθερότητας μετά τις περιβόητες αλλαγές του.
«Μια αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης θα πρέπει να ασχοληθεί με τα βασικά αδύνατα σημεία (σ.σ. του), ώστε να υποστηρίξει τον διπλό σκοπό της μακροοικονομικής σταθερότητας και την βιωσιμότητα του προϋπολογισμού». Οι αλλαγές στο Σύμφωνο και κατά συνέπεια στις πολιτικές των κυβερνήσεων, πρέπει να αποτελέσουν «ένα απλοποιημένο πλαίσιο σε δύο επίπεδα που θα συνίσταται σε έναν κανόνα που θα αφορά τις δαπάνες και θα συνδέεται με την παρακολούθηση του χρέους», καθώς ένας τέτοιος κανόνας «θα μειώσει την πολυπλοκότητα των κανόνων για τον προϋπολογισμό και θα ευθυγραμμίσει τη δημοσιονομική σταθεροποίηση με τις προκλήσεις βιωσιμότητας του προϋπολογισμού...».
Σε απλά ελληνικά, η «μετάφραση» των διατυπώσεων του κ. Λέιν είναι ότι το Σύμφωνο Σταθερότητας και οι πολιτικές των κυβερνήσεων θα πρέπει να ακολουθήσουν μια δημοσιονομική πολιτική στα όρια που τους δίνει το μέγεθος του χρέους και των ελλειμμάτων τους, δηλαδή αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία...
Εν ολίγοις το μίγμα της πολιτικής που προτείνεται είναι «νομισματική χαλαρότητα» και «δημοσιονομική πειθαρχία», όπως και τη δεκαετία της κρίσης του χρέους...
Η αλήθεια βέβαια είναι πως το 2021 δεν είναι 2008 – 2009, για δύο βασικούς λόγους. Ο πρώτος είναι ότι ο ισολογισμός της ΕΚΤ έχει στο μεταξύ... εκραγεί με τη νομισματική χαλάρωση, το ίδιο όπως και το δημόσιο και ιδιωτικό χρέος. Ο δεύτερος είναι ότι το νέο αυτό περιβάλλον υφίσταται μέσα σε συνθήκες διεθνούς πληθωρισμού, που είχαν να φανούν από τη δεκαετία του 70' και με την Κίνα να μη μπορεί πλέον να παίξει τον αντιπληθωριστικό ρόλο της δεκαετίας που έσκασε η κρίση του χρέους στην Ευρώπη...
Το μόνο στοιχείο που δεν διαφέρει – προς το παρόν – είναι ότι οι πιέσεις για αυξήσεις μισθών δεν έχουν «ακόμα» εκδηλωθεί. Αλλά είναι αμφίβολο αν οι κυβερνήσεις θα είναι σε θέση να τις συγκρατήσουν όταν αυτές αρχίσουν να ξεδιπλώνονται. Αρκεί μια ματιά στη δεκαετία του 70' για να αμφισβητήσει κανείς έμπρακτα την δημοσιονομική «λογική» του κ. Λέιν. Τόσο για τον πληθωρισμό όσο και για τους μισθούς.