Η γεωργική παραγωγή τα επόμενα χρόνια, αρχής γενομένης από φέτος, θα μπορούσε να μειωθεί έως και 50% σε κάποια ακραία σενάρια. Όμως ακόμα και μία μικρότερης κλίμακας μείωση θα μπορούσε να οδηγήσει σε μία χωρίς προηγούμενο επισιτιστική κρίση, την ίδια στιγμή που ο πλανήτης θα μπορούσε να «θρέψει» με υπερεπάρκεια τους κατοίκους του.
Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη των Αλεξάντερ Μονκ, Φίλιξ Οντέ και Μαρκ Λέισι, διευθυντών ανάλυσης για μετοχές φυσικών πόρων της Schroders, οι άμεσες συνέπειες του πολέμου στην Ουκρανία και οι έμμεσες συνέπειες των κυρώσεων στη Ρωσία έρχονται να επιβαρύνουν μία ήδη προβληματική κατάσταση που έχει δημιουργηθεί από την κλιματική αλλαγή.
Το γεγονός ότι Ρωσία και Ουκρανία αντιπροσωπεύουν μαζί κάτι περισσότερο από το 30% των παγκόσμιων εξαγωγών σιταριού καθιστά την τρέχουσα κατάσταση ευθεία απειλή για μία χωρίς προηγούμενο επισιτιστική κρίση που απειλεί όλους αλλά περισσότερο τις αναδυόμενες αγορές καθώς οι σημαντικότεροι αποδέκτες του ρωσικού σιταριού τα τελευταία χρόνια είναι «η Αίγυπτος, η Τουρκία και το Μπανγκλαντές».
Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της έρευνας της Schroders, η κατάσταση θα επιδεινωθεί εάν οι κυβερνήσεις των πλουσιότερων χωρών (όπως η ΕΕ) αρχίσουν να παρεμβαίνουν στις γεωργικές αγορές με επιδοτήσεις στις τιμές των τροφίμων για τον περιορισμό του πληθωρισμού. «Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια κατάσταση όπου το χάσμα μεταξύ των πλουσιότερων και φτωχότερων εθνών όσον αφορά την προσφορά τροφίμων θα διευρυνθεί περαιτέρω, με τις τιμές να αυξάνονται πέρα από το βιώσιμο επίπεδο από τον πληθυσμό ο οποίος, σε ορισμένες χώρες, υποφέρει ήδη από ελλείψεις τροφίμων».
Ωρολογιακή βόμβα τα λιπάσματα
Το πρόβλημα, κατά τους αναλυτές της Schroders, αφορά επίσης τα λιπάσματα, καθώς η Ρωσία είναι σημαντικός παραγωγός πόρων που χρησιμοποιούνται για ουσίες που χρησιμεύουν για τη λίπανση των εδαφών, όπως το άζωτο, το φωσφορικό άλας και το κάλιο. Στο σημείο αυτό η έρευνα παραθέτει στοιχεία από πρόσφατες ανακοινώσεις της νορβηγικής εταιρείας λιπασμάτων Yara, η οποία προσδιόρισε έως και την έκταση πιθανών ελλείψεων καλλιεργειών που θα προκληθούν από διαταραχές στη γεωργική παραγωγή. Η Yara αναφέρει ότι οι παραγωγοί γεωργικών προϊόντων στην τρέχουσα συγκυρία εισέρχονται σε κρίσιμη φάση της γεωργικής περιόδου, όπου παράγοντες όπως λιπάσματα, σπόροι και νερό θα καθορίσουν την απόδοση της επόμενης καλλιέργειας.
