«Η θέση του πληθωρισμού υπό έλεγχο έχει γενικά αποδειχθεί δαπανηρή...».
Με την θέση αυτή ξεκάθαρα διατυπωμένη και έμπρακτα αποδεδειγμένη, η τελευταία Έκθεση της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών (BIS) προειδοποιεί τις κυβερνήσεις αλλά και τους κεντρικούς τραπεζίτες για τα όσα πρόκειται να συμβούν την αμέσως επόμενη περίοδο, οικονομικά και... πολιτικά.
Σύμφωνα μάλιστα με την ανάλυση που ακολουθεί στο Κεφάλαιο ΙΙ της Έκθεσης με τίτλο οι «Μεταβάσεις μεταξύ των καθεστώτων πληθωρισμού», όσο υψηλότερος και πιο εδραιωμένος είναι ο αρχικός ρυθμός πληθωρισμού, και ως εκ τούτου όσο μεγαλύτερος είναι ο απαιτούμενος αποπληθωρισμός, τόσο μεγαλύτερο είναι το κόστος.
Ιδιαίτερα δε, όπως αποδεικνύεται από την ανάλυση που παρατίθεται στην Έκθεση, μόλις ξεκινήσουν η σπείρα αυξήσεων τιμών- μισθών-τιμών, αναπτύσσεται μία δυναμική που «δεν είναι εύκολο να σπάσει».
- Οι προσδοκίες για επίμονο πληθωρισμό ενσωματώνονται στις συμβάσεις εργασίας και στις μισθολογικές διαπραγματεύσεις, γεγονός που στην συνέχεια για να διορθωθεί «απαιτεί» μεγαλύτερη μείωση της συνολικής ζήτησης και, ως εκ τούτου, υψηλότερη ανεργία.
- Το έργο της νομισματικής πολιτικής γίνεται πολύ πιο δύσκολο. Αυτό ισχύει όχι μόνο από τεχνική άποψη, αλλά και από πολιτική άποψη. Στη σημείο αυτό μάλιστα η Έκθεση επισημαίνει μία σύσταση, ότι «μια ευρεία πολιτική συναίνεση ότι ο πληθωρισμός πρέπει να επανέλθει υπό έλεγχο θα βοηθούσε σημαντικά το έργο της κεντρικής τράπεζας».
Αναφερόμενη μάλιστα στην εμπειρία των γεγονότων της δεκαετίας του «'70 - '80» σημειώνει ότι, θα μπορούσε κάτι τέτοιο «να είναι καθοριστικής σημασίας για να παρακινήσει τα συνδικάτα να αποδεχθούν την εγκατάλειψη των ρητρών τιμαριθμικής αναπροσαρμογής, όπως έκανε στη δεκαετία του 1980. Αλλά βέβαια αυτή η συναίνεση μπορεί να πάρει χρόνο για να διαμορφωθεί και, εν τω μεταξύ, οι ενέργειες της κεντρικής τράπεζας θα προκαλέσουν το απαραίτητο βραχυπρόθεσμο κόστος στην οικονομία.
Πολιτική και επιτόκια
Με άλλα λόγια μέχρι οι κυβερνήσεις να «καταφέρουν» να μη αποκατασταθεί η απώλεια εισοδήματος από την πλευρά των εργαζόμενων, η νομισματική πολιτική είναι αυτή που θα οδηγήσει το άρμα του κόστους μέσω της αύξησης των επιτοκίων ανεξαρτήτως της ύφεσης που θα προκαλέσει, όπως με απόλυτη σαφήνεια εξήγησε στην ομιλία του στο συνέδριο της Sintra ο Τζ. Πάουελ της Fed... Mια βασική πρόκληση για την κεντρική τράπεζα, σύμφωνα με την ανάλυση της BIS είναι να αποφύγει εξαρχής τις μεταβάσεις από καθεστώτα χαμηλού σε υψηλό πληθωρισμό και να καταπνίξει τον πληθωρισμό εν τη γενέσει του.
Κάτι που ούτε η Fed ούτε η ΕΚΤ έκαναν καθώς για μήνες προωθούσαν την αντίληψη της «προσωρινότητας» του πληθωρισμού...
Τώρα εγκαταλείπουν την αντίληψη αυτή και υιοθετούν την βίαιη καταστολή με την εκ των υστέρων απότομη αύξηση των επιτοκίων, ανεξάρτητα από το «κόστος» που αυτό φέρνει.
