Την έντονη εξωστρέφεια της ελληνικής ιχθυοκαλλιέργειας επιβεβαιώνει η πορεία των πωλήσεων του κλάδου, καθώς, όπως προκύπτει από τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, σχεδόν το 80% της παραγωγής διατίθεται σε αγορές εκτός Ελλάδας, με το υπόλοιπο 20% να διατίθεται στην εγχώρια αγορά.
Σύμφωνα με τα βασικά συμπεράσματα της 7ης Ετήσιας Έκθεσης Υδατοκαλλιέργειας που εκδόθηκε φέτος από την Ελληνική Οργάνωση Παραγωγών Υδατοκαλλιέργειας (ΕΛΟΠΥ), η διαρκής αύξηση της ζήτησης ελληνικών προϊόντων ιχθυοκαλλιέργειας γεννά αισιοδοξία για τις προοπτικές ανάπτυξης του κλάδου.
Η τάση εξωστρέφειας του κλάδου διατηρήθηκε και το 2020, με το 21% των πωλήσεων να διατίθεται στην Ελλάδα (25.160 τόνοι) και το υπόλοιπο 79% (91.840 τόνοι) να διατίθεται σε όλες τις υπόλοιπες αγορές (73% στην Ευρωπαϊκή Ένωση και 6% σε λοιπές χώρες). Συνολικά, τα προϊόντα της ελληνικής ιχθυοκαλλιέργειας διατέθηκαν σε 40 χώρες παγκοσμίως.
Πού πηγαίνουν τσιπούρα και λαβράκι – Η ακτινογραφία των εξαγωγών
Σύμφωνα πάντα με τα συμπεράσματα της έκθεσης, ως προς τις εξαγωγές, το 2020 συνολικά εξήχθησαν 91.840 τόνοι τσιπούρας και λαβρακιού σημειώνοντας αύξηση 5,6% σε σχέση με το 2019.
Από αυτά,
•Τo 93% (85.241 τόνοι) εξήχθησαν σε 24 αγορές της Ευρωπαϊκής Ένωσης
• Τo 7% (5.279 τόνοι) σε 15 Τρίτες χώρες.
Ιταλία, Ισπανία και Γαλλία είναι οι κυριότερες αγορές που απορροφούν σχεδόν το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής παραγωγής. Σε αυτές τις τρεις χώρες πωλήθηκαν το 2020 σχεδόν 66.000 τόνοι που αντιστοιχούν στο 56% της ελληνικής παραγωγής ή στο 72% των εξαγωγών.
Σε πέντε ακόμη χώρες - Πορτογαλία, Γερμανία, Β. Αμερική, Βουλγαρία, Ρουμανία - οι εξαγωγές κυμαίνονται μεταξύ 2.000 – 6.500 τόνους, ενώ στις υπόλοιπες χώρες οι εξαγωγές ήταν κάτω των 2.000 τόνων. Το 58% των εξαγωγών ήταν τσιπούρα (61.454 τόνοι) και το 42% λαβράκι (43.876 τόνοι), ενώ το 2020 καταγράφηκε μικρή εξαγωγική δραστηριότητα σε δύο επιπλέον χώρες, τη Λιθουανία και την Αρμενία. Σχεδόν το σύνολο των πωλήσεων ήταν νωπά ψάρια και μόλις το 1,5% κατεψυγμένα (κυρίως στις Τρίτες χώρες).
Στην Ιταλία το 32% της παραγωγής
Η Ιταλία αποτελεί διαχρονικά τη μεγαλύτερη αγορά για τα ψάρια ελληνικής ιχθυοκαλλιέργειας καθώς απορροφά το 32% της ελληνικής παραγωγής τσιπούρας και λαβρακιού. Το 2020 εισήχθησαν στην Ιταλία συνολικά 67.841 τόνοι τσιπούρας και λαβρακιού εκ των οποίων οι 37.442 τόνοι, δηλαδή το 55%, από την Ελλάδα, καθιστώντας την ως τον κύριο προμηθευτή και στα δύο είδη.
