Τους παράγοντες που ενισχύουν τις πιστοληπτικές αξιολογήσεις της Ελλάδας, παρά τον υψηλό πληθωρισμό αναλύει η Scope Ratings, έχοντας αναθεωρήσει επί τα βελτίω την εκτίμησή της για την ανάπτυξη για φέτος στο 4,9% από 4,6% στις αρχές του έτους και επί τα χείρω για το 2023 στο 2,1% από 2,5%.
Όπως σημειώνει ο Dennis Shen, αρμόδιος αναλυτής της Scope για την Ελλάδα, «η ισχυρή ανάκαμψη του τουρισμού στην Ευρώπη αυτό το καλοκαίρι, η οποία οδήγησε σε μια καλύτερη από την αναμενόμενη ανάπτυξη του δευτέρου τριμήνου στην Ισπανία και την Ιταλία, μπορεί επίσης να εξασφαλίσει ότι το ΑΕΠ της Ελλάδας το δεύτερο τρίμηνο θα είναι υψηλότερο από την αύξηση της τάξεως του 0,25% σε τριμηνιαία βάση που αναμένουμε. Αντιθέτως, οποιαδήποτε διόρθωση της πρόσφατης σημαντικής συσσώρευσης αποθεμάτων θα δημιουργούσε έναν καθοδικό κίνδυνο».
Επιπλέον, σύμφωνα με τη Scope, η πολιτική σταθερότητα υπό τη Νέα Δημοκρατία του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη και η ισχυρή νομισματική και δημοσιονομική βοήθεια στηρίζουν επιπλέον την οικονομία.
Η μη επενδυτική βαθμίδα δεν αποκλείει πλέον τη στήριξη από το Ευρωσύστημα
Η στήριξη της ΕΚΤ έχει σταθεροποιήσει τις ελληνικές αγορές χρέους. Μαζί με την πρώτη γραμμή «άμυνας» των επανεπενδύσεων των λήξεων του έκτακτου προγράμματος αγοράς ομολόγων (PEPP), το νέο εργαλείο (Transmission Protection Instrument - TPI) βοηθά την ελληνική πιστοληπτική ικανότητα (creditworthiness) με τρεις σημαντικούς τρόπους:
Πρώτον, υφίστανται η ίδια η ένταξη της Ελλάδας στο TPI παρότι βρίσκεται στο καθεστώς μη επενδυτικής βαθμίδας. Δεύτερον, υπάρχει η δυνατότητα του προγράμματος για απεριόριστες αγορές ελληνικών ομολόγων, ακόμη και όταν οι αγορές αποστειρώνονται, ώστε να αποφεύγεται η σύγκρουση με τις μελλοντικές κατευθύνσεις για μια αυστηρότερη νομισματική πολιτική. Τρίτον, η ΕΚΤ θα αγοράζει ομόλογα λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικές συνθήκες των χωρών της Ευρωζώνης και όχι δεσμευόμενη από την κλείδα κατανομής (capital key).
Επιπλέον, τα κριτήρια επιλεξιμότητας που απαιτούν δημοσιονομική και μακροοικονομική βιωσιμότητα θα πρέπει, ως ένα βαθμό, να αποτελέσουν κίνητρο για την υπεύθυνη χάραξη πολιτικής - ιδιαίτερα κρίσιμο με τη λήξη του ελληνικού προγράμματος ενισχυμένης εποπτείας αυτόν τον μήνα και τη σχετική αβεβαιότητα για την πολιτική που θα ακολουθηθεί μετά το πέρας του προγράμματος. Ωστόσο, τα αόριστα κριτήρια ενεργοποίησης του TPI - αφήνοντας μια σημαντική διακριτική ευχέρεια στο Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ σχετικά με το ποια ομόλογα αγοράζονται και πότε - αφήνουν ασαφή τον τρόπο με τον οποίο η ΕΚΤ θα ορίσει τι σημαίνει «αδικαιολόγητη» άνοδος των αποδόσεων, γεγονός που θα μπορούσε να περιορίσει τη χρήση και την αποτελεσματικότητά του. Επιπλέον, η έλλειψη ορισμού αφήνει το πρόγραμμα ευάλωτο σε μελλοντικές νομικές αμφισβητήσεις.
