Σταθερή διατηρεί την εκτίμησή της η Goldman Sachs γύρω από το ότι η ενεργειακή κρίση θα σπρώξει την ευρωπαϊκή οικονομία προς το χείλος της ύφεσης κατά τη διάρκεια του χειμώνα, καθώς τα δεδομένα δείχνουν μια σημαντική επιβράδυνση στους κόλπους της ενεργοβόρου βιομηχανίας, ενώ ο υψηλός πληθωρισμός θα μειώσει απότομα τα πραγματικά εισοδήματα των νοικοκυριών, γεγονός που πιθανότατα θα μειώσει τις καταναλωτικές δαπάνες κατά τη διάρκεια του χειμώνα.
Ωστόσο, η ομάδα της Goldman Sachs υπό τον επικεφαλής οικονομολόγο του οίκου για την Ευρωζώνη, Sven Jari Stehn, αναμένει πλέον μια πιο ρηχή ύφεση, καθώς τα δεδομένα και η πορεία των δεικτών οικονομικής συγκυρίας παρέμειναν - προς έκπληξη - ανθεκτικά, η εξισορρόπηση της αγοράς φυσικού αερίου μείωσε τον κίνδυνο εφαρμογής ενός δελτίου περιορισμού της κατανάλωσης και οι κυβερνήσεις έχουν προσφέρει μια σημαντική δημοσιονομική στήριξη. Το πραγματικό ΑΕΠ στο τρίτο τρίμηνο αποτέλεσε έναν θετικό (ομολογουμένως μη αναμένομενο) παράγοντα, με τη βιομηχανική παραγωγή και τις λιανικές πωλήσεις για το Σεπτέμβριο να υποδηλώνουν μια συνέχιση της ανάπτυξης. Ενώ μέρος της ανθεκτικότητας στη βιομηχανική παραγωγή πιθανότατα οφείλεται στην αποκλιμάκωση των σημείων συμφόρησης στην προσφορά, η ευρωπαϊκή μεταποίηση έχει (μέχρι στιγμής) προσαρμοστεί εξαιρετικά καλά στις υψηλότερες τιμές ενέργειας.
Πλέον, ο αμερικανικός οίκος αναμένει μια συρρίκνωση της οικονομίας της Ευρωζώνης κατά μόλις 0,7% από το τέταρτο τρίμηνο του 2022 έως το δεύτερο τρίμηνο του 2023, έναντι 1,1% που ανέμενε προηγουμένως (συρρίκνωση κατά 0,2% κατά το τέταρτο τρίμηνο (έναντι 0,4% προηγουμένως), 0,4% για το πρώτο τρίμηνο (έναντι 0,6%) και 0,1% το δεύτερο τρίμηνο (αμετάβλητη εκτίμηση).
Ωστόσο, η κατάσταση ως προς το σκέλος της προμήθειας φυσικού αερίου στην Ευρώπη παραμένει εύθραυστη, η δημοσιονομική πολιτική πιθανότατα θα επιβραδύνει την ανάπτυξη το 2023 - 2024 (θα λειτουργήσει ως σημαντική τροχοπέδη) καθώς η ενεργειακή στήριξη θα υποχωρήσει και η κρίση στο τμήμα του φυσικού αερίου είναι πιθανό να προκαλέσει μια σημαντική ζημιά από την πλευρά της προσφοράς. Ενώ η ομάδα στρατηγικής του οίκου στα εμπορεύματα μείωσε την εκτίμησή της για την τιμή του φυσικού αερίου για το καλοκαίρι του 2023 στα 180 ευρώ ανά MWh (έναντι 235 ευρώ ανά MWh προηγουμένως), διατηρεί σταθερή την οπτική της γύρω από το ότι οι τιμές του φυσικού αερίου θα πρέπει να αυξηθούν εκ νέου μετά το χειμώνα ώστε η Γηραία Ήπειρος να καταφέρει να προσελκύσει αρκετό LNG. Να σημειωθεί πως η μείωση της προσφοράς φυσικού αερίου θα επιφέρει ένα σημαντικό πλήγμα στη δυνητική παραγωγή, αν και οι οικονομίες μπορούν να μειώσουν αυτό το κόστος αντικαθιστώντας το φυσικό αέριο στην παραγωγική διαδικασία μεσοπρόθεσμα. Υπό αυτό το πρίσμα, η Goldman Sachs αναμένει ένα μόνιμο πλήγμα της τάξεως του 2,4% στην παραγωγή της Ευρωζώνης, εν αντιθέσει με την ανάκαμψη τύπου «V» που καταγράφηκε εν μέσω της πανδημίας του κορονοϊού.
