Αναμφίβολα η κυκλοφορία του τελευταίου Δελτίου της ΕΚΤ ξεκαθαρίζει αρκετά πράγματα στον ορίζοντα για την ευρω-οικονομία και τον πληθωρισμό, αλλά την προσοχή κλέβει η «είδηση» από το twitter της Ισαμπέλ Σνάμπελ, την ίδια μέρα. Σύμφωνα με το τελευταίο «τιτίβισμα» του μέλους της Εκτελεστικής Επιτροπής του ΔΣ της ΕΚΤ: «Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αύξησε το όριο δανεισμού τίτλων έναντι εξασφαλίσεων σε μετρητά, στις κεντρικές τράπεζες της ζώνης του ευρώ από 150 δισεκατομμύρια ευρώ σε 250 δισ. ευρώ. Η κίνηση του Διοικητικού Συμβουλίου αποσκοπεί στη χαλάρωση της σύσφιξης της αγοράς, η οποία τείνει να επιδεινωθεί προς το τέλος του έτους...».
For @ecb watchers: The Governing Council raised as of today the limit for the Eurosystem’s securities lending against cash collateral from €150 bn to €250 bn. This is a precautionary measure to ease collateral scarcity and support market functioning around the year-end. 1/2 pic.twitter.com/BmhpH9h4a3
— Isabel Schnabel 🇪🇺🇺🇦 (@Isabel_Schnabel) November 10, 2022
Η ΕΚΤ είχε ήδη εντοπίσει τις δυσκολίες της χρηματαγοράς, καθώς από τις 23 Νοέμβρη όσες τράπεζες είχαν τις «δυνατότητες» θα έχουν επιστρέψει τα επιδοτούμενα δάνεια (TLTROs) που δεν χρειάζονται προκειμένου να αποφύγουν τις αναδρομικές επιβαρύνσεις... Οι υπόλοιπες θα τα κρατήσουν αλλά τους κοστίζει πλέον το κάτι παραπάνω. Με άλλα λόγια και από τις πρώτες και από τις δεύτερες αυτό που θα προκύψει είναι ένα «μάζεμα» στην ρευστότητα που ίσως... χρειαστεί να αντιμετωπιστεί από τις εθνικές κρατικές τράπεζες, όπου αυτό πάρει μεγαλύτερες διαστάσεις...
Το γιατί βέβαια το εξηγεί το Δελτίο της ΕΚΤ που κυκλοφόρησε και το οποίο αξίζει ιδιαίτερης προσοχής καθώς ξεκαθαρίζει τον ορίζονται σε τρία τουλάχιστον ζητήματα: τα κόκκινα δάνεια θα... ξανα-ανθίσουν και για αυτό οι τράπεζες περιορίζουν τις χορηγήσεις δανείων, ο πληθωρισμός θα συνεχίσει να είναι ζωηρός και η οικονομική επιβράδυνση θα είναι η νέα μας... κανονικότητα.
Όπως σημειώνεται στο Δελτίο: Η έρευνα σχετικά με τις τραπεζικές χορηγήσεις στη ζώνη του ευρώ δείχνει ότι τα κριτήρια χορήγησης έχουν γίνει αυστηρότερα, η ακολουθούμενη πολιτική περισσότερο περιοριστική, για όλες τις κατηγορίες δανείων στο τρίτο τρίμηνο του έτους και αυτό σε συνάρτηση με τους μεγαλύτερους φόβους που έχουν οι τράπεζες σχετικά με την επιδείνωση των οικονομικών προοπτικών και τους κινδύνους στους οποίους εκτίθενται οι πελάτες τους στο τρέχον οικονομικό περιβάλλον. «Οι τράπεζες σχεδιάζουν να συνεχίσουν να σφίγγουν χορήγηση πιστώσεων κατά το τέταρτο τρίμηνο». Γιατί; Γιατί «το κόστος χρηματοδότησης των τραπεζών αυξάνεται σε αντιμετώπιση της αύξησης των επιτοκίων της αγοράς, το χρέος έχει γίνει επίσης ακριβότερο για οικογένειες και επιχειρήσεις...». Παράλληλα, «η ζήτηση δανείων για τη χρηματοδότηση των επενδύσεων συνέχισε να μειώνεται». Διαπιστώνεται «μια επιβράδυνση στον δανεισμό στις οικογένειες, ενόψει της αυστηροποίησης των κριτηρίων της χορήγηση και μείωση της ζήτησης δανείων, σε ένα περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από αυξανόμενα επιτόκια και μείωση της εμπιστοσύνης των καταναλωτών».
Όσον αφορά στην οικονομική επιβράδυνση τα πράγματα για τους αναλυτές της ΕΚΤ είναι σαφή: «Τα πιο πρόσφατα γεγονότα επιβεβαιώνουν ότι οι κίνδυνοι για τις προοπτικές οικονομικής ανάπτυξης είναι σαφώς μεγαλύτεροι, ιδίως βραχυπρόθεσμα». Αυτό αποδίδεται «στον παράταση του πολέμου στην Ουκρανία» που «συνεχίζει να αποτελεί κίνδυνο σημαντικό... Το κλίμα εμπιστοσύνης θα μπορούσε να επιδεινωθούν περαιτέρω και οι περιορισμοί από την πλευρά της προσφοράς θα μπορούσαν να γίνουν ξανά χειρότεροι...». Επίσης το κόστος των ενεργειακών και διατροφικών περιουσιακών στοιχείων ενδέχεται να παραμείνει επίμονα υψηλότερο από το αναμενόμενο και «η αποδυνάμωση της παγκόσμιας οικονομίας θα μπορούσε να λειτουργήσει ως πρόσθετη τροχοπέδη στην ανάπτυξη στη ζώνη του ευρώ».
Όσο δε για τον πληθωρισμό «οι κίνδυνοι (σ.σ. για τις προοπτικές του πληθωρισμού) είναι κυρίως ανοδικοί... ο κύριος κίνδυνος βραχυπρόθεσμα είναι μια περαιτέρω αύξηση των λιανικών τιμών της ενέργειας», ενώ «μεσοπρόθεσμα, ο πληθωρισμός θα μπορούσε να αποδειχθεί μεγαλύτερος, εάν προκύψουν περαιτέρω αυξήσεις στις τιμές της ενέργειας και των πρώτων υλών τροφίμων, με μεγαλύτερη ταχύτητα μετάδοσης στις τιμές καταναλωτή, με διαρκή επιδείνωση της παραγωγικής ικανότητας της οικονομίας της ζώνης του ευρώ και παρατεταμένη αύξηση των πληθωριστικών προσδοκιών πάνω από τον στόχο του Διοικητικού Συμβουλίου... κάτι που θα οδηγούσε σε μισθολογικές αυξήσεις μεγαλύτερες από το αναμενόμενο».