Σε επί τα βελτίω αναθεώρηση για τον ρυθμό μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας προχώρησε UniCredit, αναμένοντας πλέον ανάπτυξη 4,3% για φέτος (από 3,9% προηγουμένως) και 3,5% για το 2023 (από 4% προηγουμένως). Ωστόσο, όπως σημειώνει, οι εκτιμήσεις της περικλείονται από ένα υψηλό επίπεδο αβεβαιότητας, δεδομένων των «αντίθετων ανέμων» που αντιμετωπίζει η χώρα από την κλιμάκωση των τιμών της ενέργειας, των τροφίμων και άλλων εισαγόμενων πρώτων υλών, οι οποίες ήταν σε σταθερή ανοδική τάση ακόμη και πριν ξεσπάσει η κρίση μεταξύ Ρωσίας - Ουκρανίας.
Οι τιμές παραγωγού αυξήθηκαν κατά 32% σε ετήσια βάση τον Ιανουάριο, το υψηλότερο επίπεδο από το 2001, ενώ ο πληθωρισμός έφτασε στο 7,2% σε ετήσια βάση τον Φεβρουάριο, επίπεδο που δεν έχει παρατηρηθεί από το μακρινό 1996. Οι πιο πρόσφατες έρευνες και τα δεδομένα από τον PMI μεταποίησης, την εμπιστοσύνη στον τομέα των υπηρεσιών και ο δείκτης οικονομικού κλίματος, υποδηλώνουν ότι η αναπτυξιακή δυναμική, αν και επιβραδύνθηκε, ενδέχεται να παρέμεινε ελαφρώς θετική κατά το πρώτο τρίμηνο του 2022.
Σύμφωνα με τα μηνιαία στοιχεία, το πρωτογενές έλλειμμα (σε τροποποιημένη ταμειακή βάση) μειώθηκε περισσότερο από το αναμενόμενο το 2021 (στο 4,3% του ΑΕΠ μετά από 7,3% το 2020), χάρη στην υπεραπόδοση των φορολογικών εσόδων εξαιτίας της υψηλότερης από το αναμενόμενο, ανάπτυξης. Αυτό είναι πιθανό να οδήγησε σε μείωση του συνολικού ελλείμματος του προϋπολογισμού σε περίπου 7% του ΑΕΠ το 2021.
Παράλληλα, ο ιταλικός οίκος αναμένει περαιτέρω αποκλιμάκωση του δημοσίου χρέους, στο 182,8% του ΑΕΠ για φέτος και στο 177,3% του ΑΕΠ το 2023, τη στιγμή που το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών θα κινηθεί στο 4,9% και στο 3,5% του ΑΕΠ την περίοδο 2022 - 2023, με τον πληθωρισμό στο 3,8% για φέτος και στο 1,7% για το 2023.
Σύμφωνα με τον ιταλικό οίκο, η επιβράδυνση πιθανότατα οφείλεται στη συρρίκνωση της ιδιωτικής κατανάλωσης λόγω των αντίξοων συνθηκών, πρώτον, εξαιτίας της απότομης αύξησης του αριθμού των κρουσμάτων από τη μετάλλαξη «Όμικρον» και, δεύτερον, εξαιτίας της έντονης αύξησης των πληθωριστικών πιέσεων που επιβαρύνουν την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών. Η κυβέρνηση έχει προσπαθήσει μέχρι στιγμής να μετριάσει τις επιπτώσεις του πληθωρισμού στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, εκμεταλλευόμενη την υπεραπόδοση των εσόδων του προϋπολογισμού και χρησιμοποιώντας τα έσοδα από τις δημοπρασίες δικαιωμάτων εκπομπών άνθρακα.
Ωστόσο, αυτές οι πηγές φέρεται να εξαντλήθηκαν σχεδόν πλήρως για να πληρωθούν οι επιδοτήσεις του Μαρτίου και είναι απίθανο η κυβέρνηση να μπορέσει να χρηματοδοτήσει την παράταση των μέτρων στήριξης χωρίς να καταφύγει σε επιλογές που θα αυξήσουν το πρωτογενές έλλειμμα – μια κίνηση που θα απαιτούσε την έγκριση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, όπως αναφέρει η UniCredit.
Δεδομένων των ισχυρών «αντίθετων ανέμων» που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία, η κυβέρνηση υποστήριξε σθεναρά την ιδέα η ΕΕ να επωμιστεί ισομερώς το κόστος των συνεπειών της σύγκρουσης μεταξύ Ρωσίας - Ουκρανίας, με το σκεπτικό ότι βαραίνει δυσανάλογα τα δημοσιονομικά των κρατών μελών. Αυτή η ιδέα θεωρήθηκε πρόωρη από τους ευρωπαϊούς ηγέτες που συναντήθηκαν στις Βερσαλλίες νωρίτερα αυτόν τον μήνα, αλλά θα μπορούσε να κερδίσει περισσότερο «έδαφος» εάν η κρίση παραταθεί για αρκετούς μήνες.