Σε επί τα χείρω αναθεώρηση της εκτίμησής για τις αναπτυξιακές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας προχώρησε η HSBC, κατεβάζοντας πλέον τον «πήχη» στο 4% από 4,5% προηγουμένως και διατηρώντας σταθερή την εκτίμησή της για το 2023 στο 4%.
Παράλληλα, σύμφωνα με τον βρετανικό οίκο, ο πληθωρισμός στην Ελλάδα αναμένεται να διαμορφωθεί στο 6,5% φέτος προτού υποχωρήσει στο 2% για το 2023. Από την άλλη, αναμένεται υποχώρηση του δημοσιονομικού ελλείμματος από το 9,1% το 2021, στο 5,8% το 2022 και στο 4% το 2023, ενώ μεγαλύτερη αποκλιμάκωση από το όριο του 200% αναμένει να καταγράψει το δημόσιο χρέος εντός του 2022 και συγκεκριμένα στο 192,3% και στο 186,2% το 2023. Ως προς το σκέλος της ανεργίας η HSBC εκτιμά πως θα συνεχίσει να υποχωρεί από το 14,8% το 2021 στο 12,5% το 2022 και στο 11,6% το 2023. Για τις καταναλωτικές δαπάνες, εκτιμάται ότι θα υπάρξει μια σημαντική θετική μεταβολή στο +5,1% για φέτος και στο +3,6% το 2023.
Όπως αναφέρει ευρύτερα, το εγχώριο ΑΕΠ ενισχύθηκε κατά 0,4% στο τέταρτο τρίμηνο του 2021, με ετήσια αύξηση 7,9% (λίγο χαμηλότερα από την εκτίμηση της HSBC για 8,8%). Η ελληνική οικονομία κάλυψε ένα μεγάλο μέρος του χαμένου εδάφους του 2020 ελέω πανδημίας (-8,7%), ενώ σε τριμηνιαία βάση το επίπεδο του ΑΕΠ κατά το τέταρτο τρίμηνο του περασμένου έτους ήταν ελαφρώς υψηλότερα από το τέταρτο τρίμηνο του 2019. Αυτό είναι μάλλον εντυπωσιακό, σύμφωνα με τον Fabio Balboni ανώτερος οικονομολόγος της HSBC για την Ευρώπη, αν σκεφτεί κανείς πως ο τουρισμός αντιπροσωπεύει το 10% του ΑΕΠ μόνο στις ξένες εισπράξεις του 2019 και οι ξένοι τουρίστες εξακολουθούσαν να είναι σε επίπεδα χαμηλότερα από τα μισά πριν από την κρίση της πανδημίας πέρυσι, παρά την ανάκαμψη που παρατηρήθηκε στο τέλος του καλοκαιριού (η οποία πιθανότατα συνέβαλε στην ισχυρή ανάκαμψη των εξαγωγών κατά 15,9% σε τριμηνιαία βάση το τρίτο τρίμηνο και 7,3% το τέταρτο τρίμηνο).
Οι επενδύσεις συνέχισαν επίσης να ανακάμπτουν κατά το τέταρτο τρίμηνο και είναι ήδη 20% υψηλότερα από τα προ πανδημίας επίπεδα (παρόλο που παραμένουν περίπου 40% χαμηλότερα από το 2010). Η HSBC αναμένει ότι η ισχυρή ανάκαμψη θα συνεχιστεί παρά τις αντιξοότητες από την άνοδο των τιμών ενέργειας, επίσης χάρη στη στήριξη από το Ταμείο Ανάκαμψης (NGEU), από το οποίο η Κυβέρνηση αναμένει να λάβει το 1,7% του ΑΕΠ σε επιχορηγήσεις και το 0,9% του ΑΕΠ σε δανειοδοτήσεις για φέτος. Συνολικά, η Ελλάδα αναμένεται να λάβει 31 δισ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης έως το 2026, κάτι που σύμφωνα με την Κυβέρνηση θα μπορούσε να αυξήσει το ΑΕΠ κατά 7 ποσοστιαίες μονάδες συνολικά. Επίσης, χάρη στη στήριξη του NGEU, οι δαπάνες στο σκέλος των υποδομών θα πρέπει να συμβάλλουν καθοριστικά στην ανάπτυξη, ιδίως σε ότι αφορά το σιδηροδρομικό δίκτυο, τους αυτοκινητόδρομους και τις ΑΠΕ.