Τσιπούρα
Το 2020 εισήχθησαν στην Ιταλία 38.112 τόνοι τσιπούρας εκ των οποίων οι 19.586 τόνοι, δηλαδή το 51%, προήλθε από την Ελλάδα. Σε σχέση με το 2019, παρατηρείται μείωση των εισαγωγών από την Ελλάδα κατά 4,7%, ενώ οι συνολικές εισαγωγές του είδους στη χώρα παρέμειναν σχεδόν αμετάβλητες (-0,02%).
Αν λάβουμε υπόψη και την ιδία παραγωγή τσιπούρας της Ιταλίας (10.000 τόνοι εκ των οποίων εξήχθησαν οι 8.600 τόνοι) η Ελλάδα το 2020 κατείχε μερίδιο αγοράς που αντιστοιχεί στο 47% των συνολικών πωλήσεων τσιπούρας στην Ιταλία.
Η μέση τιμή της τσιπούρας διαμορφώθηκε στα 4,22 ευρώ/κιλό, παρουσιάζοντας πτώση 5% σε σχέση με το 2019.
Λαβράκι
Το 2020 εισήχθησαν στην Ιταλία 29.730 τόνοι λαβρακιού εκ των οποίων οι 17.859 τόνοι, δηλαδή το 60%, προήλθε από την Ελλάδα. Σε σχέση με το 2019, παρατηρείται μείωση των εισαγωγών από την Ελλάδα κατά 11,5%, ενώ οι συνολικές εισαγωγές του είδους στη χώρα μειώθηκαν κατά 7,1%.
Αν λάβουμε υπόψη και την ιδία παραγωγή λαβρακιού της Ιταλίας (7.500 τόνοι εκ των οποίων εξήχθησαν οι 3.500 τόνοι), η Ελλάδα το 2020 κατείχε μερίδιο αγοράς που αντιστοιχεί στο 57% των συνολικών πωλήσεων λαβρακιού στην Ιταλία.
Η μέση τιμή στο λαβράκι ήταν 5,24 ευρώ/κιλό, παρουσιάζοντας αύξηση 12,6% σε σχέση με το 2019.
Στην Ισπανία το 26% της παραγωγής
Η Ισπανία αποτελεί τη δεύτερη μεγαλύτερη αγορά για τα ψάρια ελληνικής ιχθυοκαλλιέργειας καθώς το 2020 απορρόφησε το 26% της ελληνικής παραγωγής. Το 2020 εισήχθησαν συνολικά 37.141 τόνοι τσιπούρας και λαβρακιού εκ των οποίων οι 30.504 τόνοι, δηλαδή το 82%, προήλθαν από την Ελλάδα καθιστώντας την έτσι κύριο προμηθευτή νωπών ψαριών μεσογειακής ιχθυοκαλλιέργειας.
Τσιπούρα
Το 2020 εισήχθησαν στην Ισπανία 31.042 τόνοι τσιπούρας εκ των οποίων οι 21.552 τόνοι, δηλαδή το 69%, προήλθαν από την Ελλάδα. Σε σχέση με το 2019, παρατηρείται αύξηση των εισαγωγών από την Ελλάδα κατά 70%, ενώ οι συνολικές εισαγωγές του είδους στη χώρα αυξήθηκαν κατά 22,75%.
Λαμβάνοντας υπόψη και την ιδιοπαραγωγή τσιπούρας της Ισπανίας (9.500 τόνοι εκ των οποίων εξήχθησαν 4.700 τόνοι), η Ελλάδα το 2020 κατείχε μερίδιο αγοράς που αντιστοιχεί στο 59% των συνολικών πωλήσεων νωπής τσιπούρας στην Ισπανία.