Ως εκ τούτου, ο Stehn αναμένει μια ήπια ανάκαμψη και «κόβει» τις εκτιμήσεις του για την ανάπτυξη προς το δεύτερο εξάμηνο του 2023 και για το πρώτο τρίμηνο του 2024, αναζητώντας πλέον μια υποχώρηση της ανάπτυξης κατά 0,1% για το 2023 με ανάπτυξη κατά 1,4% για το 2024, κοντά στo consensus για τα επόμενα δύο τρίμηνα αλλά ελαφρώς χαμηλότερα για το υπόλοιπο του 2023 και για τις αρχές του 2024.
Μεταξύ των διαφόρων ευρωπαϊκών οικονομιών, εκτιμά ότι η Γερμανία και η Ιταλία θα επηρεαστούν περισσότερο από την ενεργειακή κρίση έναντι της Γαλλίας και την Ισπανίας. Η άνοδος των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων, το υψηλό χρέος και η ασθενής ανάπτυξη στρέφουν και οδηγούν τη νέα κυβέρνηση της Ιταλίας σε ένα στενό δημοσιονομικό μονοπάτι, υπογραμμίζοντας τις μεσοπρόθεσμες δημοσιονομικές ευπάθειες της χώρας, όπως σημειώνει η Goldman Sachs. Από την άλλη, η γαλλική κυβέρνηση αγωνίστηκε στο να «οικοδομήσει» μια πλειοψηφία γύρω από τον Προϋπολογισμό για το 2023, με την πολιτική αβεβαιότητα (συμπεριλαμβανομένης της πιθανότητας διεξαγωγής πρόωρων εκλογών) να παραμένει.
Επιπλέον, αν και οι τιμές του φυσικού αερίου έχουν μειωθεί αισθητά, η ομάδα του ισχυρού επενδυτικού οίκου εκτιμά ότι ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη θα φτάσει στο ανώτατο σημείο του τον Δεκέμβριο (στο 11,7% και στο 5,3%, αντίστοιχα για τον επίσημο και το δομικό πληθωρισμό), δεδομένου του συνεχιζόμενου pass through στην ενέργεια και της ισχυρής υποκείμενης δυναμικής. Ο δομικός πληθωρισμός είναι πιθανό να υποχωρήσει σταδιακά εντός του 2023 καθώς ο πληθωρισμός των τιμών των αγαθών μειώνεται, αλλά με έναν σταθερό πληθωρισμό στο σκέλος των υπηρεσιών εξαιτίας των συνεχιζόμενων πιέσεων στο κόστος εργασίας και ενέργειας. Συνεπώς, η εκτίμηση για τον επίσημο πληθωρισμό για το τέλος του 2023 διαμορφώνεται στο 3,1% και το 2024 για το 2,2%. Την ίδια στιγμή, ο δομικός πληθωρισμός αναμένεται να παραμείνει πάνω από τον στόχο του 2% για κάποιο χρονικό διάστημα, φθάνοντας στο 3,1%, 2,2% και 2% στο τέλος του 2023, 2024 και 2025, αντίστοιχα.
Ως προς τους χειρισμούς της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η Goldman Sachs αναμένει μια μείωση του ρυθμού αυξήσεων στα επιτόκια, στις 50 μονάδες βάσης τον Δεκέμβριο, καθώς το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων πλησιάζει προς τα «ουδέτερα» επίπεδο, με το «στρατηγείο» της ΕΚΤ να μείωνει τις προβλέψεις της για την ανάπτυξη και τη Fed να επιβραδύνει τον ρυθμό αυξήσεών της. Ωστόσο, δεδομένης μιας πιο ρηχής ύφεσης και των περαιτέρω, επίμονα, έντονων πληθωριστικών πιέσεων, οι οικονομολόγοι του οίκου «βλέπουν» το επιτόκιο διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων να φτάνει στο 3% με μια τελική αύξηση κατά 25 μονάδες βάσης τον Μάιο του 2023, τη στιγμή που οι αξιωματούχοι της ΕΚΤ αναμένεται να αποφασίσουν στο πρώτο τρίμηνο για το έναυσμα του «QT» και του passive run off (συρρίκνωση του ισολογισμού της) στη βάση του προγράμματος APP προς το δεύτερο τρίμηνο.