Οι πιο ακραίοι υπολογισμοί δείχνουν ότι εάν δεν χρησιμοποιηθεί επαρκής ποσότητα λιπάσματος, οι αποδόσεις θα μπορούσαν να συρρικνωθούν έως και 50%. Η αγορά καλίου είναι ιδιαίτερα συγκεντρωμένη και σχεδόν ολιγοπωλιακή. Το 80% όλων των εξαγωγών προέρχεται από τρεις χώρες: Τον Καναδά, τη Λευκορωσία και τη Ρωσία, με το 40% να προέρχεται από τις δύο τελευταίες χώρες (στοιχεία Υara). «Οι κυρώσεις που επιβλήθηκαν στη Ρωσία και τη Λευκορωσία από τη Δύση θα επηρεάσουν το εμπόριο αυτών των βασικών προϊόντων, με επιπτώσεις στις καλλιέργειες σε όλες τις χώρες του κόσμου».
Κλιματική αλλαγή
Οι εξελίξεις αυτές όσον αφορά την επισιτιστική κρίση τοποθετούνται σε ένα περιβάλλον το οποίο είναι ήδη επιβαρυμένο από την κλιματική αλλαγή και τα ακραία καιρικά φαινόμενα που ασκούν πίεση στη γεωργική γη.
Όπως αναφέρεται από τους αναλυτές της Schroders, οι οποίοι συνυπολογίζουν την επιβάρυνση της κλιματικής αλλαγής, «το ζεστό και ξηρό καλοκαίρι του 2021 μείωσε την παραγωγή σιταριού του Καναδά». Πανεπιστημιακές μελέτες δείχνουν ότι ακόμα και σε ένα σενάριο αύξησης των θερμοκρασιών κατά 2°C, η συγκομιδή καλαμποκιού αναμένεται να μειωθεί κατά 14% και η συγκομιδή σιταριού κατά 12%. Υπ' αυτούς τους όρους και με δεδομένο ότι η αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού απαιτεί περισσότερη τροφή, ο ΟΗΕ εκτιμά ότι «η κλιματική αλλαγή θα ασκήσει αυξανόμενη πίεση στην παραγωγή και την πρόσβαση τροφίμων, ιδίως στις ευάλωτες περιοχές, θέτοντας σε κίνδυνο την επισιτιστική ασφάλεια και τη διατροφή...».
Απέναντι στη νέα αυτή πραγματικότητα, η οποία έχει επιδεινωθεί από τις ελλείψεις και τις ανισορροπίες που προκαλεί στις τροφοδοτικές αλυσίδες ο πόλεμος και οι κυρώσεις, η κατάσταση γίνεται άμεσα απειλητική όσον αφορά μια μεγάλης έκτασης επισιτιστική κρίση. Στην έρευνα των στελεχών της Schroders υποστηρίζεται ότι «ελλείψει δράσης, αυτό θα μπορούσε να έχει εξαιρετικά αρνητικό αντίκτυπο σε όλο τον κόσμο. Ενώ οι ελλείψεις σε αυτή την περίπτωση θα είναι συνέπεια του πολέμου, η έλλειψη ασφάλειας στο μέτωπο των τροφίμων θα μπορούσε με τη σειρά της να γίνει η αιτία νέων συγκρούσεων». Και προς υποστήριξη αυτής της προειδοποίησης αναφέρονται οι επισημάνσεις της Yara ότι «ένας κόσμος με ασταθή προσφορά τροφίμων είναι ένας κόσμος λιμού σε ορισμένα μέρη του πλανήτη, με υψηλότερο ποσοστό θνησιμότητας, ένοπλες συγκρούσεις, μετανάστευση, ταραχές και αποσταθεροποιημένες κοινωνίες, οι οποίες θα μπορούσαν να επιταχύνουν τις γεωπολιτικές εντάσεις...».
Η εκτίμηση της Schroders είναι ότι «απαιτούνται επενδύσεις ύψους 30 τρισεκατομμυρίων δολαρίων έως το 2050» για την επίτευξη ενός φιλόδοξου αλλά απολύτως αναγκαίου στόχου, ήτοι μεγαλύτερη απόδοση και γεωργική αποδοτικότητα, χάρη στην τεχνολογία, αλλαγή της διατροφής παγκοσμίως, με μείωση της κατανάλωσης κρέατος, σημαντική μείωση των αποβλήτων και των εκπομπών.