Λαβράκι
Το 2020 εισήχθησαν στην Ισπανία 14.871 τόνοι λαβρακιού εκ των οποίων οι 10.502 τόνοι, δηλαδή το 71%, προήλθαν από την Ελλάδα. Σε σχέση με το 2019, παρατηρείται αύξηση των εισαγωγών από την Ελλάδα κατά 25,5%, ενώ οι συνολικές εισαγωγές του είδους στη χώρα αυξήθηκαν κατά 13%.
Λαμβάνοντας υπόψη και την ιδιοπαραγωγή λαβρακιού της Ισπανίας (14.000 τόνοι εκ των οποίων εξήχθησαν 5.900 τόνοι), η Ελλάδα το 2020 κατείχε μερίδιο αγοράς που αντιστοιχεί στο 45% των συνολικών πωλήσεων λαβρακιού στην Ισπανία.
Η μέση τιμή του λαβρακιού διαμορφώθηκε στα 4,79 ευρώ/κιλό, παρουσιάζοντας αύξηση κατά 15,7% σε σχέση με το 2019.
Στη Γαλλία το 9% της παραγωγής
Η Γαλλία αποτελεί την Τρίτη μεγαλύτερη ευρωπαϊκή αγορά για τα ψάρια ελληνικής ιχθυοκαλλιέργειας, καθώς το 2020 απορρόφησε το 9% της ελληνικής παραγωγής. Το 2020 εισήχθησαν συνολικά 21.544 τόνοι τσιπούρας και λαβρακιού εκ των οποίων οι 10.424 τόνοι, δηλαδή το 50%, προήλθαν από την Ελλάδα.
Τσιπούρα
Το 2020 εισήχθησαν στην Γαλλία 13.167 τόνοι τσιπούρας εκ των οποίων οι 6.857 τόνοι, δηλαδή το 52%, προήλθαν από την Ελλάδα. Σε σχέση με το 2019, παρατηρείται οριακή πτώση 0,3% των εισαγωγών από την Ελλάδα ενώ οι συνολικές εισαγωγές του είδους στη χώρα μειώθηκαν κατά 5,8%.
Λαμβάνοντας υπόψη και την ιδιοπαραγωγή της Γαλλίας (1.000 τόνοι εκ των οποίων εξήχθησαν 1.200 τόνοι), η Ελλάδα το 2020 κατείχε μερίδιο αγοράς που αντιστοιχεί στο 49% των συνολικών πωλήσεων τσιπούρας στη Γαλλία.
Η μέση τιμή της τσιπούρας ήταν 4,19 ευρώ/κιλό, παρουσιάζοντας μείωση κατά -8,5% σε σχέση με το 2019.
Λαβράκι
Το 2020 εισήχθησαν στη Γαλλία 7.579 τόνοι λαβρακιού εκ των οποίων οι 3.567 τόνοι, δηλαδή το 47%, προήλθαν από την Ελλάδα. Σε σχέση με το 2019, παρατηρείται μείωση των εισαγωγών από την Ελλάδα κατά 9,6%, ενώ οι συνολικές εισαγωγές του είδους στη χώρα μειώθηκαν κατά 9,5%.
Λαμβάνοντας υπόψη και την ιδιοπαραγωγή λαβρακιού της Γαλλίας (2.000 τόνοι εκ των οποίων εξήχθησαν 1.400 τόνοι), η Ελλάδα το 2020 κατείχε μερίδιο αγοράς που αντιστοιχεί στο 51% των συνολικών πωλήσεων λαβρακιου στη Γαλλία.
Η μέση τιμή λαβρακιού κυμάνθηκε στα 5,22 ευρώ/κιλό, παρουσιάζοντας αύξηση 2,1%.
