Οι αγορές χρέους από την ΕΚΤ μέσω του PEPP και του APP συνεχίζουν... ακάθεκτες παρά τις εξαγγελίες για σταδιακό περιορισμό τους.
Ήδη μέσω του PEPP οι αγορές της ΕΚΤ έχουν ξεπεράσει το 1,5 τρισ. ευρώ και μέσα στον Νοέμβρη (μέχρι τις 19 Νοέμβρη) έχει προσθέσει άλλα 40 δισ. ευρώ ομολογιακών τίτλων στο χαρτοφυλάκιό της.
Το εντυπωσιακό είναι ότι συνολικά μέσω του APP και του PEPP η ΕΚΤ μέσω της Bundesbank, εμφανίζεται να είναι η κάτοχος περίπου του ενός τρίτου του γερμανικού δημοσίου χρέους (!).
Αντίθετα, το «βάρος» που έχουν τα ελληνικά ομόλογα στο χαρτοφυλάκιό της – κυρίως μέσω των αγορών στο PEPP από την ΤτΕ - μόλις που ξεπερνά τα 32 δισ. ευρώ, ήτοι κάτι σαν το 10% του ελληνικού δημόσιου χρέους...
Τα μεγέθη ακόμα και ποσοστιαία είναι μη συγκρίσιμα, αλλά όπως διευκρινίζεται αρμοδίως, αυτό συμβαίνει γιατί το ελληνικό χρέος στην συντριπτική πλειονότητά του είναι... αποθηκευμένο στα κρατικά χαρτοφυλάκια (GLF), είτε στον ESM και δεν «κυκλοφορεί» στις αγορές.
Υπό το πρίσμα αυτό μπορεί να πει κανείς ότι η ΤτΕ έχει αγοράσει ότι κυκλοφορεί ελεύθερο στην δευτερογενή αγορά, σε σύγκριση με το 1/3 που έχει απορροφήσει η Bundesbank.
Αυτή η διαδικασία «δημιουργικής αποστείρωσης» όπως αποκαλείται από ορισμένους αναλυτές έχει συνέπειες σε δύο επίπεδα.
Από την μία στηρίζει την τιμή των ομολόγων συγκρατώντας τις αποδόσεις τους σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα, πολύ κάτω από αυτά που θα καθόριζαν οι αγορές σε περίπτωση που έλειπαν οι παρεμβάσεις της ΕΚΤ.
Και από την άλλη λειτουργεί – προκαλώντας όμως στρεβλώσεις στις αγορές – σαν μηχανισμός αποστείρωσης για να αποφευχθούν οι συνέπειες του νομισματικού πληθωρισμού...
Η διαδικασία αυτή άλλωστε έχει επιτρέψει στις τράπεζες να «ξεφορτωθούν», με το αζημίωτο, μεγάλους όγκους κρατικού και ιδιωτικού χρέους (μαζί με τον αντίστοιχο ρίσκο), που μετακινήθηκαν στα χαρτοφυλάκια των κεντρικών τραπεζών, διασφαλίζοντας για τις ίδιες επαρκή ρευστότητα παράλληλα και σε συνδυασμό με τα προγράμματα TLTROs.
Από την άλλη βέβαια η επίπτωση από τις αγορές αυτές είναι ότι έχει «εξαφανισθεί» η διαθεσιμότητα τίτλων στην δευτερογενή αγορά.
Σε σημείο τέτοιο που ομολογιακά «χαρτιά» όπως π.χ. αυτά του γερμανικού ή του ολλανδικού δημοσίου που χρησιμοποιούνται ως εργαλεία και «υλικό» βάσης από τις μεγάλες επενδυτικές τράπεζες για την παραγωγή χρηματοοικονομικών προϊόντων να είναι δυσεύρετα και να προκαλούνται ασφυκτικές πιέσεις στην δευτερογενή αγορά.
Τον επόμενο μήνα πάντως η ΕΚΤ έχει δεσμευτεί ότι στο πλαίσιο των αποφάσεών της για την πολιτική που θα ακολουθήσει το 2022, θα ξεκαθαρίσει και το τοπίο για το μέλλον της ύπαρξης του PEPP (το οποίο επισήμως κλείνει τον Μάρτιο όσο αφορά καθαρές νέες αγορές), αλλά και την μέθοδο με την οποία θα συνεχιστούν οι επανεπενδύσεις των κεφαλαίων που θα προκύπτουν από τις λήξεις των ομολόγων που έχει ήδη στο χαρτοφυλάκιο του PEPP (1,520 τρισ. ευρώ).
Είναι χαρακτηριστικό πάντως ότι οι αντιδράσεις των αγορών στις όποιες επικείμενες αλλαγές από πλευράς ΕΚΤ, έχουν αρχίσει να προκαλούν μικρά αλλά ευδιάκριτα «τσιμπήματα» στις αποδόσεις και τα spreads των ομολόγων των υπερχρεωμένων χωρών της Ευρωζώνης όπως η Ελλάδα και η Ιταλία...