Τα τελευταία 24ωρα στους διαδρόμους του μεγάρου Μπερλεμόν -την έδρα της Κομισιόν- και στο σχετικά κοντινό κτίριο που στεγάζει τις αρμόδιες υπηρεσίες για τα θέματα Ενέργειας κυκλοφορεί μία «φήμη», η οποία ήδη αρχίζει να καταγράφεται και ως ανεπιβεβαίωτη πληροφορία σε ορισμένα ευρωπαϊκά ΜΜΕ: Η γερμανική κυβέρνηση έχει δώσει εντολή για «αγορά φυσικού αερίου από μη Ρώσους προμηθευτές σε οποιαδήποτε τιμή και αν χρειασθεί για να εξασφαλισθεί η απόκτησή του».
Η πληροφορία αυτή άρχισε να κυκλοφορεί, ενώ οι γερμανικές αποθήκες φυσικού αερίου είναι «γεμάτες» στο 80% στα μέσα Αυγούστου.
Η απόφαση αυτή της γερμανικής κυβέρνησης φέρεται να είναι το αποτέλεσμα άσχημων διαπιστώσεων για τις αντοχές της οικονομίας ενόψει του χειμώνα, ιδιαίτερα μετά τη χρεοκοπία επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας λόγω των συνεπειών των κυρώσεων στη Ρωσία και τη διάσωσή τους από τον κρατικό προϋπολογισμό, όταν αυτές χρειάσθηκε να αντικαταστήσουν το «φθηνό» ρωσικό αέριο με ακριβό και δυσεύρετο μέσω των αγορών.
Η πίεση από τη γερμανική «γραμμή» στις αγορές φέρεται να έχει συμβάλει καθοριστικά στην ακραία άνοδο των τιμών στο φυσικό αέριο και στο τελικό «κόστος» του ηλεκτρικού ρεύματος, το οποίο σε αναλογία με το πετρέλαιο, ισοδυναμεί με μία κατάσταση, όπου το βαρέλι θα έπρεπε να τιμολογηθεί 1.000 περίπου δολάρια (οι τρέχουσες τιμές είναι στα 101 δολ).
Βέβαια το πρόβλημα, οικονομικό και πολιτικό, της Γερμανίας επιχειρείται να αντιμετωπισθεί από την κυβέρνηση με την πάση θυσία εξασφάλιση επάρκειας αποθεμάτων, ανεξαρτήτως κόστους, αφού ο προϋπολογισμός της μπορεί να το αντέξει τουλάχιστον για το επόμενο 12μηνο.
Οι συνέπειες όμως είναι δραματικές για την Ευρωζώνη σε δύο επίπεδα:
- Το ένα αφορά την τροφοδοσία του πληθωρισμού με υψηλότερες τιμές φυσικού αερίου και ηλεκτρικού.
- Το δεύτερο έχει να κάνει με την αύξηση της πίεσης στις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης, οι οποίες δεν διαθέτουν την ίδια οικονομική ευχέρεια για να κυνηγήσουν και να εξασφαλίσουν εκτός Ρωσίας τις απαραίτητες ποσότητες φυσικού αερίου και μάλιστα έγκαιρα πριν από τον χειμώνα.
Σε ένα τέτοιο καθεστώς εσωτερικού ανταγωνισμού της Ευρωζώνης η περιβόητη «ευρωπαϊκή αλληλεγγύη», την οποία έχει επικαλεσθεί τελευταία ο κ. Σολτς και η κα Φον Ντερ Λάιεν, γίνεται περισσότερο δυσεύρετη και από το φυσικό αέριο. Και μπαίνει για άλλη μια φορά σε δοκιμασία η δυνατότητα επιβίωσης της «ευρωπαϊκής αλληλεγγύης», καθώς στους επόμενους μήνες, με την παράλληλη εντατικοποίηση της αντιπληθωριστικής πολιτικής της ΕΚΤ, δημιουργείται ένα ανυπόφορο για τους ευρωπαϊκούς προϋπολογισμούς περιβάλλον, πληθωριστικών πιέσεων, δημοσιονομικής ασφυκτικής πίεσης και ενεργειακής επάρκειας...