Το TPI αποτελεί δυνητικά ένα ανθεκτικό backstop για τα ελληνικά ομόλογα
Στην ανακοίνωσή της για την αξιολόγηση του Σεπτεμβρίου 2021, η Scope αναφέρονταν στην ενίσχυση της στήριξης του Ευρωσυστήματος προς την Ελλάδα μετά την κρίση της πανδημίας ως έναν κρίσιμης σημασίας παράγοντα για οποιαδήποτε περαιτέρω άνοδο της αξιολόγησης από τη βαθμίδα «ΒΒ+». Οι πρόσφατες ανακοινώσεις του Ευρωσυστήματος, όπως: i) η ενίσχυση της επανεπένδυσης του PEPP, ii) η παράταση του waiver στο πλαίσιο των repos της ΕΚΤ μέχρι το τέλος του 2024 και, κυρίως, iii) η ανακοίνωση του TPI, αποτελούν βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση, σύμφωνα με τον Shen.
Γενικότερα, η δράση των κεντρικών τραπεζών από το 2020 και μετά σηματοδοτεί μια απότομη στροφή από τον προ-πανδημίας αποκλεισμό της Ελλάδας από τις νομισματικές πράξεις της ΕΚΤ λόγω της πιστοληπτικής διαβάθμισης. Συγκεκριμένα, το TPI προσφέρει δυνητικά την παροχή ενός μόνιμου προγράμματος στήριξης των ελληνικών αγορών, το οποίο είχαμε δηλώσει ως κρίσιμο για τη μελλοντική πορεία των αξιολογήσεων κατά την αναβάθμισή μας τον Σεπτέμβριο του 2021.
Το TPI παρέχει μια μόνιμη διευκόλυνση αγοράς ελληνικών ομολόγων από την ΕΚΤ, όπου δεν περιλαμβάνει αυξημένα εμπόδια ενεργοποίησης όπως το OMT. Ένα τέτοιο μόνιμο backstop του Ευρωσυστήματος για τις αγορές της περιφέρειας είναι ιδιαίτερα σημαντικό, καθώς παραμένει σημαντικός ο κίνδυνος μιας περιφερειακής κρίσης χρέους καθώς η ΕΚΤ αυξάνει τα επιτόκια, ενώ πιθανή είναι και μια ενεργειακή κρίση τον χειμώνα.
Το χρέος προς το ΑΕΠ θα μπορούσε να μειωθεί κάτω από το 150% έως το 2027
«Η απόδοση του 10ετούς κρατικού ομολόγου αυξήθηκε στο 4,7% στα μέσα Ιουνίου, προτού υποχωρήσει σημαντικά στο 3% μέχρι την ώρα που γράφονταν αυτή η ανάλυση - αν και εξακολουθεί να είναι περίπου διπλάσια από το εκτιμώμενο μέσο σταθμισμένο κόστος χρέους του 1,5% για το 2022» σημειώνει ο Shen, ο οποίος αναμένει ένα συνολικό δημοσιονομικό έλλειμμα μόλις 3,5% του ΑΕΠ και ένα πρωτογενές έλλειμμα 0,75% φέτος, καλύτερο από τους κυβερνητικούς στόχους του 4,4% και 2% αντίστοιχα, προτού επιτευχθεί ένα ισοσκελισμένο πρωτογενές ισοζύγιο το 2023-27, με συνολικό έλλειμμα περίπου 2,7% του ΑΕΠ τα έτη αυτά.
Ο συνολικός δείκτης του δημοσίου χρέους αναμένεται να υποχωρήσει πολύ ταχύτερα από ό,τι αναμενόταν προηγουμένως, υποστηριζόμενος από τον αυξημένο πληθωρισμό 11,6% ετησίως τον Ιούλιο, την άνω του δυνητικού ρυθμού, αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ και τη δημοσιονομική προσαρμογή. Το χρέος ως προς το ΑΕΠ θα μειωθεί από το ανώτατο επίπεδο του 206,3% το 2020 σε 171,3% έως το τέλος του 2022, υποχωρώντας κάτω από το 180,7% που καταγράφηκε πριν από την κρίση το 2019, πριν από τη δυνητική περαιτέρω αποκλιμάκωση του 146,5% έως το 2027.