Αναβάθμιση του outlook σε θετικό από σταθερό αναμένει η Société Générale, από το σημερινό πρώτο «ραντεβού» για το 2022, της Ελλάδας με τον οίκο αξιολόγησης Fitch.
Όπως υπενθυμίζει ο γαλλικός οίκος, στην τελευταία αξιολόγηση της Fitch για την ελληνική οικονομία τον Ιούλιο του 2021, ο ο οίκος επισήμανε πως η αναμενόμενη πτωτική τάση του επιπέδου του χρέους της χώρας μετά την πανδημία στη βάση της δημοσιονομικής προσαρμογής, της βελτιωμένης αναπτυξιακής δυναμικής και του παρατεταμένου χαμηλού κόστους δανεισμού θα μπορούσε να οδηγήσει σε θετικές ενέργειες στα rating actions.
Πέντε μήνες αργότερα, επήλθε και το σήμα στήριξης της ΕΚΤ για συνέχιση των αγορών των ελληνικών κρατικών τίτλων μέσω της ευελιξίας των επανεπενδύσεων στις λήξεις του PEPP που αναγνωρίστηκε από την Fitch ως credit positive. Καθώς η Standard & Poor's βελτίωσε τις προοπτικές για την Ελλάδα σε θετικές τον Απρίλιο του 2021 φαίνεται πολύ πιθανό να ακολουθήσει και η Fitch σήμερα, κατά τη Société Générale.
Αξίζει παράλληλα να επισημανθεί πως ο γαλλικός οίκος αναμένει από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να προσθέσει επιπλέον 3 δισ. ευρώ ελληνικών κρατικών τίτλων στον ισολογισμό της το 2022, στη βάση του προγράμματος PEPP που λήγει τον Μάρτιο του 2022.
Οι εκτιμήσεις του γαλλικού οίκου αγγίζουν μόνο το σκέλος των καθαρών αγορών που θα πραγματοποιήσει η ΕΚΤ μέχρι το Μάρτιο, καθώς μετά έπονται οι επανεπενδύσεις στις λήξεις στο PEPP μέχρι το τέλος του 2024 και η ενίσχυση του APP στα 40 δισ. ευρώ στο δεύτερο τρίμηνο του έτους και η σταδιακή επαναφορά του στα 20 δισ. μέχρι το τέλος του 2022. Επιπλέον, οι αγορές ελληνικών ομολόγων από τη Φρανκφούρτη (από την έναρξη του PEPP) κυμαίνονται περίπου στα 36 δισ. ευρώ, υπερκαλύπτοντας σαφώς την εκδοτική δραστηριότητα της χώρας. Ευρύτερα, οι αγορές στο πλαίσιο του PEPP θα προσγειωθούν από τα 841 δισ. ευρώ το 2021 στα 116 δισ. ευρώ το 2022, έχοντας μια ξεκάθαρη εμπροσθοβαρή βάση, με αντίστροφη πορεία για το PSPP που θα ενισχυθεί στα 241 δισ. ευρώ από 170 δισ. το 2021.
Αξίζει να σημειωθεί, πως στο διάστημα Οκτωβρίου - Νοεμβρίου οι αγορές των ελληνικών ομολόγων έφτασαν τα 2,749 δισ. ευρώ, «τρέχοντας» με παρόμοιο ρυθμό με αυτόν του διμήνου Αυγούστου - Σεπτεμβρίου, όταν οι αγορές έφτασαν τα 2,788 δισ. ευρώ, ενώ ο ρυθμός αυτός θα παραμείνει χαμηλότερος των 3 δισ. με φθίνουσα πορεία.
Ως προς τα ελληνικά ομόλογα, το ευέλικτο πλαίσιο που διαμόρφωσε η ΕΚΤ διατηρώντας ένα μικρό flow, αν και κυρίως έχει «κατασβεστικό ρόλο», μπορεί να λειτουργήσει ικανοποιητικά για την Ελλάδα που ούτως ή άλλως έχει μικρής διάρκειας ωριμάνσεις και χαμηλή εκδοτική δραστηριότητα.
Μέχρι σήμερα εάν έληγε ένας ομολογιακός τίτλος για παράδειγμα το 2022 ύψους 1 δισ. ευρώ η ΕΚΤ θα μπορούσε να αγοράσει 1 δισ. ευρώ σε άλλους κρατικούς τίτλους. Πλέον όλα τα proceeds όλων των λήξεων μπορεί να τα χρησιμοποιήσει η Φρανκφούρτη όπως κρίνει αυτή, με συγκεκριμένη στόχευση στην καμπύλη και αναλόγως της στήριξης που θα χρειαστεί εάν υπάρξουν πιέσεις στην αγορά ομολόγων. Ουσιαστικά η ΕΚΤ δεν θα προβαίνει σε καθαρές αγορές ελληνικών ομολόγων στο στάδιο μετάβασης μετά τη λήξη του PEPP σε κάποιο πρόγραμμα, αλλά έμμεσα μέσω των επανεπενδύσεων και τηρώντας το όριο του 50% της διακράτησης μιας έκδοσης θα μπορεί να αγοράζει ελληνικό χρέος, ασχέτως από το μέγεθος των λήξεων στην εγχώρια αγορά. Αν υπάρχουν δηλαδή 3 δισ. ευρώ για επανεπενδύσεις στο PEPP για κάποιες χώρες, μπορεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να κάνει τα 2,5 δισ. ευρώ επανεπένδυση σε αυτές τις αγορές και με τα υπόλοιπα 500 εκατ. ευρώ να αγοράσει δευτερογενώς ελληνικά κρατικά ομόλογα και νέο υπό έκδοση χρέος.
Από την άλλη σε ότι αφορά το πρόγραμμα δανεισμού της Ελλάδας, το πρώτο mandate θα αφορά θα αφορά την έκδοση 15ετούς ή 20ετούς διάρκειας για την άντληση 3 δισ. ευρώ προς τα τέλη Ιανουαρίου, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του γαλλικού οίκου. Η επόμενη έξοδος του ΟΔΔΗΧ στις αγορές αναμένεται να πραγματοποιηθεί τον Μάρτιο και θα αφορά την έκδοση 10ετούς τίτλου για επιπλέον 3 δισ. ευρώ, ενώ επιπλέον 3 δισ. ευρώ θα προστεθούν από την έκδοση 7ετούς ομολόγου τον Ιούνιο. Στο τρίτο τρίμηνο αναμένεται η πρώτη «πράσινη» ομολογιακή έκδοση διάρκειας 10 - 15 ετών για περίπου 2,5 δισ. ευρώ.