Το υψηλό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ), η χαμηλή οργανική κερδοφορία και το ύψος της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών σε συνδυασμό με τη χαμηλή ποιότητα των εποπτικών τους κεφαλαίων, παραμένουν προκλήσεις για τον τραπεζικό τομέα, επισημαίνει η Τράπεζα της Ελλάδος στην Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Η ΤτΕ καλεί τις τράπεζες να βρίσκονται σε εγρήγορση λαμβάνοντας υπόψη το ενδεχόμενο δημιουργίας νέων ΜΕΔ, ιδίως αν η γεωπολιτική κρίση παραταθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα ή κλιμακωθεί περαιτέρω, σε συνδυασμό με την απόσυρση των μέτρων στήριξης των δανειοληπτών για την αντιμετώπιση της πανδημίας.
Οι ελληνικές τράπεζες κατέγραψαν το 2021 υψηλές ζημιές μετά από φόρους και διακοπτόμενες δραστηριότητες ύψους 4,8 δισεκ. ευρώ, έναντι ζημιών 2,1 δισεκ. ευρώ το 2020, κυρίως λόγω των ζημιών από την πώληση χαρτοφυλακίων ΜΕΔ. Τα λειτουργικά έσοδα των ελληνικών τραπεζών μειώθηκαν κατά 10,4% σε σχέση με το προηγούμενο έτος, εξαιτίας της υποχώρησης των καθαρών εσόδων από τόκους και των εσόδων από χρηματοοικονομικές πράξεις. Ωστόσο, τα καθαρά έσοδα από προμήθειες και τα λοιπά έσοδα αυξήθηκαν. Όσον αφορά τα λειτουργικά έξοδα, αυξήθηκαν οριακά, καθώς επιβαρύνθηκαν περαιτέρω από έκτακτα έξοδα, όπως οι προβλέψεις για προγράμματα οικειοθελούς αποχώρησης προσωπικού, τα έξοδα εταιρικού μετασχηματισμού, καθώς και από την απομείωση υπεραξίας και άυλων περιουσιακών στοιχείων. Επισημαίνεται ότι σημαντικό μέρος της κερδοφορίας των τραπεζών για το 2021 προήλθε από μη επαναλαμβανόμενα κέρδη (one-offs).
Ο πόλεμος στην Ουκρανία, λέει η ΤτΕ, επηρεάζει τις ελληνικές τράπεζες δευτερογενώς μέσω διαύλων μετάδοσης της κρίσης, όπως: α) ένταση των πληθωριστικών πιέσεων με επίπτωση στο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και στα περιθώρια κέρδους των επιχειρήσεων, β) μείωση των εμπορικών συναλλαγών και των τουριστικών ροών από τη Ρωσία και την Ουκρανία και γ) ενδεχόμενη δυσμενής μεταβολή του κλίματος εμπιστοσύνης στις χρηματοπιστωτικές αγορές διεθνώς. Στο πλαίσιο αυτό, εκτιμά η ΤτΕ, οποιαδήποτε πρόβλεψη για την έκταση των τελικών επιδράσεων στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, δεδομένου ότι εμπεριέχεται υψηλός βαθμός αβεβαιότητας ως προς την έκβαση και τη διάρκεια του πολέμου, καθίσταται εξαιρετικά πρόωρη και επισφαλής.
Αντιμέτωπες με τις προκλήσεις της νέας κρίσης, η ΤτΕ λέει ότι οι τράπεζες οφείλουν να εντατικοποιήσουν τις προσπάθειές τους για περαιτέρω εξυγίανση του ισολογισμού τους και να επιταχύνουν την υλοποίηση των επιχειρησιακών τους σχεδίων σχετικά με τη χρηματοδότηση υγιών επιχειρήσεων, σε συνδυασμό με το Ταμείο Ανάκαμψης, αλλά και νοικοκυριών, εφαρμόζοντας συνετά πιστοδοτικά κριτήρια. Παράλληλα, καλούνται να αναπτύξουν περαιτέρω εναλλακτικές πηγές εσόδων στο πλαίσιο της αποτελεσματικής διαχείρισης αποταμιευτικών πόρων. Στην κατεύθυνση αυτή μπορεί να συμβάλει η επιτάχυνση του ψηφιακού μετασχηματισμού τους.
