Ασκήσεις επί χάρτου για το πόσο θα διαρκέσει ο ανοδικός κύκλος των επιτοκίων, εκπονούν οι τράπεζες, επωφελούμενες ήδη στο σκέλος των εσόδων από τόκους από την πρώτη αύξηση της μισής ποσοστιαίας μονάδας του επιτοκίου της ΕΚΤ. Από την άλλη πλευρά, το άγχος για τις επιπτώσεις από την ανιούσα των επιτοκίων στο σκέλος των δανειακών χαρτοφυλακίων μετριάζεται, καθώς τα σενάρια που μελετούν οι τράπεζες για τα επιτόκια δείχνουν ότι ο ανήφορος δεν θα είναι μακρύς.
Σύμφωνα με τα πρώτα δείγματα γραφής από τις τράπεζες, η άνοδος του 0,50% από την ΕΚΤ αποφέρει επιπλέον επιτοκιακά έσοδα της τάξεως των 70 εκατ. ευρώ (ανά τράπεζα).
Ειδικότερα, στις παρουσιάσεις αποτελεσμάτων β΄ τριμήνου που εγκαινίασαν την περασμένη Παρασκευή η Eurobank και η Εθνική (αύριο ανακοινώνει αποτελέσματα η Alpha Bank και μεθαύριο η Πειραιώς), η Eurobank ανέφερε στους αναλυτές ότι η άνοδος από το -0,50% στο 0% μεταφράζεται σε αύξηση επιτοκιακών εσόδων περίπου 70 εκατ. ευρώ ετησίως. Περαιτέρω αύξηση μισής ποσοστιαίας μονάδας (στο 0,50%) ανεβάζει το ποσό των επιπλέον επιτοκιακών εσόδων ετησίως σε 130 εκατ. ευρώ, ενώ περαιτέρω αυξήσεις κατά 0,50% περιορίζουν το όφελος καθώς αρχίζουν να περνούν και στα επιτόκια καταθέσεων (αυξήσεις επιτοκίων από τις τράπεζες). Συνολικά, όπως ανέφερε η Διοίκηση της Eurobank, η αύξηση των επιτοκίων από το -0,50% στο 1% αυξάνει τα επιτοκιακά έσοδα κατά 300 εκατ. ευρώ.
Στο ίδιο μήκος κύματος, η Διοίκηση της Εθνικής Τράπεζας ανέφερε ότι η πρώτη αύξηση επιτοκίου κατά μισή ποσοστιαία μονάδα τής αποφέρει ετήσιο καθαρό επιτοκιακό έσοδο περίπου 70 εκατ. ευρώ, με μία δεύτερη ισόποση αύξηση επιτοκίων τα επιπλέον επιτοκιακά έσοδα για την Τράπεζα ανέρχονται σε 120 εκατ. ευρώ και με μία τρίτη στα 100 εκατ. ευρώ.
Στον αντίποδα, οι αυξήσεις επιτοκίων συνιστούν μία απειλή για τα χαρτοφυλάκια δανείων των τραπεζών, καθώς επιβαρύνουν το ύψος της μηνιαίας δόσης. Ο προβληματισμός είναι αυξημένος για το πώς μπορούν να επηρεαστούν δάνεια που έχουν ρυθμιστεί ήδη με χαμηλότερα επιτόκια προκειμένου να μπορούν να εξυπηρετούνται. Μέχρι στιγμής (και τον Ιούλιο), πάντως, και συνυπολογίζοντας την επιβάρυνση από τη σημαντική αύξηση του πληθωρισμού και του κόστους ενέργειας, οι τράπεζες δεν έχουν δει αλλαγή στη συμπεριφορά των δανειοληπτών που να οδηγεί στη δημιουργία νέου κύματος κόκκινων δανείων. Η αύξηση των επιτοκίων που έκανε η ΕΚΤ αναφέρουν ότι αυξάνει τη μηνιαία δόση των δανείων (αναφέρονται στα στεγαστικά που είναι και τα πλέον ευαίσθητα στις αυξήσεις επιτοκίων) έως κατά 25 ευρώ. Πρόκειται για ποσό που κρίνουν πως δεν απειλεί την ομαλή εξυπηρέτηση του δανείου.
Το πόσο θα διαρκέσει η άνοδος των επιτοκίων αποτελεί αυτή τη στιγμή βασικό θέμα και για τις τράπεζες. Τραπεζίτες αναφέρουν στο insider.gr τις συζητήσεις που έχουν επί τούτου με ειδικούς, οι οποίοι επισημαίνουν ότι πρέπει να γίνει πολύ προσεκτική χρήση του εργαλείου των επιτοκίων από τις Κεντρικές Τράπεζες, προκειμένου οι κινήσεις τους να μην εξελιχθούν σε μία πύρρειο νίκη στη μάχη κατά του πληθωρισμού. Αυτό είναι και το σκεπτικό –και ταυτόχρονα το στοίχημα των Κεντρικών Τραπεζών, έτσι ώστε, όπως αναφέρουν οι συνομιλητές των τραπεζών, να αποφευχθεί αυτή τη φορά μία κανονιστικού τύπου (regulatory) ύφεση, σε αντιδιαστολή με τις μέχρι τώρα γνωστές υφέσεις, οικονομική (economic) και χρηματοπιστωτική (financial).
Όπως έγραψε το insider.gr, οι ΗΠΑ βρίσκονται ήδη σε «τεχνική» ύφεση και ο πληθωρισμός δεν δείχνει ακόμα αν έχει «κορυφωθεί», η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης, η γερμανική, παρά την μεγάλη ανάπτυξή της το α' τρίμηνο, σχεδόν «πάγωσε» το β' τρίμηνο και το ίδιο φαίνεται να συμβαίνει στο γ' τρίμηνο, ενώ το ΔΝΤ μιλάει ανοικτά πλέον για την απειλή διολίσθησης σε παγκόσμια ύφεση.
Οι ειδικοί στους οποίους έχουν απευθυνθεί οι τράπεζες προκειμένου να χαράξουν τη στρατηγική τους για τα επιτόκια, μεταφέρουν μία εικόνα ανοδικού κύκλου επιτοκίων περιορισμένης διάρκειας, ο οποίος μπορεί να εκτονωθεί ακόμα και μέσα στο 2023. Εκτιμούν, συγκεκριμένα, ότι οι αυξήσεις επιτοκίων από τη FED θα πιάσουν «ταβάνι» στο 3,50%, ενώ τα επιτόκια της ΕΚΤ δεν θα υπερβούν το 1,75% - 2%.
Όπως εξηγούν, αν τα επιτόκια ανέβουν πολύ γρήγορα, η ρευστότητα πολλών funds θα στραφεί στην αποταμίευση, αποστερώντας πολύτιμα κεφάλαια από τη βιομηχανία και τις επενδύσεις. Η εξέλιξη αυτή θα οδηγήσει σε απολύσεις, αύξηση της ανεργίας, και τελικά σε ύφεση. Πράγμα που θέλουν να αποφύγουν οι Κεντρικές Τράπεζες και οι Κυβερνήσεις, «χτυπώντας» παράλληλα τον πληθωρισμό.