«Βεβαίως» όπως υποστηρίζεται στην Έκθεση, με την παράθεση της εμπειρίας της δεκαετίας του '70», «ένα καθεστώς χαμηλού πληθωρισμού έχει ορισμένες ιδιότητες αυτο-εξισορρόπησης, οι οποίες επιτρέπουν σε μια αξιόπιστη κεντρική τράπεζα να απολαμβάνει σημαντικό βαθμό ευελιξίας. Αλλά, αν το σύστημα υποβληθεί σε υπερβολική πίεση, αυτές οι ιδιότητες εξαφανίζονται. Ο Μεγάλος Πληθωρισμός της δεκαετίας του 1970 είναι ένα παράδειγμα. Πριν από αυτή την ιστορική φάση προηγήθηκαν αρκετά χρόνια μετρίως υψηλού πληθωρισμού, τα οποία άφησαν το καθεστώς πληθωρισμού ευάλωτο στην πετρελαϊκή διαταραχή του 1973. Μόλις η τιμή του πετρελαίου εκτινάχθηκε στα ύψη, ο πληθωρισμός επιταχύνθηκε και εδραίωσε τη μετάβαση...».
Ποιός φταίει
Και με μία παρατήρησή της διατυπώνει την έμμεση κριτική της BIS στις Κεντρικές Τράπεζες γιατί δεν αντιλήφθηκαν έγκαιρα την αλλαγή... «Μια σκληρή δοκιμασία που αντιμετωπίζουν οι κεντρικές τράπεζες σε αυτό το πλαίσιο είναι πώς να εντοπίζουν τις μεταβάσεις αρκετά έγκαιρα και αξιόπιστα και στη συνέχεια να διαμορφώνουν ανάλογα την πολιτική τους. Και οι δύο εργασίες είναι θολές στην αβεβαιότητα...
Αυτό δημιουργεί ένα δίλημμα. Οι κεντρικές τράπεζες μπορεί να επιθυμούν να περιμένουν για να λάβουν τα πιο αξιόπιστα μηνύματα και να αποφύγουν την υπερβολική αντίδραση. Αλλά η αναμονή έως ότου τα σήματα είναι αδιαμφισβήτητα αυξάνει τον κίνδυνο να εδραιωθεί ο πληθωρισμός και το σύστημα θα φτάσει σε ένα σημείο καμπής... Ως εκ τούτου, ο κίνδυνος υπερβολικής αναμονής δεν θα πρέπει να υποτιμάται, ιδίως μετά από παρατεταμένη περίοδο σε καθεστώς χαμηλού πληθωρισμού. Εάν η κεντρική τράπεζα δεν χρειάστηκε να "σφίξει" σημαντικά για μεγάλο χρονικό διάστημα, θα είναι πιο αβέβαιη σχετικά με τον αντίκτυπο της κατάργησης των διευκολύνσεων. Πόσο μάλλον αν, εν τω μεταξύ, υπήρξαν ενδείξεις επιθετικής ανάληψης κινδύνων και το χρέος έχει συσσωρευτεί, αντανακλώντας κυρίως τα πολύ χαμηλά επιτόκια που μπορεί να συμβαδίζουν με ένα καθεστώς χαμηλού πληθωρισμού. Αυτές οι προκλήσεις εμφανίζονται μεγάλες στο σημερινό περιβάλλον...».
Παρά το γεγονός ότι οι ασφαλείς εκτιμήσεις και οι αποφάσεις γίνονται μόνο εκ των υστέρων εν τούτοις, όπως επισημαίνει η BIS «Οι κεντρικές τράπεζες, δεν έχουν τέτοια πολυτέλεια. Αυτό δίνει προτεραιότητα στην ευελιξία και την επικαιρότητα. Όταν αντιμετωπίζουμε υψηλούς κινδύνους μετάβασης από ένα καθεστώς χαμηλού σε υψηλό πληθωρισμό, το κόστος της μείωσης της καμπύλης είναι πιθανό να είναι υψηλό...».
Και ακριβώς γι' αυτό το θέμα της αξιοπιστίας της Κεντρικής Τράπεζας αναδεικνύεται σε μείζον ζήτημα σε ένα τέτοιο περιβάλλον. «Η αξιοπιστία είναι απαραίτητη για τη σταθερή σταθεροποίηση των προσδοκιών και, γενικότερα, για την ενίσχυση της ανθεκτικότητας της οικονομίας σε πληθωριστικές διαταραχές. Σε αυτό το πλαίσιο, η ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας είναι κρίσιμης σημασίας... Και, ακόμη πιο σημαντικό, θωρακίζει τον θεσμό από πιέσεις πολιτικής οικονομίας που θα καθυστερούσαν, ή ακόμη και θα εμπόδιζαν, την απαραίτητη διορθωτική πολιτική απάντηση...».