Η διόγκωση της ελληνικής ιχθυοκαλλιέργειας τα τελευταία 40 χρόνια
Η θαλάσσια ιχθυοκαλλιέργεια μεσογειακών ιχθύων αποτελεί εδώ και 40 χρόνια την πιο σημαντική δραστηριότητα υδατοκαλλιέργειας στην Ελλάδα. Το 2020 αντιπροσώπευσε το 83,8% του όγκου και το 97% της αξίας της συνολικής παραγωγής υδατοκαλλιέργειας της χώρας.
Τα κύρια είδη που εκτρέφονται είναι η τσιπούρα και το λαβράκι αποτελώντας περίπου το 96% των πωλήσεων, ενώ σε πολύ μικρότερες ποσότητες, περίπου 4%, εκτρέφονται όλα τα υπόλοιπα μεσογειακά είδη, όπως το λυθρίνι, ο κρανιός, η συναγρίδα κ.α.
Από το 1981 που δημιουργήθηκαν οι πρώτες πειραματικές μονάδες, ο κλάδος έφτασε να κατέχει την πρώτη θέση σε ευρωπαϊκό επίπεδο και τη δεύτερη θέση σε διεθνές, στην εκτροφή μεσογειακών ιχθύων. H παραγωγή κυμαίνεται μεταξύ 110.000 - 120.000 τόνων ετησίως συμβάλλοντας στην κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη των τοπικών κοινωνιών και στην προσφορά τροφίμων υψηλής διατροφικής αξίας με χαμηλό περιβαλλοντικό αποτύπωμα.
Το δύσκολο 2020
Το 2020 δραστηριοποιήθηκαν 67 επιχειρήσεις με 280 πλωτές μονάδες σε όλη την Ελλάδα. Στην πλειοψηφία τους πρόκειται για οικογενειακές, μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις, ενώ υπάρχουν και μεγαλύτεροι όμιλοι με καθετοποιημένες εταιρείες, που εκτός από την εκτροφή ψαριών, παράγουν γόνο, τροφές και πάγιο εξοπλισμό. Σημειώνεται πως το 80% των επιχειρήσεων του κλάδου είναι μικρές εταιρείες με ετήσια δυναμικότητα μικρότερη των 1.000 τόνων.
Το 2020 προχώρησε περαιτέρω η διαδικασία αναδιάρθρωσης του κλάδου, γεγονός που αναμένεται να προσελκύσει νέες επενδύσεις και να δώσει μια νέα αναπτυξιακή δυναμική, ωστόσο η περυσινή χρονιά ήταν μια ιδιαίτερη χρονιά και το σημαντικότερο γεγονός που την επισκίασε ήταν αδιαμφισβήτητα η έξαρση της υγειονομικής κρίσης του κορονοϊού και η διαχείριση των συνεπειών της σε όλη την αλυσίδα παραγωγής και εφοδιασμού των προϊόντων ιχθυοκαλλιέργειας.
Αν και το πρώτο δίμηνο του 2020 ξεκίνησε με θετικά μηνύματα, τίποτα δεν προμήνυε αυτό που θα ακολουθούσε… Τον Μάρτιο ξεκίνησε να καταγράφεται σταδιακά πτώση του τζίρου λόγω των ακυρώσεων και των αναβολών των παραγγελιών που προκλήθηκε από το διαδοχικό κλείσιμο των χώρων της «εκτός σπιτιού κατανάλωσης» στις σημαντικότερες αγορές που διατίθενται τα ελληνικά προϊόντα. Η πτώση των πωλήσεων κορυφώθηκε την περίοδο Απρίλιο – Ιούνιο αγγίζοντας έως και το 70%, προκαλώντας αυξημένη αβεβαιότητα και ανησυχία ως προς την ομαλή ροή των προγραμματισμένων ή και νέων παραγγελιών τους επόμενους μήνες του έτους. Οι πωλήσεις το δεύτερο εξάμηνο συνεχίστηκαν με ηπιότερες διακυμάνσεις ανάλογα με την διάρκεια και την αυστηρότητα των τοπικών περιορισμών στις ευρωπαϊκές αγορές. Ομοίως και η περιορισμένη τουριστική περίοδος δεν ευνόησε την κατανάλωση προϊόντων ιχθυοκαλλιέργειας.