Η δυναμικότητα παραγωγής ενέργειας από ΑΠΕ της χώρας αυξήθηκε κατά περίπου 1,5 GW πέρυσι σε περίπου 8 GW και προστέθηκαν 65 MW τον Ιανουάριο. Ο κατασκευαστικός κλάδος θα πρέπει επίσης να συμβάλει σημαντικά στην ανάπτυξη, καθώς οι οικοδομικές άδειες αυξήθηκαν σχεδόν κατά 30% πέρυσι σε υψηλό 11 ετών, όπως αναφέρει ο Balboni.
Η πιστωτική επέκταση βρίσκεται σταθερά σε «έδαφος» περαιτέρω επέκτασης μετά από χρόνια συρρίκνωσης και ο τρόπος με τον οποίο η Κυβέρνηση σκοπεύει να χρησιμοποιήσει τα δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης (κατανομή σε ιδιωτικές εταιρείες με το 20% της επένδυσης να καλύπτεται με ίδια κεφάλαια, το 30% μέσω δανειοδοτήσεων από τις τράπεζες και το υπόλοιπο θα προέρχεται από κεφάλαια του NGEU) αναμένεται να υποστηρίξουν περαιτέρω την πιστωτική γραμμή και, με τη σειρά του, τις επενδύσεις.
Από την άλλη, ο υψηλός πληθωρισμός υπό το πρίσμα της έκρηξης» των ενεργειακών τιμών, θα λειτουργήσει ως τροχοπέδη στην εγχώρια κατανάλωση, παρόλο που η αγορά εργασίας συνεχίζει να ισχυροποιείται από τις συνεχιζόμενες μεταρρυθμίσεις σε αυτή, κάτι που θα πρέπει να αντισταθμίσει εν μέρει αυτό. Ο τομέας μεταποίησης είχε επίσης ένα αρνητικό ξεκίνημα για φέτος, πιθανότατα εξαιτίας της αύξησης του ενεργειακού κόστους. Η HSBC αναμένει περισσότερους ξένους τουρίστες να συρρέουν στα ελληνικά νησιά αυτό το καλοκαίρι, κάτι που θα προσφέρει επιπλέον ώθηση στην ανάπτυξη (στην περιοχή του 2% του ΑΕΠ στις εκτιμήσεις της). Επομένως, η ανάκαμψη της Ελλάδας αναμένεται να συνεχιστεί, παρόλο που η HSBC αναμένει μια χαμηλή βάση στην έναρξη του έτους με τις υψηλότερες τιμές ενέργειας να πλήττουν νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Επιπλέον, ο Προϋπολογισμός του 2022 περιλαμβάνει επιπλέον μέτρα τόνωσης ύψους 2,2 δισ. ευρώ (ή 1,2% του ΑΕΠ). Ο κύριος όγκος αφορά την κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης (επιβάρυνση φόρου εισοδήματος) και η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά 3 μονάδες. Πρόσθετα μέτρα αφορούν τις επιδοτήσεις για νεότερους εργαζόμενους που εισέρχονται στην αγορά εργασίας και έναν παρατεταμένα χαμηλότερο ΦΠΑ για τον τουριστικό κλάδο που επλήγη σκληρά από την πανδημία.
Η κυβέρνηση εξακολουθεί να αναμένει ένα πρωτογενές δημοσιονομικό έλλειμμα κάτω του 2% του ΑΕΠ, καθώς συνεχίζει να «ανακυκλώνει» τα αυξημένα ενεργειακά έσοδα για τη στήριξη των ευάλωτων νοικοκυριών και των επιχειρήσεων. Ο Έλληνας πρωθυπουργός δήλωσε επίσης την πρόθεσή του να επιβάλλει έκτακτο φόρο στα υπερκέρδη των εγχώριων παραγωγών ενέργειας για τη χρηματοδότηση μέτρων ανακούφισης για τους καταναλωτές. Επιπλέον, και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η Ελλάδα έχει ζητήσει παρεμβάσεις στη χονδρεμπορική αγορά φυσικού αερίου και κοινές προμήθειες και αποθήκευση φυσικού αερίου και LNG για μείωση των τιμών και μια ομαλή προσφορά.
Η HSBC αναφέρεται και στην προσπάθεια «ανακατάληψης» της επενδυτικής βαθμίδας τονίζοντας πως η πιθανότητα ανάκτησης του investment grade που δεν απέχει πολύ χρονικά, σε συνδυασμό με την παράταση του waiver από την ΕΚΤ για την αποδοχή των ελληνικών κρατικών ομολόγων ως collateral θα πρέπει να υποστηρίξει τα ελληνικά κρατικά ομόλογα και, επίσης χάρη στην ισχυρή ανάπτυξη του ονομαστικού ΑΕΠ, να συμβάλει στη μείωση του υψηλού δημόσιου χρέους της χώρας (περίπου 200% του ΑΕΠ) ώστε να μπει σε μια σταθερή πτωτική τροχιά.