Η ανάπτυξη ενός διατηρήσιμου επιχειρηματικού υποδείγματος που θα επιτρέπει την επίτευξη ενός ικανοποιητικού επιπέδου οργανικής κερδοφορίας θα ενισχύσει την ικανότητα του τραπεζικού τομέα να απορροφά τις επιπτώσεις ενδεχόμενων αναταράξεων (είτε ενδογενών, είτε εξωγενών) και θα συμβάλει στη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.
Η ΤτΕ επισημαίνει ότι η συνέχιση της ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας προϋποθέτει την ενίσχυση της χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας και την ενεργό συμμετοχή του τραπεζικού τομέα.
Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια
Η ΤτΕ επισημαίνει ότι οι μέχρι τώρα υλοποιημένες ενέργειες των τραπεζών για τη διαχείριση των ΜΕΔ έχουν αναμφισβήτητα συμβάλει στη σημαντική αποκλιμάκωση του αποθέματός τους. Εντούτοις, ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων παραμένει ακόμη υψηλός (Δεκέμβριος 2021: 12,8% έναντι μέσου ευρωπαϊκού όρου 2%). Ταυτόχρονα, οι ενέργειες βελτίωσης της ποιότητας του ενεργητικού των τραπεζών επηρεάζουν αρνητικά το επίπεδο της κεφαλαιακής τους επάρκειας, που επιπρόσθετα πιέζεται από τη σταδιακή εφαρμογή του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Αναφοράς 9 (ΔΠΧΑ 9). Υπό το πρίσμα αυτό, ο συνδυασμός της χαμηλής ποιότητας των εποπτικών τους κεφαλαίων, λόγω της υψηλής συμμετοχής της οριστικής και εκκαθαρισμένης αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης, και της διαρθρωτικά χαμηλής κερδοφορίας αποτελεί πρόσθετο μεσοπρόθεσμο κίνδυνο για τις τράπεζες.
Στην Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας αναφέρεται ότι τo 2021 βελτιώθηκε περαιτέρω η ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζών. Η υποχώρηση των ΜΕΔ επιταχύνθηκε, με αποτέλεσμα στο τέλος του 2021 ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων να διαμορφωθεί σε 12,8% (έναντι 30,1% στο τέλος του 2020) και το συνολικό απόθεμα ΜΕΔ να διαμορφωθεί σε 18,4 δισ. ευρώ, μειωμένο κατά 61% ή 28,8 δισ. ευρώ σε σχέση με το τέλος του 2020 (47,2 δισεκ. ευρώ).
Ήδη δύο σημαντικές τράπεζες έχουν πετύχει τον επιχειρησιακό στόχο μονοψήφιου ποσοστού ΜΕΔ με στοιχεία τέλους 2021, ενώ αναμένεται με βάση τις δρομολογηθείσες ενέργειες εξυγίανσης και διαχείρισης των ΜΕΔ να επιτευχθεί μονοψήφιο ποσοστό για το σύνολο του τραπεζικού τομέα μέχρι το τέλος του 2022.
Συνολικά, η μείωση των ΜΕΔ σε σχέση με το υψηλότερο σημείο τους, που καταγράφηκε το Μάρτιο του 2016, έφθασε το 82,8% ή 88,8 δισ. ευρώ.
Όπως διαπιστώνει η ΤτΕ, η υποχώρηση των ΜΕΔ κατά το 2021 οφείλεται κυρίως στην ολοκλήρωση συναλλαγών πώλησης μέσω τιτλοποίησης δανείων, οι οποίες προέβλεπαν ταυτόχρονα για τρεις σημαντικές τράπεζες τον εταιρικό μετασχηματισμό τους (hive down), καθώς και σε συμφωνίες απευθείας πώλησης δανείων. Οι εν λόγω συναλλαγές τιτλοποίησης αξιοποίησαν το Σχήμα Προστασίας Στοιχείων Ενεργητικού (Hellenic Asset Protection Scheme – HAPS, “Σχέδιο Ηρακλής”), για τη χορήγηση εγγύησης από το Ελληνικό Δημόσιο στους τίτλους ανώτερης διαβάθμισης (senior tranche) της τιτλοποίησης. Επισημαίνεται ότι εντός του 2021 εγκρίθηκε και η παράταση του εν λόγω προγράμματος για 18 επιπλέον μήνες, με αντίστοιχη δυνατότητα χορήγησης πρόσθετων εγγυήσεων ποσού έως 12 δισεκ. ευρώ από το Ελληνικό Δημόσιο.