Συνοπτικά, οι κυριότερες επιπτώσεις της υγειονομικής κρίσης ήταν:
• H έλλειψη ρευστότητας λόγω των μειωμένων πωλήσεων στα κανάλια της εκτός σπιτιού κατανάλωσης, δηλαδή τα ξενοδοχεία, τα εστιατόρια και το catering (HO.RE.CA).
• H ταυτόχρονη αύξηση του κόστους παραγωγής λόγω της διαχείρισης της πλεονάζουσας (αδιάθετης) ποσότητας.
• Το αυξημένο κόστος μεταφοράς των προϊόντων, ιδίως στις χώρες όπου γινόταν αεροπορικώς.
Όπως ήταν αναμενόμενο, τα οικονομικά αποτελέσματα του κλάδου επηρεάστηκαν το 2020 από την πίεση στις τιμές, λόγω του διεθνούς ανταγωνισμού αλλά και των εκτεταμένων περιοριστικών μέτρων που οδήγησαν στην συσσώρευση αδιάθετων ποσοτήτων. Μεγαλύτερη πίεση δέχθηκε η τιμή διάθεσης της τσιπούρας, τάση η οποία πιθανόν να διατηρηθεί και το όλο 2021.
Μέσα σε αυτό το κλίμα αβεβαιότητας, καταλυτικό ρόλο για την αντιστάθμιση εν μέρει των επιπτώσεων της κρίσης, έπαιξε η αύξηση της κατανάλωσης στο σπίτι και κυρίως ο διπλασιασμός των εξαγωγών στην Ισπανία. Ο τυφώνας Gloria στις αρχές του 2020 προκάλεσε σημαντικές καταστροφές στις μονάδες της Ισπανίας με αποτέλεσμα να χαθεί περίπου το 40% της εγχώριας παραγωγής. Το έλλειμμα αυτό καλύφθηκε από ελληνικά προϊόντα ιχθυοκαλλιέργειας αντισταθμίζοντας εν μέρει τη μείωση των πωλήσεων που σημειώθηκε στις υπόλοιπες αγορές.
Αν εξαιρέσουμε μεμονωμένες εταιρείες που εξειδικεύονται στην «εκτός σπιτιού» κατανάλωση, δηλαδή την προμήθεια ξενοδοχείων, εστιατορίων και catering, (HORECA) και οι οποίες επλήγησαν εντονότερα, ο κλάδος κατάφερε να διαχειριστεί βραχυπρόθεσμα τις επιπτώσεις της κρίσης και να περιορίσει τις ζημιές σε ηπιότερο από το αρχικά αναμενόμενο επίπεδο. Ωστόσο, δεν έχουν γίνει ακόμα γνωστές οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της κρίσης στον κλάδο. Ήδη οι ανατιμήσεις σε όλες τις εισροές της υδατοκαλλιέργειας έχουν προκαλέσει σημαντική αύξηση του κόστους παραγωγής ενώ οι τιμές εξακολουθούν να είναι πιεσμένες.
Η υγειονομική κρίση, εκτός από λειτουργικές δυσκολίες, δημιούργησε και κάποιες ευκαιρίες καθώς αναζητήθηκε διέξοδος σε νέες αγορές και νέες μορφές προϊόντων που θα μπορούσαν να αναπτυχθούν περαιτέρω τα επόμενα χρόνια. Είναι ενθαρρυντικό για την περαιτέρω δυναμική ανάπτυξης του κλάδου, πως σε ένα περιβάλλον αστάθειας και έντονου ανταγωνισμού, τα ελληνικά προϊόντα ιχθυοκαλλιέργειας μπήκαν το 2020 σε νέες αγορές και προτιμήθηκαν από σημαντικές εταιρείες εισαγωγής και διανομής.