Μια σειρά από προβληματικά σημεία εντοπίζει η Bank of America στη δέσμη και τη δομή των προτάσεων της Κομισιόν για την αντιμετώπιση της βαθιάς ενεργειακής κρίσης που πλήττει τη Γηραιά Ήπειρο.
Η θέση της Κομισιόν στηρίζεται σε τρία βασικά στοιχεία, ωστόσο μένει ανοιχτό εάν αυτά τα μέτρα θα πρέπει να υλοποιηθούν σε εθελοντική ή υποχρεωτική βάση ή σε συνδυασμό και των δύο. Το ένα αφορά τη μείωση της ζήτησης της ηλεκτρικής ενέργειας, το δεύτερο, στην καθιέρωση ενός πλαφόν για ορισμένες εγκαταστάσεις ηλεκτροπαραγωγής (τεχνολογίες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας) που έχουν χαμηλότερο οριακό κόστος από τους σταθμούς που λειτουργούν με φυσικό αέριο (όπως οι περισσότερες ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, ο λιγνίτης και η πυρηνική ενέργεια) και το τρίτο εστιάζει σε παρεμβάσεις στις τιμές λιανικής (οι ηλεκτροπαραγωγοί θα πρέπει να επιστρέφουν τη διαφορά μεταξύ της τιμής αγοράς και του ανώτατου ορίου προς τα κράτη μέλη της ΕΕ, με τα έσοδα αυτά να κατευθύνονται για τη χρηματοδότηση παρεμβάσεων που θα στοχεύουν στη μείωση των λογαριασμών για «επιλεγμένους πελάτες», π.χ. κλάδος λιανεμπορίου και μικρομεσαίων επιχειρήσεων).
Αναφορά γίνεται και στα δύο μοντέλα - της Ισπανίας και της Ελλάδας - στα όποια ωστόσο εντοπίζονται κάποια εμπόδια. Όπως επισημαίνει η BofA, ένα ανώτατο όριο τιμής στο φυσικό αέριο, όπως καθιερώνεται στο ισπανικό μοντέλο, για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας θα αυξήσει τη ζήτηση για φυσικό άεριο και ενδέχεται επίσης να κοστίσει ακριβά εάν χρηματοδοτηθεί από τον κοινοτικό προϋπολογισμό. Επίσης ένα ανώτατο όριο στη χονδρεμπορική τιμή θα μπορούσε να οδηγήσει σε απόσυρση της παραγωγικής δυναμικής και ικανότητας από την αγορά και σε κίνδυνο blackouts. Όσο για μια ρύθμιση ελληνικού τύπου που προβλέπει ένα πλαφόν ανά τεχνολογία παραγωγής ρεύματος, θα χρειαζόταν ένα μεγάλο χρονικά διάστημα για να εφαρμοστεί, θα μείωνε τον ανταγωνισμό και θα αποδεικνύονταν ανεπαρκής και μη αποτελεσματική.
Οι αναλυτές του αμερικανικού οίκου τονίζουν πως η έλλειψη κάποια κεντρικής παρέμβασης δεν αποτελεί επιλογή, καθώς αυτό θα οδηγούσε σε μια αύξηση των λογαριασμών για τα νοικοκυριά που θα ξεπερνούσε τα 2.000 ευρώ ετησίως κατά τη διάρκεια του νέου έτους. Όπως σημειώνουν, παρόλο που πολλές χώρες έχουν λάβει ήδη μέτρα για να βοηθήσουν και να στηρίξουν τους καταναλωτές με ποικίλου είδους παρεμβάσεις, αυτές δεν πλησιάζουν διόλου στο να αντισταθμίσουν τη δυνητική αύξηση του κόστους. Την ίδια στιγμή, το ενεργειακό κόστος για τις βιομηχανίες θα μπορούσε να αυξηθεί πάνω από 500%.
Από την οπτική μάλιστα της BofA, η βοήθεια της Κομισιόν (με βάση τις προτάσεις της), προς τους βιομηχανικούς πελάτες είναι αρκετά περιορισμένη, προφανώς δεδομένου ότι οποιαδήποτε στήριξη εδώ θα ήταν αντίθετη με τους κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις. Αυτό σημαίνει ότι η βιομηχανία και οι μεγάλες εμπορικές επιχειρήσεις θα συνεχίσουν να βρίσκονται αντιμέτωπες με δυνητικά σημαντικές αυξήσεις στο ενεργειακό τους κόστος. Έτσι, με τη μείωση των τιμών στο σκέλος της χονδρεμπορικής, οι βιομηχανικοί πελάτες θα αντιμετώπιζαν λιγότερο καταστροφικές αυξήσεις στα ενεργειακά τους κόστη. Ομολογουμένως αυτά θα εξακολουθούσαν να είναι πολύ υψηλά, αλλά σημαντικά χαμηλότερα από άλλη περίπτωση. Για παράδειγμα, η BofA εκτιμά πως η μείωση των τιμών χονδρικής ενέργειας στα 230 ευρώ ανά MWh τώρα, θα μείωνε τη συνολική αύξηση του κόστους ηλεκτρικής ενέργειας για τους βιομηχανικούς κλάδους από το 2021, από περίπου 570% (επί του παρόντος) σε 360%.
Έτσι, κατά τους αναλυτές του οίκου, ένα πανευρωπαϊκό πλαφόν στο φυσικό αέριο που χρησιμοποιείται για την παραγωγή ρεύματος, που θα ορίζεται στα 80 ευρώ περίπου ανά MWh και που θα επιδοτείται από τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό, σε συνδυασμό με μέτρα για τη μείωση της ζήτησης για ρεύμα, θα ήταν μια πιο αποτελεσματική λύση. Εκτιμούν, ότι αυτή η προσέγγιση θα μπορούσε να μειώσει τις τιμές χονδρικής του ρεύματος σε χώρες όπως η Γερμανία κατά περίπου 250 ευρώ ανά MWh (ή περίπου 50% έναντι των σημερινών επιπέδων), ενώ παράλληλα δεν θα οδηγούσε σε αυξημένη κατανάλωση αερίου. Γενικά, η BofA εκτιμά ότι ένα τέτοιο πλαφόν στις τιμές του φυσικού αερίου θα μπορούσε να περιορίσει την αύξηση του λογαριασμού των νοικοκυριών, των επιχειρήσεων και των βιομηχανιών κατά περισσότερα από 500 δισ. ευρώ, έναντι των 140 δισ. ευρώ που προκύπτουν από το προτεινόμενο πλαφόν στην τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος.
Όπως σημειώνει, ένα πλαφόν στα 80 ευρώ ανά MWh 1) θα εξαλείψει τη στρέβλωση που σχετίζεται με τις εξαγωγές, 2) θα αφήσει τις τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας αρκετά υψηλές ώστε να παρέχει κίνητρα για σημαντική καταστροφή της ζήτησης και 3) θα αφήσει την παραγωγή φυσικού αερίου πάνω από άλλα καύσιμα στην καμπύλη κόστους για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.