Όπως αναφέρεται, η επιτάχυνση της εξυγίανσης του ισολογισμού των πιστωτικών ιδρυμάτων μέσω της πώλησης χαρτοφυλακίων ΜΕΔ είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση του κόστους πιστωτικού κινδύνου (cost of credit risk). Αναλυτικότερα, το 2021 σχηματίστηκαν προβλέψεις για τον πιστωτικό κίνδυνο συνολικού ύψους 8,5 δισεκ. ευρώ, έναντι 5,6 δισεκ. ευρώ το 2020. Από αυτές, 7,2 δισεκ. ευρώ σχετίζονται με την πώληση χαρτοφυλακίων ΜΕΔ από δύο σημαντικές τράπεζες.
Ρευστότητα και κεφάλαια
Η ΤτΕ αναφέρει ότι οι συνθήκες ρευστότητας του τραπεζικού τομέα συνέχισαν να βελτιώνονται το 2021 και ενδεικτικά, το ύψος των καταθέσεων από επιχειρήσεις και νοικοκυριά διαμορφώθηκε σε 180 δισεκ. ευρώ το Δεκέμβριο του 2021, σημειώνοντας ιστορικό υψηλό δεκαετίας. Ωστόσο, η χαμηλή οργανική κερδοφορία των τραπεζών και η ανάγκη σχηματισμού αυξημένων προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο επηρέασαν την κεφαλαιακή τους επάρκεια, με αποτέλεσμα ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 (Common Equity Tier 1 ratio) σε ενοποιημένη βάση να μειωθεί σε 12,6% το Δεκέμβριο του 2021, από 15% το Δεκέμβριο του 2020, και ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαίου (Total Capital Ratio) σε 15,2% από 16,6% αντίστοιχα. Οι δείκτες αυτοί υπολείπονται σημαντικά του μέσου όρου των πιστωτικών ιδρυμάτων υπό την άμεση εποπτεία της ΕΚΤ (δείκτες CET1 15,5% και TCR 19,5% το Δεκέμβριο του 2021). Ενσωματώνοντας την πλήρη επίδραση του ΔΠΧΑ 9, fully loaded), ο Δείκτης CET1 των ελληνικών τραπεζικών ομίλων διαμορφώθηκε σε 10,7% και ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαίου σε 13,4%.
Η ΤτΕ επισημαίνει την περαιτέρω επιδείνωση της ποιότητας των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων των ελληνικών τραπεζών, καθώς το 2021 οι οριστικές και εκκαθαρισμένες αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (Deferred Tax Credits – DTCs) ανέρχονταν σε 14,4 δισεκ. ευρώ, αντιπροσωπεύοντας το 63% των συνολικών εποπτικών ιδίων κεφαλαίων (από 53% το 2020). Το ποσοστό αυτό ανέρχεται μάλιστα σε 73% των συνολικών εποπτικών ιδίων κεφαλαίων εάν ληφθεί υπόψη η πλήρης επίδραση του ΔΠΧΑ 9 (από 63% το 2020). Επιπρόσθετα, αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (Deferred Tax Assets – DTAs) ύψους 1,7 δισεκ. ευρώ περιλαμβάνονται στα εποπτικά ίδια κεφάλαια των τραπεζικών ομίλων (αφού λάβουμε υπόψη την πλήρη επίδραση του ΔΠΧΑ 9), αποτελώντας περίπου το 8% των συνολικών εποπτικών ιδίων κεφαλαίων τους. Η ΤτΕ σημειώνει ότι, αν και αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (DTAs) ύψους 5,1 δισεκ. ευρώ δεν περιλαμβάνονται στα εποπτικά ίδια κεφάλαια των τραπεζών, η επίτευξη επαρκούς μελλοντικής κερδοφορίας είναι απαραίτητη προκειμένου να μην αποτελέσουν κίνδυνο για την κεφαλαιακή βάση της τράπεζας σε μεσομακροπρόσθεσμο ορίζοντα.