Βασικός στόχος του συμφώνου σταθερότητας είναι και πρέπει να παραμείνει η διατήρηση της βιωσιμότητας του χρέους, ανέφερε ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM) Κλάους Ρέγκλινγκ, μιλώντας από το 7ο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών. Παράλληλα, πρόσθεσε ότι «υπάρχουν και άλλοι στόχοι που θέλουμε να επιτύχουμε», όπως να δοθούν κίνητρα για "καλές" δαπάνες που ενισχύουν την ανάπτυξη. Ένας άλλος στόχος, είπε, είναι να υπάρξουν αντικυκλικές πολιτικές και προς τις δύο κατευθύνσεις.
Ο κ. Ρέγκλινγκ ανέλυσε τους λόγους για τους οποίους πρέπει να τηρείται το Σύμφωνο Σταθερότητας σε μία ένωση με κρατικούς – κυρίως – προϋπολογισμούς. Είπε, όμως, και πως υπάρχουν και άλλα εργαλεία. Ο ευρωπαϊκός προϋπολογισμός που χρηματοδοτεί ιδιαίτερα τις φτωχότερες χώρες, αλλά και η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων που είναι το χρηματοδοτικό όχημα, όπως και ο ESM.
Επανέλαβε την πρόταση του ESM για την αλλαγή των δημοσιονομικών κανόνων, η οποία περιλαμβάνει άνοδο του ορίου του χρέους από το 60% στο 100% του ΑΕΠ, μαζί με έναν κανόνα για την άνοδο των δαπανών που θα έχει διαφορετικό όριο πιο «σφικτό» για τα κράτη με υψηλό χρέος. Αλλά και ένα όριο στο 3% στο του ΑΕΠ για το έλλειμμα.
Όπως είπε, η πρόταση για την αύξηση του ορίου του χρέους στο 100% του ΑΕΠ δικαιολογείται από το γεγονός ότι το επιτόκιο ισορροπίας είναι σήμερα πολύ χαμηλότερο σε σχέση με πριν από 30 χρόνια, όταν δημιουργήθηκε η Οικονομική και Νομισματική Ένωση της Ευρώπης. Εκτίμησε ότι το επιτόκιο αυτό θα αυξηθεί, αλλά όχι στα επίπεδα που ήταν στο παρελθόν, με αποτέλεσμα να υπάρχει η δυνατότητα για εξυπηρέτηση υψηλότερου χρέους.
Ο κ. Ρέγκλινγκ είπε ότι οι δημοσιονομικοί κανόνες είναι αναγκαίοι για τον συντονισμό των δημοσιονομικών πολιτικών των χωρών της ΕΕ, καθώς η διαχείριση του μεγαλύτερου μέρους των δημόσιων δαπανών και δημόσιων εσόδων γίνεται σε εθνικό επίπεδο. Ο προϋπολογισμός της ΕΕ, είπε, αντιστοιχεί μόνο στο 1% του ΑΕΠ, προσθέτοντας ότι υπάρχει μία συζήτηση για το αν πρέπει το ποσοστό αυτό να αυξηθεί στο 2% ή το 3%.
Η διασφάλιση της ανθεκτικότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επισήμανε, δεν συνδέεται μόνο με τους δημοσιονομικούς κανόνες αλλά και με τη διαδικασία ολοκλήρωσης των κεφαλαιαγορών, των χρηματαγορών καθώς και με τη μεγαλύτερη κοινή ανάληψη ρίσκου, η οποία κατά την άποψή του περιλαμβάνει και ένα ταμείο μακροοικονομικής σταθεροποίησης.
Κλείνοντας την τοποθέτησή του, αναφέρθηκε στην ανάγκη οι νέοι δημοσιονομικοί κανόνες να είναι πιο αξιόπιστοι και όχι πολύ πολύπλοκοι, ώστε να είναι κατανοητοί από αυτούς που ασκούν πολιτική, τις αγορές, αλλά και το κοινό.